Δεν είναι η πρώτη φορά από την ημέρα, που ανέλαβε τα ηνία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου η εισαγγελέας Γεωργία Αδειλίνη, που η Δικαιοσύνη βγαίνει βαριά τραυματισμένη από τους χειρισμούς της.
- Από την ΜΑΙΡΗ ΜΠΕΝΕΑ – «Εστία της Κυριακής»
Άλλωστε, δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που, η κ. Αδειλίνη βρέθηκε στη δυσχερή θέση να προσπαθεί να διαψεύσει τις καταγγελίες της Μαρίας Καρυστιανού και άλλων γονέων ή συγγενών θυμάτων των Τεμπών, σύμφωνα με τις οποίες σε συνάντηση μαζί τους, τους παρέπεμψε για… παρηγοριά στην εκκλησία, λέγοντας επιπλέον ότι ο αβάσταχτος πόνος αυτών των ανθρώπων και η δίκαιη οργή τους δικαιολογεί τυχόν παρερμηνείες των όσων τους όσων είπε. «Δεν είμαι απέναντί τους, αλλά μαζί τους», ήταν η χαρακτηριστική της φράση της.
Η υπόθεση της αρχειοθέτησης του σκανδάλου των υποκλοπών, που θεωρήθηκε το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Μεταπολίτευσης, ξεχείλισε το ποτήρι, καθώς σύσσωμη η Αντιπολίτευση ζήτησε να κληθεί στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Αδειλίνη και ο Αντεισαγγελέας ΑΠ Αχιλλέας Ζήσης, προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις επί του πορίσματος, για τις υποκλοπές.
Δυστυχώς, η κυβερνητική πλειοψηφία όρθωσε τείχος προστασίας στην κ. Αδειλίνη, απορρίπτοντας το αίτημα κλήσης της και απεμπολώντας ουσιαστικά το δικαίωμα της Βουλής, να ακροάται τον εισαγγελέα. Αντίθετα, όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, ζήτησαν να κληθούν στη Βουλή η κ. Αδειλίνη και ο κ. Ζήσης.
Στο Φόρουμ των Δελφών πήγε, στην Βουλή όμως αδυνατεί!
Η κ. Αδειλίνη δεν προσήλθε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, παρά το γεγονός ότι, η υπόθεση των υποκλοπών είναι τεράστιο πολιτικό θέμα, αφού αγγίζει την καρδιά της Κυβέρνησης, καθώς η εποπτεία της ΕΥΠ είναι θέμα του ίδιου του Πρωθυπουργού. Αντίθετα, δεν είχε πρόβλημα η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να παραβρεθεί στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, το οποίο διοργανώνεται από ιδιώτες!
Και όχι μόνον πήγε η κ. Αδειλίνη στο Forum των Δελφών, αλλά εκεί επέλεξε, να πάρει θέση για πρώτη φορά δημοσίως, για την καταγγελία της Μαρίας Καρυστιανού ότι, παρέπεμψε συγγενείς θυμάτων των Τεμπών στην Εκκλησία.
Τριγμοί και στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης
Οι ενέργειες της ανώτατης εισαγγελέα στην υπόθεση των υποκλοπών, σύμφωνα με πληροφορίες, προκάλεσαν δυνατούς τριγμούς και στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης, καθώς ορισμένοι και μάλιστα εντός του Αρείου Πάγου, ενοχλήθηκαν σφόδρα από την κατακραυγή που προκάλεσε η αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών, για την οποία μάλιστα υπήρξε καθολική ομοβροντία από το σύνολο των ΜΜΕ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ανώτατες δικαστικές πηγές πολύ κοντά στην κ. Αδειλίνη, σχολιάζοντας το σχεδόν 300 σελίδων (για την ακρίβεια 287) πόρισμα του Αντεισαγγελέα ΑΠ Αχιλλέα Ζήση, με το οποίο απάλλαξε από οποιαδήποτε ευθύνη την ΕΥΠ, ή άλλη κρατική υπηρεσία για τις υποκλοπές δεκάδων πολιτικών, υπουργών, εισαγγελέων, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, αναγνωρίζοντας ευθύνες μόνο σε τέσσερις ιδιώτες, εκπροσώπους δύο εταιρειών εμπορίας λογισμικού της Intellexa και της Krikel, για τους οποίους, μάλιστα, ζητείται να κατηγορηθούν για παραβίαση του νόμου για το τηλεφωνικό απόρρητο και τα προσωπικά δεδομένα (πλημμέλημα), τόνισαν: «Τριακόσιες σελίδες πόρισμα, για ένα αδίκημα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου; Περισσότερο σε… απολογία προσομοιάζει»!
Και μπορεί μεν η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας να εξέδωσε ανακοίνωση, με την οποία στήριξε ουσιαστικά την Εισαγγελέα ΑΠ κ. Αδειλίνη και τον Αντεισαγγελέα ΑΠ κ. Ζήση, διαβεβαιώνοντας ότι «οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί ασκούν τα καθήκοντά τους με απόλυτη ευσυνειδησία, κατά το χειρισμό κάθε υπόθεσης ενεργούν σύμφωνα με το νόμο και τη συνείδησή τους, με βάση το αποδεικτικό υλικό, και δεν χειραγωγούνται, ούτε επηρεάζονται από ευθείες ή έμμεσες απειλές και πιέσεις από οποιαδήποτε πηγή και αν αυτές προέρχονται». Ωστόσο δεν περνάει απαρατήρητο ότι, Πρόεδρος της Ενωσης Εισαγγελέων είναι ο ίδιος ο κ. Ζήσης!
Στο πόρισμα δεν αποδίδεται καμία ευθύνη στην ΕΥΠ, ή άλλη κρατική υπηρεσία για τις υποκλοπές δεκάδων πολιτικών, Υπουργών, εισαγγελέων, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, καθώς, όπως συνοψίζει ο εισαγγελικός λειτουργός, κατά το επίμαχο διάστημα της έρευνας, δε διαπιστώθηκε καμία σύμβαση μεταξύ της ΕΥΠ και της Intellexa και των άλλων εταιρειών που μπήκαν «στο κάδρο» της έρευνας. «Λάδι» βγήκαν ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ, Παναγιώτης Κοντολέων, η πρώην εισαγγελέας της ΕΥΠ Βασιλική Βλάχου, και βεβαίως το άλλοτε δεξί χέρι του Πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης.
Μόνο δύο από τους 116 στόχους του Predator επιμολύνθηκαν!
Σύμφωνα με δικαστικές και νομικές πηγές, που μελέτησαν το πόρισμα του Αντεισαγγελέα ΑΠ κ. Ζήση, το οποίο υιοθέτησε με… πανηγυρισμούς σε μακροσκελή ανακοίνωση της η Εισαγγελέας ΑΠ κ. Αδειλίνη, από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του είναι ότι, καταλήγει αυθαίρετα στο συμπέρασμα πως μόνο δύο από τους 116 στόχους του λογισμικού κατασκοπείας Predator επιμολύνθηκαν.
Κατά τον εισαγγελέα τα κινητά τηλέφωνα του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και της πρώην μάνατζερ ασφαλείας της Facebook (META), Άρτεμις Σίφορντ, ήταν τα μόνα που παγιδεύτηκαν διότι «οι υπόλοιποι αποδέκτες μηνυμάτων δεν άνοιξαν τα links που έλαβαν».
Αναφέρει ο κ. Ζήσης: «Στην προκειμένη περίπτωση τα lίnks που είχαν λάβει και είχαν ανοίξει η Αρτεμις Σίφορντ και ο Αθανάσιος Κουκάκης ήταν αντίστοιχα τα “emvolίo-gov.gr” και “blogspot.edolίo.com”, ενώ οι υπόλοιποι αποδέκτες μηνυμάτων δεν άνοιξαν τα links που έλαβαν. Με την πράξη τους αυτή οι κατηγορούμενοι απέκτησαν χωρίς τη ρητή συναίνεση των νόμιμων δικαιούχων, πρόσβαση σε μέρος ή στο σύνολο συστήματος πληροφοριών η σε ηλεκτρονικά δεδομένα των παθόντων Αρτεμις Σίφορντ και Αθανασίου Κουκάκη, ενώ στις λοιπές 114 περιπτώσεις επιχείρησαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε μέρος ή στο σύνολο συστήματος πληροφοριών ή σε ηλεκτρονικά δεδομένα των παθόντων, το έγκλημά τους όμως στην τελευταία περίπτωση δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή τους, εν όψει του ότι οι υπόλοιποι -πλην των ανωτέρω δύο- αποδέκτες δεν άνοιξαν τα lίnks που έλαβαν».
Σοβαρά ερωτήματα για την πληρότητα της έρευνας
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, «η παραδοχή αυτή δεν τεκμηριώνεται με στοιχεία, καθώς δεν κλήθηκαν να καταθέσουν όλοι οι στόχοι του Predator, ούτε έγινε έλεγχος των κινητών τους τηλεφώνων, κάτι που δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για την πληρότητα και την ακρίβεια της έρευνας».
Οταν μάλιστα, σύμφωνα με έγγραφα, στα θύματα των υποκλοπών, συγκαταλέγονται πρόσωπα ακόμη και της Δικαιοσύνης, όπως Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χρήστος Μπαρδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος, πλήθος υπουργών (Δένδιας, Χατζηδάκης, Θεοδωρικάκος, Χρυσοχοΐδης, Γεραπετρίτης, Γεωργιάδης, Πλεύρης κ.ά.), ο πρώην επίτροπος Δημήτρης Αβραμόπουλος, στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., γενικοί διευθυντές υπουργείων και κανένας από αυτούς δεν κλήθηκε, να καταθέσει, ενώ όλοι διαχειρίζονταν και διαχειρίζονται υψίστης σημασίας θέματα, τα κενά της έρευνας Ζήση μεγαλώνουν…
Επιπλέον το πόρισμα δεν αναφέρεται σε τεχνικό έλεγχο από διεθνή εργαστήρια, παρά το γεγονός ότι το Citizens Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο, που επιβεβαίωσε τη στόχευση του Κουκάκη και της Σίφορντ, προσφέρθηκε να βοηθήσει στη διαλεύκανση του σκανδάλου στην Ελλάδα.
Σφοδρές αντιδράσεις για την ανακοίνωση Αδειλίνη
Σκληρή είναι η κριτική, που δέχτηκε η κ. Αδειλίνη και για το γεγονός ότι, εξέδωσε ανακοίνωση για την υπόθεση της αρχειοθέτησης της υπόθεσης των υποκλοπών. Ανώτατες δικαστικές πηγές χαρακτήρισαν την ανακοίνωση «αδόκιμη δικαστικά τακτική», ενώ τόνισαν ότι, πρόκειται για ένα κείμενο καθαρά επικοινωνιακό και όχι «στεγνά» νομικό.
Μάλιστα ο καθηγητής συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος τοποθετήθηκε δημόσια, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι, «ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, για μια τέτοια υπόθεση, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου όφειλε να εκδώσει ειδική ανακοίνωση (κάτι που δεν προβλέπεται), η κ. εισαγγελεύς θα έπρεπε να κρατήσει τις αποστάσεις που προσήκουν στη θέση της».
Ο κ. Αλιβιζάτος αναρωτιέται αν οι κατηγορηματικές διαπιστώσεις της κ. Αδειλίνη ότι, οι παρακολουθήσεις του Predator δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με αυτές της ΕΥΠ, προδίδουν προκατάληψη. Κι αυτό γιατί μόνο από σατανική σύμπτωση μπορεί να συμβαίνει 28 άνθρωποι να παρακολουθούνται ταυτοχρόνως και από το Predator και από την ΕΥΠ.
Σφοδρές αντιδράσεις προκάλεσε η λέξη «αναντίλεκτα», που επέλεξε να χρησιμοποιήσει η κ. Αδειλίνη στην ανακοίνωση της, για υποστηρίξει ότι οι παρακολουθήσεις του Predator δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με αυτές της ΕΥΠ, ενώ θα αρκούσε η στερεότυπη διατύπωση ότι «δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις» για να κινηθεί ποινική διαδικασία εις βάρος των εμπλεκόμενων κρατικών λειτουργών (της ΕΥΠ και άλλων υπηρεσιών).
Το ίδιο ισχύει και για τη λέξη «απαρέγκλιτα», που η κ. Αδειλίνη χρησιμοποίησε για να πληροφορήσει ότι, από την προκαταρκτική εξέταση προέκυψε ότι, η τότε Εισαγγελέας της ΕΠΥ Βασιλική Βλάχου, τήρησε τη νόμιμη διαδικασία όταν διέτασσε την άρση του απορρήτου δεκάδων πολιτών.
Πυρ και μανία ο κ. Αλεβιζάτος
Βαριά ερωτηματικά προκάλεσε η στάση της κ. Αδειλίνη, που υιοθέτησε χωρίς δισταγμό την άποψη ότι οι διαταχθείσες παρακολουθήσεις ήταν νομικά άψογες, όταν μεταξύ των προσώπων που ήταν στόχοι παρακολούθησης –και μάλιστα επί διετία– περιλαμβανόταν και ο πρώην επικεφαλής της Εισαγγελίας Οικονομικού Εγκλήματος και νυν Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χρήστος Μπαρδάκης, την περίοδο μάλιστα που επί των ημερών του ως προϊσταμένου στην Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος, μπήκαν στο αρχείο οι δικογραφίες που είχαν σχηματιστεί για το σκάνδαλο Novartis και δύο πολιτικά πρόσωπα, τους Αδωνη Γεωργιάδη και Δημήτρη Αβραμόπουλο στους οποίους είχαν εντοπιστεί χρηματικά ποσά τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως «αδιευκρίνιστης προέλευσης».
Γιά το θέμα αυτό, στη δημόσια τοποθέτηση του ο καθηγητής κ. Αλιβιζάτος τόνισε: «Οταν μεταξύ των παρακολουθηθέντων –και μάλιστα επί διετία– περιλαμβάνεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός (που συμβαίνει μάλιστα να κάθεται σε διπλανό γραφείο με το γραφείο του κ. Ζήση). Όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι, πολιτικά, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να παρακολουθηθεί, διερωτάται κανείς πώς η κ. Αδειλίνη υιοθετεί, χωρίς δισταγμό, την άποψη ότι οι διαταχθείσες παρακολουθήσεις ήταν νομικά άψογες. Πολύ περισσότερο –και στο σημείο αυτό θα γίνω αυστηρότερος– όταν ανακριβώς επικαλείται απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. για το ίδιο θέμα. Πράγματι, σε προδικαστικό ερώτημα βουλγαρικού ποινικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες. Το είπε όμως υπό τον όρο ότι αυτό γίνεται “κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος της αρμόδιας αρχής” (στο οποίο μάλιστα μπορεί να έχει πρόσβαση ο ενδιαφερόμενος) και από το οποίο “μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης” (C-349/21)».