Της Μαίρης Μπενέα από την ΕΣΤΙΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Με νομοσχέδιο, που προωθεί η Κυβέρνηση, γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί η Βουλή σε… “πλυντήριο” ξεπλύματος μαύρου χρήματος!
Εκεί οδηγείται η κατάσταση, εάν ψηφιστεί το προσφάτως κατατεθειμένο στη Βουλή νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Ενίσχυση του συστήματος ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και Δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων του ν. 5026/2023
– Ρυθμίσεις για την τοποθέτηση αλλοδαπού ανηλίκου σε ίδρυμα, δομή παιδικής προστασίας ή ανάδοχη οικογένεια – Αναψηλάφηση λόγω έκδοσης οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – Εναρμόνιση με τον ν. 4624/2019 της χρήσης πληροφοριών από τις Κοινές Ομάδες Έρευνας και κατά την εκτέλεση Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας – Άλλες διατάξεις Υπουργείου Δικαιοσύνης».Με το νομοσχέδιο αυτό, που μάλιστα προωθείται προς ψήφιση στο παραπέντε της αναστολής των εργασιών της Βουλής, επιχειρείται ουσιαστικά η αποδυνάμωση της Αρχής Ξεπλύματος μαύρου χρήματος, αλλά και άλλων ελεγκτικών μηχανισμών, που δεν θα μπορούν, ακόμη και εάν έχουν ενδείξεις κακουργημάτων, να κάνουν ελέγχους, καθώς εάν ο έλεγχος γίνει ακόμη και μία ημέρα μετά την παρέλευση πενταετίας, θα έχουν καταστραφεί τα δεδομένα!!
Παράλληλα επιχειρείται ένα νομικό… “πραξικόπημα”, καθώς με συγκεκριμένη διάταξη του νομοσχεδίου (άρθρο 13) προβλέπεται ότι, θα διαγράφονται τα δεδομένα των δηλώσεων πόθεν έσχες, πέντε χρόνια μετά τη λήξη του έτους υποβολής, για λόγους προσωπικών δεδομένων!
Δηλαδή ουσιαστικά προβλέπεται η παραγραφή φορολογικών κακουργημάτων στα 5 χρόνια, αντί για τα 15 ή και 20, που ισχύει μέχρι τώρα!!!
Ενα ακόμη σκανδαλώδες σημείο του υπό ψήφιση νομοσχεδίου περιλαμβάνεται σε διάταξη, που προβλέπει ότι, δεν θα περιλαμβάνονται στα περιουσιακά στοιχεία που πρέπει να δηλώνονται ούτε τα μετρητά αλλά ούτε και τα κινητά μεγάλης αξίας, γεγονός που στην ουσία, συντελεί στην ευκολία συγκάλυψης παράνομων εισοδημάτων.
Μέχρι τώρα, βάσει του ισχύοντα νόμου (5026/2023) τα δεδομένα του πόθεν έσχες διατηρούνταν για όλο το διάστημα μέχρι την ποινική παραγραφή της κακουργηματικής μορφής του αδικήματος της ανακριβούς υποβολής δήλωσης ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ, δηλαδή επι 15ετία ή και 20ετία κατά περίπτωση.
Ο νόμος, που ισχύει μέχρι τώρα 5026/2023 (άρθρο 24 παρ. 9), μέχρι τώρα έλυνε τα χέρια της “Αρχής ξεπλύματος μαύρου χρήματος, αλλά και άλλων ελεγκτικών μηχανισμών, όπως και της Δικαιοσύνης, καθώς προβλέπεται ότι, ο ποινικός έλεγχος για το πόθεν έσχες, μπορούσε να επεκταθεί πέραν της 5ετίας και να φτάσει μέχρι τα 15 ή και 20 χρόνια, ανάλογα το χρόνο παραγραφής του αδικήματος.
Και μάλιστα, αυτό γινόταν, με την ύπαρξη ενδείξεων και μόνον τελέσεως του αδικήματος της ανακριβούς δήλωσης, με αποτέλεσμα να έχουν αποκαλυφτεί τεράστιες υποθέσεις, όπου δεσμεύτηκαν μεγάλα χρηματικά ποσά, ενώ οι εμπλεκόμενοι κατέληξαν κατηγορούμενοι για κακουργήματα.
Με το υπό προώθηση νομοσχέδιο όμως, ακόμα και αν προκύψουν τέτοια στοιχεία και ενδείξεις και ο έλεγχος επεκταθεί και πέραν της 5ετίας, δεν θα υπάρχουν δεδομένα προς έλεγχο γιατί αυτά θα έχουν διαγραφεί – όπως προβλέπει η νέα ρύθμιση – για λόγους προσωπικών δεδομένων!
Συνεπώς, η υπόθεση θα αρχειοθετείται για λόγους τυπικούς, αφού η ουσιώδης εξέτασή της θα είναι αδύνατη.
Kαι τo ερώτημα, που γεννάται είναι ποιούς αφορά αυτή η σκοπούμενη συγκάλυψη, ποιούς επιθυμούν να… ξεπλύνουν;
Τα στοιχεία από μεγάλες υποθέσεις, τις οποίες χειρίστηκαν πολλοί ελεγκτικοι μηχανισμοί, καθώς και οι καταδίκες με βαρύτατες ποινές για λόγους ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ, γνωστών προσώπων, όπως συνέβη με τον Υπουργό Άμυνας του ΠΑΣΟΚ Ακη Τσοχατζόπουλο, αλλά και άλλους καταδεικνύουν ότι, εντοπίστηκαν και καταλογίστηκαν οι αντίστοιχες κυρώσεις πολύ μετά το πέρας της 5ετίας.
Και αυτό συνέβη, επειδή ο εντοπισμός των κρίσιμων στοιχείων είναι δυσχερής και εκ της φύσεως του επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα από στοιχεία που καταφθάνουν αυθορμήτως από το εξωτερικό μετά από εκεί έρευνα, ή από τη δυσκολία των whistleblowers να καταγγείλουν άμεσα τα γεγονότα λόγω του φόβου των συνεπειών και του πιθανού ρεβανσισμού, κλπ.
Εάν η διάταξη αυτή τελικά ψηφιστεί και ισχύσει, θα είναι πλέον ανέφικτα στην πράξη, ο εντοπισμός φορολογικών κακουργημάτων και αντίστοιχα το ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Ετσι, ακόμη και να φτάσουν στα χέρια του ελεγκτικού μηχανισμού πολύ κρίσιμα στοιχεία, εάν έχει περάσει έστω και μία ημέρα μετά τη λήξη της 5ετίας, ο έλεγχος δεν θα μπορεί να επεκταθεί, καθώς δε θα υπάρχουν δεδομένα πλέον τα δεδομένα…
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι, οι νέες προβλέψεις που εισάγονται με το νομοσχέδιο έρχονται σε χρόνο, όπου εκκρεμεί ήδη η υποβολή των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του έτους 2023 (χρήση 2022), ενώ από 1η Αυγούστου θα εκκρεμούν ουσιαστικά και οι Δηλώσεις Περιουσιακής Κατάστασης 2024 (χρήση 2023).
Μάλιστα οι νέες ρυθμίσεις δρομολογούνται με αφορμή την προσαρμογή του ηλεκτρονικού συστήματος υποβολής στις ανάγκες της διαλειτουργικότητας με τους φορείς που είναι αρμόδιοι για την αποστολή των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης (π.χ. τράπεζες, ιδρύματα πληρωμών, ασφαλιστικές εταιρείες κτλ).
Νομικοί κύκλοι εμφανίζονται σφόδρα αντίθετοι με τη ρύθμιση που προωθεί η Κυβέρνηση, οι οποίοι μάλιστα φέρονται ότι, έχουν επισημάνει τις αστοχίες του νόμου, που εντοπίζονται, όπως προαναφέρθηκε στο χρόνο διατήρησης των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 13 του νέου νόμου).
Ειδικά για την επίκληση των προσωπικών δεδομένων, στα οποία βασίζεται η νέα ρύθμιση, που προωθεί η Κυβέρνηση, νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν:
“Εν πρώτοις αναφέρεται ότι με βάση τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (ΕΕ 2016/679 (ΓΚΠΔ), ν. 4624/2019) η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων γίνεται μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς επεξεργασίας τους, ήτοι επί πενταετία. Αυτό όμως είναι μια οριζόντια ρύθμιση για γενική χρήση, η οποία έχει προβλεφθεί για το σύνολο των φορέων και επιχειρήσεων. Υπάρχουν όμως και ειδικές εξαιρέσεις στις περιπτώσεις που η χρήση των δεδομένων ανάγεται στην εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημοσίας εξουσίας που έχει ανατεθεί σε συγκεκριμένους φορείς, ως υπεύθυνοι επεξεργασίας που λειτουργούν αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος! Τα δεδομένα, δηλαδή, που αφορούν το Πόθεν Έσχες αποθηκεύονται προς εξυπηρέτηση της ενδεχόμενης χρήσης τους μέχρι την ποινική παραγραφή σχετικών ποινικών αδικημάτων, με δυνατότητα περαιτέρω διατήρησης για σκοπούς αρχειοθέτησης, για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή/και κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στους αρμόδιους φορείς ελέγχου!
Πολύ πιο σημαντικό, οι φορείς αυτοί συμβάλλουν στην ανίχνευση, πρόληψη και δίωξη ποινικών αδικημάτων και δεν εμπίπτουν μόνον στις γενικές διατάξεις του Κανονισμού 2016/679 αλλά και στις διατάξεις της Οδηγίας 2016/680 – ν. 4624/2019 κεφ Δ΄ και ουδόλως νοείται να δεσμεύονται από μια οριζόντια υποχρέωση η οποία έχει προβλεφθεί για το σύνολο των φορέων και επιχειρήσεων!
Για τους λόγους αυτούς εξάλλου τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όσο και η Αρχή Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (Αρχή για το ξέπλυμα) έχουν ανακοινώσει ότι τηρούν τα σχετικά δεδομένα άνω της πενταετίας.
Ακόμα όμως και αν γίνει επίκληση των διαλαμβανομένων στη Γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα υπ’ αριθμ. 3/2018, η οποία προέβλεπε την διατήρηση των δεδομένων των δηλώσεων Πόθεν Έσχες με τον προηγούμενο νόμο 3213/2003, θα πρέπει να αναφερθεί ότι αφενός αυτή ουδέποτε ελήφθη υπ’ όψιν από το νομοθέτη κατά τις επόμενες τροποποιήσεις του ιδίου νόμου αλλά και ούτε και στο νέο νόμο περί Πόθεν Έσχες (5026/2023 ΦΕΚ A 45 – 28.02.2023) και αφετέρου ότι ουδέποτε έως τώρα, έχει προβληθεί λόγος αντίθεσης με το νόμο, κατά τους ελέγχους που έχει χρειαστεί να επεκταθούν και πέραν της πενταετίας, ή έχει προσβληθεί τέτοιος έλεγχος για αυτόν το λόγο.
Και αν εξάλλου υπήρχε ζήτημα με την επαπειλούμενη χρήση της εν λόγω γνωμοδότησης από κακοπροαίρετους ελεγχόμενους, εν όψει ενός τόσο σοβαρού ζητήματος θα έπρεπε να ζητηθεί εκ νέου η θέση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα επί του νέου πλέον νόμου προτού αυτός ψηφιστεί και όχι να βρίσκεται ήδη σε ισχύ μια διάταξη η οποία εν τω παρόντι αντιβαίνει στην γνωμοδότηση αυτή και προβλέπει την διατήρηση των δεδομένων μέχρι την ποινική παραγραφή της κακουργηματικής φύσεως του αδικήματος της ανακριβούς υποβολής δήλωσης Πόθεν Έσχες ήτοι 15 ή 20 χρόνια κατά περίπτωση”.
Σύμφωνα με τους ίδιους νομικούς κύκλους, τα περί προσωπικών δεδομένων, που επικαλείται η νέα ρύθμιση, για την καταστροφή των στοιχείων στην πενταετία, αυτοαναιρούνται από το ίδιο το υπο προώθηση νομοσχέδιο, το οποίο στο άρθρο 7, που τιτλοφορείται: “Ενημέρωση των καταστάσεων των υπόχρεων προσώπων και με τα στοιχεία των ανήλικων τέκνων – Αυτόματη χορήγηση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου για την υποβολή Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης – Εξαίρεση από τη διαλειτουργικότητα”.
Oπως επισημαίνεται “σε αυτή την δρομολογούμενη τροποποίηση αναφέρεται ότι «…οι υπόχρεοι γνωστοποιούν στον αρμόδιο φορέα ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) τους, καθώς και αυτόν των συζύγων τους, των εν διαστάσει συζύγων τους ή των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, καθώς και των ανηλίκων τέκνων τους…»
Η ανωτέρω πρόβλεψη σημαίνει ότι προκειμένου οι φορείς ελέγχου να συλλέξουν τα δεδομένα των υπόχρεων προσώπων των συζύγων και των ανήλικων τέκνων αυτών, ένας ενδιάμεσος φορέας, αυτός που υπηρετεί ο κυρίως υπόχρεος π.χ. Υπουργείο, Δήμος, ΝΠΔΔ κτλ, θα συλλέγει τα δεδομένα αυτά και στη συνέχεια θα τα διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή ελέγχου που θα έχει το δικαίωμα κατοχής και επεξεργασίας αυτών.
Σε συνέχεια των ανωτέρω προβληματισμών περί της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γιατί δεν λαμβάνεται καμία μέριμνα για την εξέταση των πιθανών παραβάσεων του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων από τις διατάξεις του άρθρου αυτού όταν ζητείται να παραχωρηθούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα (στοιχεία συζύγων και ανήλικων τέκνων) σε άσχετο φορέα από αυτόν που έχει δικαίωμα βάσει νόμου να τα κατέχει και επεξεργάζεται; Και ας σκεφτούμε τι μπορεί να σημαίνει η γνώση τέτοιων δεδομένων σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, όπου η άσκηση κοινωνικής κριτικής είναι πιο συχνή και άμεση”.
Αναλύοντας καρε – καρε τις ρυθμίσεις του υπο προώθηση νόμου, οι ίδιοι νομικοί κύκλοι επισημαίνουν δύο ακόμη σκανδαλώδη σημεία, που υποκρύπτονται στο άρθρα 10, που αναφέρεται στη “προσθήκη περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στη Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης” και στο άρθρο 8, που αναφέρεται στο “χρόνο υποβολής της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης”.
Για το άρθρο 10 αναφέρουν:
“Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και οι προβλέψεις του άρθρου αυτού. Εν προκειμένω δεν περιλαμβάνονται στα περιουσιακά στοιχεία που πρέπει να δηλώνονται ούτε τα μετρητά αλλά ούτε και τα κινητά μεγάλης αξίας, τα οποία αμφότερα σκανδαλωδώς αφαιρέθηκαν από το νέο νόμο 5026/2023. Η μη δήλωση των περιουσιακών αυτών στοιχείων συντελεί στην ουσία στην ευκολία συγκάλυψης παράνομων εισοδημάτων. Για παράδειγμα, βουλευτής, του οποίου οι δηλώσεις Πόθεν Έσχες δημοσιοποιούνται και ο οποίος θα πρέπει να δηλώνει τις καταθέσεις του στις 31.12 κάθε έτους βάσει νόμου, θα μπορεί να κάνει ανάληψη των μεγάλων του καταθέσεων μία μέρα πριν και να εμφανίζει στην κρίσιμη ημερομηνία ευτελή ποσά προς τέρψιν και καθησυχασμό των ψηφοφόρων του. Εάν υπήρχε η υποχρέωση δήλωσης των μετρητών, θα ήταν αναγκασμένος να δηλώσει τα μετρητά που έκανε ανάληψη αλλιώς θα υπέπιπτε στο ποινικώς κολάσιμο αδίκημα της ανακριβούς υποβολής δήλωσης Πόθεν Έσχες. Τα ίδια ισχύουν και με την κατάργηση των κινητών μεγάλης αξίας, π.χ. έργων τέχνης. Εν όψει μάλιστα της διαλειτουργικότητας με τις ασφαλιστικές εταιρείες – όπου η ασφάλιση των έργων τέχνης θα πρέπει να συμπληρώνεται αυτόματα από την ασφαλιστική εταιρεία με την εκτιμώμενη αξία του έργου τέχνης κάτι που συνακόλουθα σημαίνει και την αποκάλυψη της κατοχής αυτού – η κατάργηση της υποχρέωσης δήλωσής τους είναι παραπάνω από εμφανές τι σκοπούς εξυπηρετεί.
Και συμπληρώνουν για το άρθρο 8:
“Παρόμοια σκοπιμότητα ίσως εξυπηρετεί και η απαλοιφή της υποχρέωσης υποβολής δηλώσεων Πόθεν Έσχες μετά την απώλεια της ιδιότητας που προωθείται με την εν λόγω διάταξη. Συγκεκριμένα, ενώ μέχρι σήμερα ο ισχύων νόμος προέβλεπε την υποχρέωση υποβολής και για ένα έτος μετά την αποχώρηση από την υπηρεσία, με τη νέα ρύθμιση η υποχρέωση αυτή καταργείται. Με τον τρόπο αυτό δεν είναι δυνατή η παρακολούθηση της πιθανής επαύξησης της περιουσίας του υπόχρεου για Πόθεν Έσχες κατά το επόμενο έτος από την απώλεια ιδιότητας, οπότε, είναι περισσότερο πιθανόν να αρχίσουν να εμφανίζονται τα κέρδη από ενδεχόμενη παράνομη δραστηριότητα”.