Είναι δεδομένο ότι όσο το πολιτικό σύστημα εισέρχεται όλο και πιο έντονα σε προεκλογική περίοδο -όπως τώρα εν όψει ευρωεκλογών- οι εσωκομματικές αντιθέσεις μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, σκεπάζονται από τον προεκλογικό πυρετό και όσοι διατηρούν εσωκομματικές διαφωνίες επιλέγουν σε μια τέτοια συγκυρία να μην τις εκφράζουν δημοσίως, όπως επιβάλλει ο κομματικός πατριωτισμός...
Ειδικά στην περίπτωση της Ν.Δ. είναι σαφές ότι κάποιοι που έχουν τέτοιες διαφωνίες δεν θα ήθελαν να δώσουν πάτημα στην ηγεσία του κόμματος να επιχειρήσει να χρεώσει σε εκείνους ένα ενδεχόμενο κακό εκλογικό αποτέλεσμα, προσπαθώντας έτσι να τους μεταθέσει τις δικές της ευθύνες για μια τέτοια αρνητική για το κόμμα εξέλιξη.
Πάντως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση επιλογής του δρόμου της σιωπής ήταν η απόφαση των δύο πρώην πρωθυπουργών, Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, να μην πραγματοποιήσουν ομιλία στο συνέδριο της Ν.Δ. Κάτι για το οποίο όλοι προεξοφλούν ότι αν είχαν όντως μιλήσει από το βήμα του συνεδρίου, θα είχαν γίνει με σαφή τρόπο ορατές οι αντιθέσεις τους με τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ειδικά, δε, στην περίπτωση του κ. Σαμαρά όλες οι αμέσως προηγούμενες δημόσιες τοποθετήσεις του εμπεριείχαν την ευθεία αμφισβήτηση κεντρικών επιλογών του πρωθυπουργού (μεταξύ των οποίων η ρύθμιση του γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια, η τροπολογία για το Μεταναστευτικό, η ελληνοτουρκική προσέγγιση, το λεγόμενο άνοιγμα στο Κέντρο) υποδηλώνοντας το μεταξύ τους βαθύ ρήγμα. Οι δύο πρώην πρωθυπουργοί, λοιπόν, επέλεξαν να μην τοποθετηθούν δημόσια από το βήμα του συνεδρίου, με δεδομένη την προεκλογική σημασία που απέδιδε στο συνέδριο ο Κυρ. Μητσοτάκης.
Παρότι όμως στις προεκλογικές περιόδους -και ασφαλώς και σε αυτήν την προεκλογική περίοδο- οι εσωκομματικές αιχμές αποφεύγονται, οι εσωτερικές αντιθέσεις εντός της Ν.Δ. δεν είναι δυνατόν να κρυφτούν. Πολύ χαρακτηριστική είναι η διαφορετική στάση του Νίκου Δένδια από εκείνη του Κυρ. Μητσοτάκη στο ζήτημα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, όπως αυτή εκφράστηκε από τον υπουργό Αμυνας (και πρώην υπουργό Εξωτερικών) στο Φόρουμ των Δελφών.
Ως γνωστόν, ο κ. Μητσοτάκης, μετά τις εθνικές εκλογές, έχει εξαγγείλει μια νέα πολιτική για την ελληνοτουρκική προσέγγιση, η οποία έχει στόχο τη διαπραγμάτευση για την επίλυση του ζητήματος των θαλάσσιων ζωνών (μάλιστα όταν έκανε τις σχετικές εξαγγελίες είχε μιλήσει και για ενδεχόμενες «υποχωρήσεις», προκαλώντας έντονες εσωκομματικές αντιδράσεις).
Μόλις προχθές (ΑΝΤ1, 11.4.2024) ο πρωθυπουργός έλεγε ότι «σίγουρα η Τουρκία, κάποιες από τις βασικές της θέσεις δεν έχουν αλλάξει. Ομως μη χάνουμε τη μεγάλη εικόνα. Οτι υπάρχει μια σημαντική πρόοδος εξομάλυνσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις», ενώ αναφορικά με το πόσο κοντά ή μακριά βρισκόμαστε από την αναζήτηση λύσης στο θέμα των θαλάσσιων ζωνών, απάντησε ότι «θέλουμε σε κάθε συνάντηση να κάνουμε ένα ακόμη βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Το πού μπορούμε να φτάσουμε, θα το δούμε. Εμείς δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από αυτή τη συζήτηση. Γνωρίζουμε πολύ καλά το δίκαιο των θέσεών μας και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το ζήτημα αυτό μπορεί να επιλυθεί πράγματι εάν σεβαστούμε τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και ειδικά του Δικαίου της Θάλασσας. Αισθανόμαστε ισχυροί, ότι έχουμε ισχυρά επιχειρήματα σε αυτήν την κατεύθυνση. Για να μπορούμε να μπούμε όμως στον πυρήνα της διαφοράς μας, χρειάζεται να μπορούμε να συντηρήσουμε αυτό το καλό κλίμα για αρκετό χρονικό διάστημα και να μπορούμε να χτίζουμε διαρκώς, βήμα βήμα, αυτή την εξομάλυνση των σχέσεών μας».
Ομως μόλις μία μέρα πριν (10.4.2024, Φόρουμ Δελφών) ο υπουργός Αμυνας Νίκος Δένδιας κινούνταν σε εντελώς διαφορετικό κλίμα. Ειδικότερα θέλησε να δηλώσει ότι ο ίδιος δεν ανήκε «στη χορεία των αισιόδοξων από την αρχή. Δεν πίστευα δηλαδή ότι μπορούμε να μπούμε σε μια φάση επίλυσης εάν η Τουρκία δεν βγάλει από το τραπέζι απαράδεκτες τοποθετήσεις που θα επέτρεπαν μια τέτοια διαδικασία επίλυσης. Το casus belli είναι κορυφαία τέτοια. Το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι μια άλλη τέτοια περίπτωση. Οσο αυτά είναι εκεί, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει πραγματική κατανόηση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας».
Και συνέχιζε: «Η Τουρκία πράγματι μετά τους σεισμούς επέλεξε μια τακτική αποχής από προκλητικές πράξεις. Αλλά πράξεις. Το σημειώνω. Λεκτικά η Τουρκία διατήρησε αμείωτες τις αιτιάσεις της και τις διεκδικήσεις της και μάλιστα σιγά σιγά και σταδιακά τις επαύξησε», για να προσθέσει: «Εχουμε λοιπόν μηδέν παραβατικότητα στο πεδίο αλλά λεκτικά επαύξηση των τουρκικών αιτιάσεων και διεκδικήσεων. Αυτό δεν είναι καλή συνταγή μακροπρόθεσμης ύφεσης. Ομως η Ελλάδα τι πρέπει να κάνει; Οσο μπορεί πρέπει να συντηρεί το περιβάλλον των μη εντάσεων, επί του πεδίου τουλάχιστον. Να αντιδρά όμως κάθετα αμέσως και απόλυτα σε οποιαδήποτε τουρκική θέση παραβαίνει το Διεθνές Δίκαιο».
Επιπλέον, απαρατήρητη δεν πέρασε η αναφορά του κ. Δένδια στο συνέδριο της Ν.Δ. (ο οποίος έκανε μια προσεκτική μεν ομιλία αλλά βάζοντας έντονα το ιδεολογικό του πλαίσιο) στο «μέγα πρόταγμα του Κώστα Καραμανλή, το πρόταγμα της επανίδρυσης του κράτους», καλώντας «να μη φοβηθούμε να το επαναδιατυπώσουμε» και προσθέτοντας ότι «η επανίδρυση του κράτους είναι πιο επίκαιρη από ποτέ». Απαρατήρητη δεν πέρασε ούτε η αναφορά του ότι «η Ν.Δ. δεν είμαστε μηχανισμός νομής εξουσίας» και πως η «ισχυρή νομιμοποίησή» της και ο λόγος της ύπαρξής της δεν είναι «η νομή της εξουσίας» ούτε «το κράτος-λάφυρο». Αναφορά που ερμηνεύτηκε ως μήνυμα προς το εσωτερικό.
Οσον αφορά πάντως τα ελληνοτουρκικά, θυμίζουμε ότι ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής μόλις πρόσφατα (30.3.2024) είχε επαναλάβει τη θέση του ότι «οι ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας δεν θα αλλάξουν έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Αυταπάτες ούτε επιτρέπονται ούτε συγχωρούνται», η οποία βρίσκεται ασφαλώς σε διάσταση με αυτήν του Κυρ. Μητσοτάκη. Από τη δική του πλευρά ο Αντ. Σαμαράς έχει ταχθεί γενικώς κατά του διαλόγου με την Τουρκία και τίποτα δεν αποκλείει να εκφράσει δημοσίως ξανά τις διαφωνίες του αυτές με μια νέα αφορμή, όπως λ.χ. η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Αγκυρα στα μέσα Μαΐου.
Γιάννης Μπασκάκης
efsyn.gr