Μπορεί κάποιο πολιτικό κόμμα να απαντήσει στη δαιδαλώδη καταβύθιση του πολίτη;
Εκδημοκρατισμός θα μπορούσε να σημαίνει εξάλειψη του απροσδόκητου κινδύνου. Του στοιχείου δηλαδή που αποτελεί θεμελιακό χαρακτηριστικό της νέας κοινωνίας (της προέκτασης μιας στρεβλής νέας οικονομίας)... Εκδημοκρατισμός θα μπορούσε να σημαίνει να μην θεωρεί πιθανή ο πολίτης την ξαφνική καταστροφή του ή τη συντριπτική επιβάρυνσή του. Υπό τους όρους του «ξαφνικού θανάτου» και της ποικιλίας των αιτίων που κάθε φορά ανασύρονται, ο πολίτης χάνει από τα μάτια του την εξήγηση. «Τι φταίει; Ποιος είναι ο ένοχος; Υπάρχει; Μήπως κι εγώ έκανα λάθος;» Με χρονική σειρά: χρεοκοπία, πανδημία, ενεργειακή κρίση, επισιτιστική κρίση, πληθωριστική έκρηξη. Ο πολίτης ζαλίζεται. Παλιότερα, κουτσά-στραβά, προσωποποιούσε έναν εχθρό. Τώρα δεν βλέπει αιτία, δεν εξηγεί, δεν αντέχει την επίπτωση. Τώρα εχθροί είναι όλοι. Ο πολίτης, βυθισμένος στο ανεξήγητο, ούτως ή άλλως δεν πιστεύει κανέναν (ούτε καν το κόμμα που ψηφίζει - αν ψηφίζει), πάει στο περιθώριο. Αυτό είναι ακριβώς το περιθώριο: Η μοναχική μελαγχολία, η αίσθηση πως πολιορκείται από εχθρούς. Και οι πιο κοντινοί «άλλοι», οι πιο κοντινοί «εχθροί» είναι οι ίδιοι μ’ αυτόν. Τότε γίνεται βίαιος, πιο πολύ με τον εαυτό του. Παραιτείται, αναθέτει την ελπίδα στο Τζόκερ, μισεί τους πωλητές τροφίμων, μισεί τους πολιτικούς, μισεί τους διάσημους. Μισεί τους άλλους γονείς στο σχολείο, μισεί τους συναδέλφους στη δουλειά, μισεί τους συντοπίτες, αυτούς που είναι μπροστά του στην ουρά. Διαιρώντας και διασπείροντας το μίσος, διαιρεί, διασπείρει την αιτία του δικού του, προσωπικού κακού. Χάνει το συστημικό πρόβλημα, κερδίζει όμως την εικονογράφησή του. Τον κάθε φορέα και εκφραστή του κακού. Στο τέλος κατοπτρίζεται. Δεν βλέπει καν τον άλλον ως φορέα, αίτιο, υλοποιητή του κακού. Βλέπει τον εαυτό του σιχαμερό, τιποτένιο, που ούτε έναν παλιό συμμαθητή δεν κατάφερε να νικήσει. «Ένας άχρηστος είμαι λοιπόν;» Μπορεί κάποιο πολιτικό κόμμα να απαντήσει στη δαιδαλώδη καταβύθιση του πολίτη; Αυτού του υβριδικού, πολιτικά «νέου», μετακρισιακού πολίτη; Μια στιγμή: μετακρισιακού ή διακρισιακού; Αυτού που άφησαν πίσω τους οι επάλληλες κρίσεις ή μήπως αυτού που συνεχώς παράγουν ως θεμελιακό συστατικό τους, ως πολιτικό τους συμπλήρωμα;
Ξαναγυρνώ στο ερώτημα. Μπορεί κάποιο πολιτικό κόμμα να απαντήσει στη δαιδαλώδη καταβύθιση του πολίτη; Την αντιπολιτική που τον συγκροτεί; Σε τι απαντά, π.χ., η επιλογή να συνεχίζεις να τσιμπολογάς από κάθε κοινωνική δυσφορία χωρίς να σχεδιάζεις μια άλλη, μια διαφορετική λύση; Και είναι εύκολο να επινοήσεις μια λύση σε συνθήκες πολιτικού κορεσμού και πολιτικής ηττοπάθειας; Ή μήπως καριερίστικες αναπαραγωγές μηχανισμών (που η ανικανότητά τους και η τύφλωσή τους σε έφεραν σε αυτή τη δύσκολη θέση), ένας πολιτικός φορμαλισμός είναι η απάντηση, που στοιχειοθετεί μια τολμηρή, εκ νέου, κοινωνική απεύθυνση;
Μην συνεχίσω. Ανεξαρτήτως των συνταγών, το ερώτημα φυτεύεται σε ένα πεδίο που δεν το ξέρουν ή το έχουν ξεχάσει η Αριστερά, η Κεντροαριστερά, η δημοκρατική παράδοση και κουλτούρα. Καρποφορεί σε ένα εύπλαστο και διαρκώς αναμορφούμενο πεδίο, ένα συνειδησιακό και αντιληπτικό υπόστρωμα, μια ύλη αμνησίας και απο-εγγραφής, σαν κι αυτή που προσπαθώ να περιγράψω. Χωρίς αξιωματικές, σχεδόν χωρίς ιστορικότητα. Τα «γράμματα» που έμαθαν πολλές γενιές και πολλές κομματικές μορφές είναι σχεδόν δυσανάγνωστα. Οι απαντήσεις αστοχούν γιατί έχουν αλλάξει ριζικά οι ερωτήσεις. Πάντως, μιμήσεις του παλιού εαυτού δεν βγάζουν πουθενά. Αυτό εν μέρει είναι ελπιδοφόρο, εν μέρει είναι μελαγχολικό.
Avgi.gr