Τώρα που οι καταναλωτές, ξεπαραδιασμένοι από τη λιτή ευωχία και γαστριμαργία των γιορτών, επιστρέφουν στην άπληστη ρουτίνα των οφειλών, με τις δόσεις της Εφορίας, του ΕΝΦΙΑ, των τραπεζικών δανείων, τα τέλη κυκλοφορίας και τα νέα, «φθηνά» τιμολόγια ρεύματος να περιμένουν να πάρουν το αίμα τους πίσω μέχρι τα τέλη Φλεβάρη, ίσως έχει ενδιαφέρον να παραλλάξουμε τη σαρκαστική παροιμία της μνημονιακής εποχής: «Γιατί στο τέλος του μισθού μένει τόσος μήνας;». Και... η παραλλαγή που προτείνω είναι η εξής: «Γιατί στο τέλος του πληθωρισμού μένει τόση ακρίβεια;»
Η πληθωριστική κρίση της τελευταίας διετίας, εκτός του ότι άδειασε τις τσέπες δισεκατομμυρίων ανθρώπων και γέμισε τα ταμεία μερικών χιλιάδων επιχειρηματικών ομίλων και των ιδιοκτητών τους (πληθωρισμός κερδών, για να μην ξεχνιόμαστε, ονομάστηκε το φαινόμενο ακόμη και από τους καθωσπρέπει κεντρικούς τραπεζίτες), αποκάλυψε κάτι μυστηριώδες: ο πληθωρισμός μπορεί να φεύγει, αλλά η ακρίβεια να μένει. Το στατιστικό μέγεθος που μετρούν οι κυβερνήσεις και οι «ανεξάρτητες» (και αυτές!) στατιστικές αρχές μπορεί να συρρικνώνεται, αλλά οι τιμές να μένουν εκεί που αναρριχήθηκαν ή και να αυξάνονται. Με λίγα λόγια, άλλο πληθωρισμός και άλλο ακρίβεια.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Νοέμβριο έκλεισε μόλις στο 3%, από το διψήφιο ποσοστό που είχε εκτοξευτεί πριν από δύο χρόνια. Αλλά αυτό δεν μας κατέστησε κατά τι πλουσιότερους ή εν πάση περιπτώσει πιο «βιώσιμους». Αυτό που αποκαλείται τελευταία από Αμερικανούς αναλυτές «λαϊκός πληθωρισμός» (people’s inflation), δηλαδή οι τιμές των βασικών αγαθών και υπηρεσιών για τροφή και στέγαση, εξακολουθεί και ξεκοκαλίζει τουλάχιστον το 50% του μέσου εισοδήματος μισθωτών και άλλων βιοποριζόμενων με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Δεν θέλει και καμιά σοφία, ούτε ειδική επιστημονική γνώση να καταλάβει κανείς το γιατί. Ας πάρουμε το απλούστερο παράδειγμα. Την τιμή του ψωμιού, του χωριάτικου, τύπου 70%, που λένε.
Το 2021 η ταπεινή φραντζολίτσα στον φούρνο ετιμάτο περίπου 80 λεπτά. Σήμερα δεν τη βρίσκεις κάτω από 1,20. Η ΕΛΣΤΑΤ μπορεί να μετράει τον ετήσιο πληθωρισμό του ψωμιού στο 10% ή 15%, αλλά η πραγματική ανατίμησή του από το 2021 είναι 50%. Πόσο αυξήθηκε ο μέσος μισθός το ίδιο διάστημα; Ακόμη και με βάση τους φτιασιδωμένους κυβερνητικούς υπολογισμούς, η συνολική αύξησή του από το 2019 δεν ξεπερνά το 13%. Το ίδιο μετράει άλλωστε η ΕΛΣΤΑΤ για το μέσο διαθέσιμο εισόδημα: αύξηση 13,4% στην τετραετία. Αν βάλεις δίπλα και τον στατιστικό πληθωρισμό της ίδιας περιόδου, περίπου 14,5%, βγαίνει μία η άλλη. Βολικό, έτσι; Αλλά τι σχέση έχει αυτό το ποσοστό με τις αθροιστικές ανατιμήσεις 50% έως 100% στο ψωμί, στο λάδι, στα φρούτα, στα λαχανικά, στα ζυμαρικά, στο γάλα, στα νοίκια, στο ρεύμα, αλλά και στο ίδιο το χρήμα (το κόστος δανεισμού), δηλαδή σε όλα αυτά από τα οποία εξαρτάται η επιβίωση των ανθρώπων; Καμία.
Ετσι, την ώρα που οι κεντρικοί τραπεζίτες βαυκαλίζονται ότι με τις αυξήσεις επιτοκίων τιθασεύουν το τέρας, επαναφέρουν τον πληθωρισμό όλο και πιο κοντά στον ιερό στόχο του 2% και διατηρούν την ευρωστία των νομισμάτων τους στις αγορές, τα δικά μας νομίσματα και χαρτονομίσματα, σε φυσική ή άυλη εκδοχή, είναι σκοροφαγωμένα, πληθωριστικά και με υπονομευμένη αγοραστική δύναμη. Γιατί σημασία δεν έχει ποια είναι η τιμή ενός αγαθού, αλλά αν μπορείς να το αγοράσεις με τα λεφτά που έχεις στην τσέπη ή στην πιστωτική σου. Αν η στατιστική, η οικονομική και νομισματική πολιτική προσγειώνονταν στο επίπεδο των φτωχότερων και μέσων νοικοκυριών θα σταματούσαν να μετράνε το μυστικιστικό και ανώφελο για την πλειονότητα μέγεθος και θα μετρούσαν τα δύο άλλα, που αποτυπώνουν την ταξική άβυσσο του οικονομικού πολιτισμού μας: τον «λαϊκό πληθωρισμό» και τον «πληθωρισμό των κερδών».
Η προσήλωση της πολιτικής, οικονομικής και τεχνοκρατικής ελίτ στον στατιστικό πληθωρισμό είναι ένα απατηλό τρικ που οδηγεί σε ακραίες πλάνες. Ας πάρουμε δύο παραδείγματα. Στην Αργεντινή του φασίζοντος Μιλέι ο πληθωρισμός είναι 161% και στην Τουρκία του Ερντογάν 64%. Στο Νότιο Σουδάν ο πληθωρισμός είναι αρνητικός, -3,3% κατέγραψε η τελευταία μέτρηση, αλλά δεν βγήκαν να πανηγυρίσουν από χαρά οι 10,5 εκατ. κάτοικοί του, που ζουν με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 1.700 δολάρια τον χρόνο. Ο πληθωρισμός πράγματι διαβρώνει το εισόδημα των ανθρώπων, το ίδιο και η εξασθένηση του εθνικού νομίσματος, όχι όμως ως στατιστικό μέγεθος, αλλά ως πραγματική μείωση της αγοραστικής δύναμης και των μισθών τους. Ο αρνητικός πληθωρισμός (αποπληθωρισμός) του Ν. Σουδάν δεν καθιστά τους κατοίκους του 50 φορές πλουσιότερους από τους Αργεντίνους ή 20 φορές από τους Τούρκους.
Αλλωστε, για να μην πάμε τόσο μακριά, σε άλλες ηπείρους, ας ρίξουμε μια ματιά στα νέα τιμολόγια ρεύματος, που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τη «φθήνια» τους, λέει και έχουμε φάει τόσους λωτούς που δεν θυμόμαστε ούτε ότι τους φάγαμε. Μετά τη διετία τρόμου με τη ρήτρα αναπροσαρμογής και τις αναγκαστικές κρατικές επιδοτήσεις, έσκασαν μύτη τιμολόγια περίπου 14 λεπτά την κιλοβατώρα (στα πράσινα). Σαμπάνιες! Οι πάροχοι ανακοίνωσαν χρεώσεις κάτω από τις αναμενόμενες. «Σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία, εν αφθονία μού παρέχεις σπίτι, τροφή και κιλοβατώρες!». Η πρώην δημόσια ΔΕΗ λίγο φθηνότερη, οι βασικοί ανταγωνιστές της ελάχιστα ακριβότεροι, άρα πρέπει να κάνουμε τουμπεκί, γιατί και ο πληθωρισμός του ρεύματος ελέγχεται. Πλάκα μάς κάνουν;
Το αληθινό μέτρο, όμως, είναι το εξής: Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, η υπό κατάρρευση (κατά Χατζηδάκη) ΔΕΗ χρέωνε 9,4 λεπτά την κιλοβατώρα και 7 το νυχτερινό. Πόση αύξηση είναι μέχρι τα 14 λεπτά; 35%; Περίπου. Τόσο, λοιπόν, πρέπει να πέσουν κι οι τιμές του ρεύματος για να καταλάβει ο μέσος άνθρωπος ότι έπεσε και ο «πληθωρισμός της ενέργειας». Κι άλλο τόσο και περισσότερο πρέπει να ψαλιδιστεί ο «πληθωρισμός των κερδών», που τελικά αποδεικνύεται η βασική, αν όχι η μόνη εκδοχή πληθωρισμού, όπως αποδεικνύει το πάρτι κερδοφορίας και μερισμάτων στους μετόχους, που με τη μέγιστη αλαζονεία προβάλλουν από τρίμηνο σε τρίμηνο οι επιχειρηματικοί όμιλοι που έχουν τον έλεγχο της πείνας και της επιβίωσής μας.
Ο πληθωρισμός μάς έκανε γενικά φτωχότερους, αλλά μας έκανε λίγο πλουσιότερους σε γνώση και κατανόηση. Μάθαμε τουλάχιστον να ξεχωρίζουμε τον πληθωρισμό από την ακρίβεια και την αλήθεια από τη μούφα.
ΚΙΜΠΙ