Η στάση των κυβερνήσεων της Δύσης στο Παλαιστινιακό δεν προκαλεί έκπληξη. Είναι ένα ιστορικό συνεχές που, άσχετα με τη συγκυρία, αποδεικνύεται αμετακίνητο. Ο αποκλεισμός κάθε αντίλογου, οι κυρώσεις απέναντι σε αθλητές, συγγραφείς και οποιονδήποτε εκφράσει έστω και ενστάσεις για τη στάση του Ισραήλ ήταν αναμενόμενες. Ζούμε σε έναν κόσμο φανατικών. Εδώ που... κάθε συμφέρον μεταφράζεται σε ιδεολογία και υπερασπίζεται τον εαυτό του ως αρχή, κοσμοθεωρία και τελικά δόγμα.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που ανασύρουν από τα μικροκύματα έναν ξαναζεσταμένο πόλεμο των πολιτισμών ώστε να θωρακίσουν τη χωρίς αποχρώσεις στήριξή τους προς την κυβέρνηση του Ισραήλ. Μέσα από αυτή τη συλλογιστική και τις εφαρμογές της το απαρτχάιντ στη Λωρίδα της Γάζας, οι μαζικές δολοφονίες και αυτό που πολλοί βλέπουν ως αρχή μιας εθνοκάθαρσης δεν περιγράφονται μόνο ως ανάγκη αλλά και ως υποχρέωση. Αμα υιοθετήσεις το αφήγημα, τότε η κυβέρνηση του Ισραήλ πράττει όσα πράττει στο όνομα μιας φαντασιακής Δύσης, υπερασπιζόμενο τις αξίες της.
Η επίκληση της Δύσης ως επιχειρήματος για το οτιδήποτε είναι πάντοτε προβληματική. Οχι μόνο γιατί υπονοεί μια –ξεκάθαρα ρατσιστική– ηθική και πολιτιστική ανωτερότητα αλλά γιατί ποτέ δεν περιγράφει ποια είναι αυτή η Δύση. Εννοούμε τη σύγχρονη Δύση, την πολιτισμική της καταγωγή ή μια βολική (και βαθιά ιδεολογική) επιλογή στοιχείων και από τις δύο; Μιλάμε για μια διαδικασία εξέλιξης αξιών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών ή απλώς για μια συμμαχία χωρών και οικονομιών στη δεδομένη ιστορική περίοδο; Ή, όπως εμμονικά περιγράφει ο Huntington, για έναν πολιτισμό με βάση τον δυτικό, προτεσταντικό και καθολικό, χριστιανισμό (σημείωση: με βάση τον Huntington η Ελλάδα δεν ανήκει στον δυτικό κόσμο αλλά στον ορθόδοξο μαζί με τη Ρωσία, τη Βουλγαρία κ.λπ.) και πως τότε το Ισραήλ ανήκει σε αυτή την πολιτισμική σφαίρα;
Στην πραγματικότητα η επίκληση της Δύσης ως φαντασιακού πλαισίου αξιών και κατακτήσεων είναι πάντοτε ηθελημένα θολή. Και αυτό γιατί η ηθελημένη θολότητα μπορεί να εμπεριέχει ταυτόχρονα και μια πολιτισμική διαδρομή –την οποία αυτός που την επικαλείται δεν χρειάζεται να προσδιορίσει– και μια οικονομική και πολιτική συμμαχία στη συγκεκριμένη συγκυρία την οποία δεν χρειάζεται να επικαλεστεί και μια φυλετική-πολιτισμική ανωτερότητα, την οποία δεν χρειάζεται να ομολογήσει. Με τον τρόπο αυτό, η «Δύση» είναι ταυτόχρονα ένα ανοικτό και κλειστό σύστημα, ικανό να εμπεριέχει αντίθετες μεταξύ τους καταστάσεις με μόνη προϋπόθεση να μην της κατονομάσει. Να μην κάνει δηλαδή το σύστημα αναφοράς συγκεκριμένο. Ετσι, η «Δύση» μπορεί να στεγάσει τόσο τα δικαιώματα όσο και την καταπάτησή τους, τόσο την ιδεαλιστική εξάπλωση της δημοκρατίας όσο και την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων μέσω του πολέμου, τόσο τα δικαιώματα των ισραηλινών όσο και τον αποκλεισμό των Παλαιστινίων από οποιοδήποτε δικαίωμα. Δεν είναι αντιφατικότητα. Είναι ο νόμος του ισχυρού και η ικανότητά του να ορίζει το φορτίο των εκάστοτε λέξεων που χρησιμοποιεί.
Ετσι παρά την ηθελημένη της απροσδιοριστία η Δύση επιλέγει ανάμεσα στις διαφορετικές της κληρονομιές. Οχι την κληρονομιά του Διαφωτισμού, της αυτοδιάθεσης των λαών και των κοινωνικών ανακατατάξεων. Αλλά την κληρονομιά της αποικιοκρατίας, της πολιτιστικής ανωτερότητας και του ρατσισμού, των εγκλημάτων απέναντι στους πληθυσμούς που δεν βρίσκονται εντός των συνόρων της.
Για αυτή τη Δύση μιλάμε.
Το βλέπουμε καθημερινά στο προσφυγικό ζήτημα, το βλέπουμε και τώρα στη δικαιολόγηση των εγκλημάτων πολέμου και στην κανονικοποίηση της καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Σε αυτή τη Δύση κατοικούμε.
Θωμάς Τσαλαπατης (efsyn.gr)