Μέσα στα χρόνια της καραντίνας ο χρόνος έχει αλλάξει συνήθειες. Δεν κάνει ορατό τον... εαυτό του σε σταθερή βάση. Μόνο περιμένει να εκραγεί συμπυκνωμένος. Σε μια τυχαία συνάντηση με έναν φίλο που σου λέει πόσο άλλαξες και συ του λες πόσο έχει αλλάξει (δεν σου το λέει, ούτε εσύ του το λες. Αλλά πόσο πιο εκκωφαντική θα μπορούσε να είναι αυτή η κοινή παραδοχή μέσα στη συνένοχη σιωπή σας και στην απονενοημένη αποφυγή σας).
Σε έναν υπολογισμό ενός πρόσφατου γεγονότος που ξαφνικά ανακαλύπτεις πως δεν είναι πια πρόσφατο και πως σε χωρίζει από αυτό μια απρόσμενη ποσότητα χρόνου. Σε μια προσδοκία που δεν έφτασε ποτέ και τώρα διαρκώς ξεμακραίνει, αφού ο χρόνος που πέρασε είναι ταυτόχρονα και ο χρόνος όλων αυτών που ποτέ δεν ήρθαν....
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη η αλλαγή της χρονιάς έχει κάτι το εκκωφαντικό. Δεν είναι αυτό που θα σου μαρτυρήσουν τα κανάλια στα ρεβεγιόν, οι δήμαρχοι στις αντίστροφες μετρήσεις, οι άγιοι Βασίληδες σφηνωμένοι στις καμινάδες. Είναι η συντριπτική επέλαση του ημερολογίου ενάντια στον πραγματικό χρόνο. Η κλινική αυτή συνέπεια της κάθε μέρας να ξημερώνει στην ώρα της και κάθε χρονιάς να τελειώνει ακριβώς στο σημείο που προγραμματίστηκε.
Οι αριθμοί κουβαλούν μια ψυχρότητα που ο πραγματικός χρόνος δεν μπορεί να αντιληφθεί, πόσο μάλλον να αποδεχτεί. Είναι το νυστέρι της επιστήμης στο ζεστό σώμα της ποίησης. Είναι η προστακτική του συμβολαίου ενάντια στον ελεύθερο συνειρμό της άσκοπης περιγραφής. Είναι η ψυχρότητα της φωτογραφίας ταυτότητας ενάντια στην ταυτότητα του ζωντανού προσώπου.
Και η πρωτοχρονιά μια υποχρέωση. Το καθήκον της ανθρωπότητας να μετράει ανεξάρτητα απ’ ό,τι συμβαίνει γύρω της. Μια υπενθύμιση. Πως ακόμα και αν η ανθρωπότητα αφανιστεί ο χρόνος θα συνεχίσει. Μια υπόσχεση στους κλειδοκράτορες του καιρού πως το ρολόι τους θα συνεχίσει να χτυπά μακάριο. Ανεξάρτητα από τον χρόνο και από τις τροπές του.
Είναι και αυτός ένας τρόπος να υπομένεις. Τις μέρες, τα χρόνια, τις στιγμές που πέρασαν και δεν θα ξαναρθούν. Ακόμα και αν εσύ ανήκεις στις άλλες λεγεώνες. Σε αυτούς (πώς το έλεγε ο Γκίνσμπεργκ;) «που πέταξαν τα ρολόγια τους από την ταράτσα για να ρίξουν ψήφο υπέρ της αιωνιότητας έξω από τον χρόνο και ξυπνητήρια έπεφταν κάθε μέρα στα κεφάλια τους για την επόμενη δεκαετία». Κυρίως τότε. Γιατί ο χρόνος παραμένει το πιο ασφαλές καταφύγιο από την πραγματική ταυτότητά μας. Εκεί που το προφανές διαρκώς θριαμβεύει και το αναμενόμενο καλπάζει χωρίς αντίπαλο.
Και αν υπάρχει μια γωνιά της Γης όπου ο χρόνος είναι γεμάτος υποχρεωτικότητα αυτή είναι η Ελλάδα. Εδώ ο χρόνος ορίζεται ως ένα σύνθετο δίκτυο γεμάτο στροφές και τούνελ, λακκούβες και απρόσμενες παγίδες, λαβυρίνθους και καθρέφτες. Ενα δίκτυο ικανό να πολλαπλασιάζει, ενώ ταυτόχρονα εξαφανίζει. Γιατί ο ελληνικός χρόνος είναι μια ημικρανία της Ιστορίας. Γεγονός και φαντασιακό μαζί. Απόσταση και ταυτόχρονα εναγκαλισμός.
Την πρωτοχρονιά αυτή λοιπόν περνάμε από το ’21 στο ’22 (όπως πολλοί από εσάς θα έχετε ήδη πληροφορηθεί). Αλλά όπως τόσα πράγματα σε αυτή τη ρημαγμένη όχθη, αυτή δεν είναι μια απλή μετάβαση. Είναι ένας ταυτόχρονος ιστορικός διασκελισμός. Ενώ λοιπόν ένας ξένος (και ελαφρώς απληροφόρητος) παρατηρητής θα περίμενε ο ελληνικός χρόνος συντονισμένος με τον παγκόσμιο να περάσει από το 2021 στο 2022, εμείς, πιστοί στη χρονοπληξία μας και τον χρονοσεισμό μας θα περάσουμε ταυτόχρονα από το 1821 στο 1922.
Από την επανάσταση στην καταστροφή, από την ανάταση στην πτώση, από την απότομη γέννηση στον απότομο θάνατο. Είναι το δικό μας καλειδοσκοπικό σύμπαν εντός του οποίου καλούμαστε όχι να θυμόμαστε, αλλά να γιορτάζουμε αυτό που έχουμε ξεχάσει. Με επιδοτούμενες φιέστες, τελετές εορτασμού και επιχορηγούμενες εκδηλώσεις μνήμης. Γιατί εντός του βιολογικού μας χρόνου υπάρχει μια ποσότητα ελληνικού χρόνου που ζητά να ορίσει τις διαθέσεις, τις προσδοκίες και τις ταυτότητές μας.
Ενώ η πρωτοχρονιά πλησιάζει εμείς αντιλαμβανόμαστε πως ο χρόνος δεν υπήρξε ποτέ πιο σύνθετος και μεις (ως προς τον χρόνο) ποτέ πιο απροετοίμαστοι. Και ενώ φορούμε τη μάσκα μας, βαδίζοντας προς τον πρωτοχρονιάτικο εορτασμό και τις κόβιντ φρι διασκεδάσεις αντιλαμβανόμαστε πως το γεγονός πως έχουμε αργήσει για το τραπέζι δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Πως στη χώρα αυτή και στον χρόνο αυτό κανείς δεν μπορεί ποτέ να αργήσει ακόμα και αν το προσπαθήσει. Γιατί εδώ η ώρα είναι σχετική και συνένοχη της Iστορίας. Γιατί εδώ ο καιρός καταπίνει τον χρόνο.