«Γιατί πρέπει να επιστρέψουν τα πυρηνικά όπλα στην Ελλάδα». Με αυτόν τον ανατριχιαστικό τίτλο πλασάρεται δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στην ελληνική έκδοση της επιθεώρησης «Foreign Affairs» στο τεύχος Δεκέμβρη 2020 – Γενάρη 2021 και... αναρτήθηκε πριν από μερικές μέρες και στον ιστότοπό της, επαναφέροντας το θέμα στην επικαιρότητα, ενόσω προχωρούν μάλιστα οι συζητήσεις μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας – ΗΠΑ για τη νέα συμφωνία για τις βάσεις, φτιάχνοντας …κλίμα.
Το κείμενο θυμίζει ότι η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ, είναι μια από τις συνολικά 7 χώρες που έχουν φιλοξενήσει αμερικανικές πυρηνικές κεφαλές στο έδαφός τους. Η βάση στον Άραξο φιλοξενούσε, γράφει, 20 βόμβες βαρύτητας (B61). Σημειώνει, επίσης, ότι οι βόμβες αποσύρθηκαν το 2001 «προς άγνωστη κατεύθυνση». Βέβαια, όπως έχει αναδείξει ο «Ριζοσπάστης» εδώ και καιρό, και έχει καταγγείλει το ΚΚΕ παίρνοντας ως απάντηση «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε» από τη σημερινή και την προηγούμενη κυβέρνηση, οι σχετικές υποδομές στον Άραξο διατηρούνται σε ετοιμότητα για όποτε χρειαστεί να αποθηκεύσουν ξανά παρόμοιο φορτίο.
Βάζοντας μια σειρά από «επιχειρήματα» στο τραπέζι, το δοκίμιο επιμένει ότι «η απόσυρση των πυρηνικών κεφαλών από την Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί ως στρατηγικό λάθος για τη σημασία της πυρηνικής ομπρέλας των ΗΠΑ και εν συνόλω για την πυρηνική αποτροπή, με μακροπρόθεσμες συνέπειες για την Ελλάδα, την Αμερική και το ΝΑΤΟ».
Επίσης, δείχνοντας έως πού φτάνει η κατρακύλα της εμπλοκής για την «αναβάθμιση» της αστικής τάξης, ισχυρίζεται ότι «από την πλευρά της Ελλάδας υπήρξε απώλεια του στρατηγικού ρόλου και της πυρηνικής αποστολής της. Αυτό οδήγησε στην υποβάθμιση του στρατηγικού χαρακτήρα της Ελλάδας από κράτος θεματοφύλακας της πυρηνικής αποστολής σε κράτος αποκλειστικά υπο-στρατηγικής και τακτικής σημασίας για τη Συμμαχία και τις ΗΠΑ».
Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζει ότι «η πιθανή επιστροφή θα προσφέρει πολλαπλά στρατηγικά, οικονομικά και επιστημονικά πλεονεκτήματα. Η ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα ενισχυθεί και ο ρόλος της Ελλάδας μέσα στη Συμμαχία θα ενδυναμωθεί». Παράλληλα, με την «απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και το πραξικόπημα του 2016 που γέννησε ανησυχίες για την ασφάλεια των πυρηνικών της βάσης του Ιντσιρλίκ», βλέπει «ένα παράθυρο ευκαιρίας για την επιστροφή των πυρηνικών στην Ελλάδα, η οποία έχει την προοπτική να αποτελέσει πυλώνα σταθερότητας για τα συμφέροντα της Δύσης σε Μέση Ανατολή, Ασία και Αφρική».
Δίνει δε και το δίκτυο πιθανών τέτοιων βάσεων στη χώρα, ξεχωρίζοντας την Αλεξανδρούπολη, την οποία έχουν βάλει εδώ και καιρό στο μάτι οι Αμερικανοί, για να αναπτύξουν εκεί στρατιωτικές υποδομές: «Αν και οι βάσεις στον Άραξο και τη Σούδα μπορούν να φιλοξενήσουν βόμβες βαρύτητας άμεσα, μπορούν να εξεταστούν οι στρατηγικές προεκτάσεις μιας πιθανής εγκατάστασης στην Αλεξανδρούπολη. Συγκεκριμένα, η Αλεξανδρούπολη επιλέγεται λόγω εγγύτητας που κανένα άλλο κράτος δεν μπορεί να προσφέρει καθώς απέχει 1.021 μίλια από το πρώτο (σ.σ. ρωσικό) σιλό» με πυρηνικά στο Κοζέλσκ, σημειώνεται χαρακτηριστικά στο άρθρο.
Επιμένοντας στο εφιαλτικό σενάριο χρησιμοποίησης της χώρας ως βάσης επίθεσης με πυρηνικά κατά της Ρωσίας, βάζει και τα «πλεονεκτήματά» της στο ισοζύγιο του τρόμου με την Τουρκία: «Σε σύγκριση με τη βάση του Ιντσιρλίκ, η οποία απέχει περίπου 150 μίλια περισσότερα, η Αλεξανδρούπολη μπορεί να δώσει άμεση πρόσβαση στην ανατολική πτέρυγα της ρωσικής επικράτειας όπου και βρίσκεται η συντριπτική πλειοψηφία των σιλό». «Συνεπώς», κρίνει, «μετά την Τουρκία η Ελλάδα είναι η αμέσως επόμενη στρατηγικά ασφαλέστερη χώρα για μετεγκατάσταση ή φιλοξενία μη στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών».
Το …καλύτερο, ωστόσο, έρχεται μετά: «Στο σημείο αυτό, μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα γίνεται στόχος πυρηνικής επίθεσης από τη Ρωσία. Αυτή η υπόθεση είναι μη ουσιώδης διότι παραβλέπει το πραγματικό γεγονός ότι η Ελλάδα είναι σε κάθε περίπτωση άμεσος στόχος στην ακραία περίπτωση ενός πυρηνικού πολέμου. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους:
– Πρώτον, η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, άρα και φυσικός στόχος στην ακραία περίπτωση μιας θερμοπυρηνικής ανταλλαγής μεταξύ ΝΑΤΟ – Ρωσίας.
– Δεύτερον, η ναυτική βάση της Σούδας μπορεί να φιλοξενήσει οποιαδήποτε στιγμή πυρηνικά αεροσκάφη τύπου B-2 Spirit, αεροπλανοφόρα που φέρουν πυρηνικά όπλα, καθώς και πυρηνικά υποβρύχια. Συνεπώς, ακόμη και αν η Ελλάδα δεν φιλοξενεί πυρηνικά όπλα είναι στόχος επίθεσης (counterforce attack)», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι αρθρογράφοι.
Πηγή: Εφημερίδα «Ριζοσπάστης»