Το ερώτημα που θα μπορούσε κανείς να θέσει πλέον, δεν είναι εάν υπήρχε τρόπος να αποφύγουμε τη ζημιά στην οικονομία, αλλά αν... ο τρόπος που κάθε χώρα διάλεξε για να αντιμετωπίσει τη ζημιά ήταν ο σωστός. Η απάντηση φαινομενικά είναι εύκολη. Αν κοιτάξεις τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ κάθε χώρας, θα μπορέσεις να δεις ποιοι τα κατάφεραν και ποιοι όχι.
Σε αυτή την κατάταξη, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση από το τέλος μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Χειρότερα από εμάς είναι μόνο η Ισπανία και η Ιταλία. Οι δύο χώρες που δέχθηκαν την ισχυρότερη πίεση από την πανδημία. Λίγο καλύτερα από εμάς είναι η Γαλλία, που και αυτή δέχθηκε ισχυρή πίεση, ειδικά στο δεύτερο κύμα.
Η πορεία του ΑΕΠ για το 2020 θα μπορούσε λοιπόν να είναι ένα δείγμα, αλλά δεν είναι αρκετό για να αποτυπώσει την κατάσταση. Η πορεία του ΑΕΠ από μόνη της δεν δείχνει την πλήρη εικόνα σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των μέτρων τα οποία επιλέχθηκαν προκειμένου να προστατευθεί η οικονομία. Για παράδειγμα, οι πρώιμοι δείχτες για την πορεία της Οικονομίας, αποκαλύπτουν ότι το 2021 Ιταλία και Ισπανία ανακάμπτουν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς σε σχέση με την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι θα καλύψουν γρηγορότερα το χαμένο έδαφος.
Αντίθετα η Ελλάδα φαίνεται πως είχε υπολογίσει σε πολύ καλύτερη πορεία για το πρώτο τρίμηνο του έτους. Σύμφωνα με παραδοχή αξιωματούχων του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, η Ελληνική κυβέρνηση δεν είχε υπολογίσει το ενδεχόμενο η χώρα να ξαναμπεί σε αυστηρό lockdown. Εξαιτίας αυτής της λανθασμένης εκτίμησης, η εκτέλεση του προϋπολογισμού βρίσκεται ήδη εκτός στόχων από τον πρώτο μήνα του έτους και ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ είναι πολύ μακριά από τις προβλέψεις.
Τα στοιχεία αυτά έρχονται να προστεθούν στη λανθασμένη πρόβλεψη που έκανε το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ότι με 7,5 + 3 δισ ευρώ, θα μπορούν να καλυφθούν οι έκτακτες ανάγκες της οικονομίας για το σύνολο του 2021. Η λανθασμένη εκτίμηση έχει οδηγήσει τη χώρα να βρίσκεται ήδη εκτός στόχων του προϋπολογισμου, αφού τα 10 δισ ευρώ εξαντλήθηκαν από το πρώτο δίμηνο του έτους.
Τα προβλήματα όμως είναι πλέον ξεκάθαρα και στην πραγματική οικονομία. Η ανεργία είναι κοντά στο 16%, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη χειρότερη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση πίσω από την Ισπανία. Τα στοιχεία αναφέρονται στην καταγεγραμμένη ανεργία, την ώρα που οι ειδικοί εκτιμούν ότι η πραγματική ανεργία είναι τουλάχιστον διπλάσια φτάνοντας σχεδόν το ένα τρίτο του συνόλου. Εκτός αγοράς εργασίας παραμένει σχεδόν το ένα τρίτο των μισθωτών της χώρας, μέσω της άτυπης ανεργίας που έχει επιβάλει το μέτρο των αναστολών συμβάσεων.
Σε αυτή την αποκαλυπτική εικόνα για την κατάσταση στην αγορά εργασίας, έρχεται να προστεθεί ένα ακόμα συγκλονιστικό στοιχείο που δείχνει τι μας περιμένει μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων και βέβαια των επιδομάτων που κρατούν «ζωντανές» επιχειρήσεις και μαζί χιλιάδες εργαζόμενους.
Αυτά τα επιδόματα είναι που κρατούν το ποσοστό ανεργίας σε χαμηλά δεκαετίας. Ακόμη, όμως, και με αυτό το ποσοστό ανεργίας παραμένουμε ουραγοί της Ε.Ε. Αναρωτήθηκε κανείς τι θα γίνει μόλις σταματήσουν αυτά τα επιδόματα; Πώς θα αντιμετωπίσουν τα χρέη χιλιάδες επιχειρήσεις που εδώ και ένα χρόνο υπολειτουργούν; Πώς θα στηριχθεί η αγορά και το λιανεμπόριο όταν σχεδόν τα δύο τρίτα του εργατικού δυναμικού είναι στην ουσία άνεργοι; Πώς θα κινηθεί η αγορά, όταν όσοι έχουν βρεθεί σε καθεστώς αναστολής εργασίας έχουν χάσει το 35% του μηνιαίου εισοδήματος τους;
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και περιγράφουν την πραγματικότητα που θα αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία μόλις η πανδημία είναι πίσω μας και το σύστημα υγείας πάψει να δέχεται πίεση. Η ζωή των ανθρώπων που παλεύουν με τον ιό δεν μπαίνει σε καμία ζυγαριά και προτεραιότητα όλων προφανώς και είναι να έχουμε τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Όμως, η επόμενη ημέρα χρειάζεται ένα σχέδιο ανασυγκρότησης και επανεκκίνησης της οικονομίας, που σίγουρα δεν περιλαμβάνει την ελαστικοποίηση των μορφών εργασίας ή τη μείωση των υπερωριών. Το σχέδιο πρέπει να δώσει πνοή στην οικονομία και λύση σε χιλιάδες νοικοκυριά που κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπα με πολύ δύσκολες καταστάσεις. Το σχέδιο αυτό δεν μπορεί να είναι βασισμένο στην ελπίδα, αλλά στη γνώση και στη βούληση να παραμείνουν όλοι όρθιοι μετά το τέλος του εφιάλτη που προκάλεσε ο κορονοϊος.