Οσο αμφιλεγόμενος κι αν είναι ως επιστήμονας, ο (άτυπος) σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη διαπρέπει αναμφίβολα ως προπαγανδιστής .
♦ Είτε ξεπλένει τα Τάγματα Ασφαλείας, είτε τη... χούντα, είτε το μετεμφυλιακό παρακράτος, η συμβολή του στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας μιας ενιαίας Δεξιάς είναι αποφασιστική. «Δείξε μου τον σύμβουλό σου, να σου πω ποιος είσαι», έλεγαν κάποτε οι παλιοί. Το ξαναθυμηθήκαμε με την κυριακάτικη συνέντευξη του πρωθυπουργού στο «Βήμα», όπου το μοναδικό εν ζωή πρόσωπο στο οποίο παραπέμπει (κι αναφέρει ότι συμβουλεύεται) ο κ. Μητσοτάκης είναι ο «σημαντικός ιστορικός μας» (στην πραγματικότητα: πολιτικός επιστήμονας) Στάθης Καλύβας.
Οφείλουμε βέβαια ν’ αναγνωρίσουμε στον Κυριάκο μια οφθαλμοφανή έφεση στην αριστεία, σε σχέση τουλάχιστον με τον πατέρα του: αν εκείνος είχε ως επίσημο σύμβουλό του εξ Εσπερίας έναν απλό αστυνομικό ρεπόρτερ των «New York Times» (Νικ Γκέιτζ), τούτος εδώ συμβουλεύεται κοτζάμ καθηγητή της «Διακυβέρνησης» στην Οξφόρδη. Ποιος είναι όμως ακριβώς ο Στάθης Καλύβας; Γεννημένος το 1964 και απόφοιτος του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Αθηνών (1986), συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο (1993) μ’ ένα θέμα μάλλον άχρωμο: την «Ανοδο της Χριστιανοδημοκρατίας στην Ευρώπη». Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν και οι πρώιμες δημοσιεύσεις του. Ωσπου το 1997, ένα άρθρο του για την εκλογική αντοχή του ΠΑΣΟΚ προανήγγειλε τη δραστική μεταβολή των ενδιαφερόντων του, εντοπίζοντας το κλειδί αυτής της τελευταίας στις «άκρως ισχυρές πολιτικές ταυτότητες» που διαμορφώθηκαν από τα οδυνηρά συλλογικά βιώματα της Κατοχής, του Εμφυλίου και της δικτατορίας. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η έρευνά του για τη δεκαετία του 1940 στην Αργολίδα (1997-1999), με μια σύντομη συμπληρωματική βόλτα στην Αλμωπία (2000).
Στο μεσοδιάστημα άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά της υπερατλαντικής ιεραρχίας: το 1997 ήταν ήδη σύμβουλος του Ιδρύματος Ωνάση στις ΗΠΑ και λίγο αργότερα σκιαγραφούνταν από τα «Νέα» (9/11/1999) σαν ένα από τα τέσσερα «πρόσωπα-κλειδιά στις νεοελληνικές σπουδές» εκεί. Στις 29/10/2001, ενάμιση μήνα μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, το περιοδικό «New Yorker» θα τον προβάλει πάλι σαν υποδειγματικό ειδήμονα, οι έρευνες του οποίου μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Μεταξύ 2004 και 2018 θα διευθύνει έτσι το «Πρόγραμμα Τάξη - Σύγκρουση - Βία» του Γέιλ, μ’ έναν τουλάχιστον μεταδιδακτορικό υπότροφο ενσωματωμένο στο «Εκπαιδευτικό Κέντρο Αντιεξέγερσης» στο Αφγανιστάν (CTC-A).
Επιστήμη του 70% Το πρώτο δείγμα της ερευνητικής δουλειάς του για την Ελλάδα, με τίτλο «Κόκκινος Τρόμος: αριστερή βία στη διάρκεια της Κατοχής» (2000), ξεκινούσε με τη διακήρυξη πως «αποσκοπεί στην αμφισβήτηση μιας από τις κεντρικές, για την ακρίβεια ηγεμονικές, προσλήψεις στη μελέτη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου: ότι η Αριστερά υπήρξε το κύριο θύμα της βίας». Η βία του ΕΑΜ, ισχυριζόταν, υπήρξε πρωτογενής, ενώ εκείνη των Γερμανών και των συνεργατών τους δευτερογενής και κατ’ επέκταση αμυντική.
Η επικοινωνιακά εύστοχη εισαγωγή κάθε άλλο παρά δικαιωνόταν, ωστόσο, από το κείμενο που ακολουθούσε: τα συμπεράσματα του Καλύβα, πανελλαδικής υποτίθεται εμβέλειας, προέκυπταν από μια προβληματική καταμέτρηση των εκατέρωθεν θυμάτων σε 57 όλα κι όλα χωριά της άκρως συντηρητικής Αργολίδας, σε ενάμισι μόνο από τα τέσσερα χρόνια της Κατοχής. Παρούσα ακόμη και μια χτυπητή ανατολίτικη λαθροχειρία, bonne pour l’Occident: ο ισχυρισμός του πως ανακάλυψε μια «μη καταγεγραμμένη», άγνωστη μέχρι τότε οικογενειακή εξολόθρευση δωσιλόγων από τον ΕΛΑΣ. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο φονικό μνημονεύεται ρητά στη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική βιβλιογραφία ‒ με το σημερινό όμως όνομα του επίμαχου χωριού (Μιδέα), αντί του προπολεμικού που άλλαξε το 1928 και προτίμησε να χρησιμοποιήσει ο Καλύβας (Γκέρμπεσι). Ποιος να το πάρει όμως είδηση στην αγγλόφωνη Εσπερία; Οπως παραδέχθηκε ο ίδιος ενδοϋπηρεσιακά σε απολογιστικό κείμενό του το 2002, το «μοντέλο» που προκαταβολικά είχε επεξεργαστεί επιβεβαιώθηκε στην Αργολίδα μόλις κατά 70%· στην Αλμωπία, πάλι, διαψεύστηκε πλήρως.
Οι ατυχίες αυτές ουδόλως κλόνισαν όμως τον επιστήμονά μας, που συνέχισε ακάθεκτος την ανοδική του πορεία, πουλώντας την ίδια πάντα, πολιτικά εξυπηρετική, πραμάτεια. Ως διεθνώς αναγνωρισμένος παίκτης, δεν αισθανόταν άλλωστε υποχρεωμένος να στηρίζει τα πορίσματά του με κάποια εξαντλητική τεκμηρίωση: στο βασικό έργο του, ως πηγή των αριθμών που παραθέτει (για τα θύματα της εκατέρωθεν «βίας» σε κάθε φάση της δεκαετίας του 1940) επικαλείται λ.χ. μιαν απροσδιόριστη «ευρεία επισκόπηση των διαθέσιμων στοιχείων» («The Logic of Violence in Civil War», Κέμπριτζ 2006, σ. 249).
Οποιος θέλει, τον πιστεύει. Η συζητήσιμη επιστημονικότητα της δουλειάς του Καλύβα ουδόλως αναιρεί, ωστόσο, την πολιτική λειτουργικότητα και την επικοινωνιακή ευστοχία της, που τον καθιστούν έναν πρώτης τάξης προπαγανδιστή· λειτούργημα που, μεταξύ άλλων, ασκεί κάθε δεκαπενθήμερο από τις στήλες της «Καθημερινής». Είτε ξεπλένει τη χούντα (18/6/2017) είτε το προδικτατορικό «λεγόμενο παρακράτος» (7/3/2021), οι παρεμβάσεις του στοχεύουν συνήθως στον επαναπροσδιορισμό της συλλογικής ταυτότητας της σημερινής Δεξιάς. Αυτής που χωνεύει δημιουργικά την πάλαι ποτέ παπαδοπουλική ΕΠΕΝ και τη «σώφρονα Χρυσή Αυγή», αποφασισμένη να ξεμπερδέψει οριστικά με τις «παρενέργειες» (διάβαζε: τις δημοκρατικές κατακτήσεις) της επάρατης Μεταπολίτευσης.
Γιατί τον επιλέξαμε
Ο Στάθης Καλύβας είναι ο άνθρωπος στον οποίο κατέφυγε ο Κυριάκος Μητσοτάκης για να του αποκαλύψει «ποιο είναι το διακύβευμα για τα επόμενα 100 χρόνια» του ελληνικού κράτους. Οπως ο ίδιος εξήγησε, πήρε τη βαθυστόχαστη απάντηση: «Η ευτυχία» («Το Βήμα», 21/3)...
Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή:efsyn.gr