Οι αμερικανικές «πέντε αδελφές» των εξοπλισμών αύξησαν την τελευταία πενταετία 15% τις πωλήσεις τους σε 96 χώρες σε όλο τον κόσμο, χάρη σε ένα συστηματικό και ακριβό λόμπινγκ. Πάνω από 2,5 δισ. δολάρια οι δαπάνες άσκησης επιρροής την τελευταία εικοσαετία...
Εξήντα χρόνια από την αποχαιρετιστήρια ομιλία του 34ου προέδρου των ΗΠΑ Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και την περιβόητη αναφορά του στον αυξανόμενο εναγκαλισμό των εταιρειών παραγωγής όπλων του ιδιωτικού τομέα με το Πεντάγωνο, το «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα» συνεχίζει με αμείωτο ρυθμό να ρυθμίζει τις τύχες αρκετών λαών της υφηλίου και να κερδίζει.
Επενδύοντας στον φόβο, στις συγκρούσεις και στον πόλεμο, η συμμαχία αυτή –προϊόν του Β' Παγκοσμίου Πολέμου– διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την αμυντική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, απομυζώντας πόρους από την οικονομία τόσο της υπερδύναμης όσο και δεκάδων χωρών του πλανήτη. Η δημιουργία αντίπαλων στρατοπέδων, ο αέναος ανταγωνισμός των εξοπλισμών, οι στρατιωτικές συγκρούσεις σημαίνουν γι’ αυτήν πωλήσεις, κέρδη, αποδόσεις. Η ειρήνη, αντίθετα, σημαίνει οικονομικό μαρασμό. Γι’ αυτό και είναι ανεπιθύμητη.
«Η ειρήνη δεν πρόκειται να έλθει σύντομα στη Μέση Ανατολή», η περιοχή «παραμένει ένας τομέας όπου θα συνεχίσουμε να βλέπουμε σταθερή ανάπτυξη», διαβεβαίωνε τον περασμένο Ιανουάριο τους μετόχους της Raytheon ο διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού αμυντικού κολοσσού Γκρεγκ Χέιζ. Η αφοπλιστική του ειλικρίνεια είχε στόχο να καθησυχάσει τους επενδυτές της Raytheon, οι οποίοι ανησυχούσαν για τυχόν ζημιές μετά την απόφαση του Τζο Μπάιντεν να μπλοκάρει προσωρινά τις πωλήσεις όπλων προς τη Σαουδική Αραβία. Κάποιες από τις μετέπειτα κινήσεις του Αμερικανού προέδρου, όπως η αεροπορική επίθεση στη Συρία στα τέλη Φεβρουαρίου και η πρόσφατη επαναφορά της ψυχροπολεμικής ρητορικής, τον δικαίωσαν.
Η Raytheon Technologies μαζί με τις Lockheed Martin, Boeing, Norτthrop Grumman, General Dynamics αποτελούν τον πυρήνα του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος των ΗΠΑ. Είναι οι πρώτες σε πωλήσεις βιομηχανίες κατασκευής οπλικών συστημάτων του κόσμου και συνιστούν μαζί με τις υπόλοιπες εταιρείες του κλάδου τους τον κορυφαίο εξαγωγικό τομέα των ΗΠΑ. Οι τεράστιες σε αξία και όγκο πωλήσεις τους στο εξωτερικό καθιστούν την υπερδύναμη εδώ δεκαετίες μεγαλύτερη εξαγωγέα όπλων στην υφήλιο.
Οι εν λόγω βιομηχανίες ήταν στην πενταετία 2016-2020 υπεύθυνες για το 37% των όπλων που πωλήθηκαν σε όλο τον κόσμο. Οι πωλήσεις τους κατέγραψαν άνοδο 15% σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία (2011-2015), ενώ τα προϊόντα τους αγοράστηκαν συνολικά από 96 χώρες του πλανήτη. Τα μισά εξ αυτών αγόρασαν οι χώρες της Μέσης Ανατολής, που αποτελούν χάρη στα έσοδά τους από το πετρέλαιο εδώ και χρόνια τις καλύτερες πελάτισσες. Η επικεφαλής του ΟΠΕΚ και δεύτερη μεγαλύτερη πετρελαιο-εξαγωγική χώρα του κόσμου Σαουδική Αραβία απορρόφησε το 25% των συνολικών τους εξαγωγών.
Ωστόσο, παρά τις τεράστιες πωλήσεις τους στο εξωτερικό, οι αμερικανικές βιομηχανίες κατασκευής οπλικών συστημάτων συνεχίζουν να αντλούν μεγάλο μέρος των κερδών τους από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ. Το αμερικανικό Πεντάγωνο ξοδεύει σήμερα περίπου τρεις φορές περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο στρατό στον κόσμο. Ο ύψους 740 δισ. δολαρίων προϋπολογισμός του (μεγάλο μέρος του οποίου δαπανάται για τα όπλα που χρησιμοποιεί ο αμερικανικός στρατός) αποτελεί την τακτική πηγή εσόδων της αμυντικής βιομηχανίας. Γι’ αυτό η κατάρτιση, η επικύρωση και η υλοποίησή του αποτελεί βασικό της μέλημα.
Οι αμερικανικές βιομηχανίες όπλων «επενδύουν» δεκάδες εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο προς αυτήν την κατεύθυνση, για τη χρηματοδότηση ενός ατελείωτου δικτύου ομάδων πίεσης (λόμπι), ιθυνόντων και εκλεγμένων αξιωματούχων με στόχο τον επηρεασμό των αποφάσεων της κυβέρνησης που τις αφορούν. Απώτερος στόχος τους είναι οι οποιεσδήποτε μεταβολές στις στρατιωτικές δαπάνες να καθοδηγούνται όχι από τις πραγματικές εθνικές ανάγκες άμυνας και ασφάλειας των ΗΠΑ, αλλά από την αύξηση των κερδών τους.
Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του Center for Responsive Politics, οι συνολικές δαπάνες τους για λόμπι την τελευταία εικοσαετία ανήλθαν στα 2,5 δισ. δολάρια. Εξ αυτών, πάνω από 285 εκατ. δολάρια δαπανήθηκαν υπό τη μορφή οικονομικής ενίσχυσης σε προεκλογικές εκστρατείες Αμερικανών πολιτικών που προωθούν τα συμφέροντά τους.
Καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια επηρεασμού των αποφάσεων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης διαδραματίζει η περιβόητη «περιστρεφόμενη πόρτα» δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Εκατοντάδες από τους λομπίστες που οι εταιρείες όπλων απασχολούν σήμερα έχουν διατελέσει νωρίτερα μέλη ή υπάλληλοι επιτροπών του Κογκρέσου και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, οι οποίες αποφασίζουν για προμήθειες, ελέγχους και χρηματοδότηση των οπλικών συστημάτων.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Μπάμπη Μιχάλη, πατήστε ΕΔΩ...