Λίγες ημέρες πριν τις εθνικές εκλογές, η κυβέρνηση Τσίπρα έθεσε με ρηματική διακοίνωση προς το Βερολίνο το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων. Είχε προηγηθεί τον Απρίλιο η απόφαση της ελληνικής Βουλής –με συντριπτική πλειοψηφία– να ενεργοποιήσει τις διεκδικήσεις για όσα η Ελλάδα υπέστη κατά τη διάρκεια της κατοχής από τους ναζί του Χίτλερ...
Το ζήτημα έχει πολλές φορές επανέλθει στο προσκήνιο, αλλά ποτέ η Αθήνα δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα. Για την ακρίβεια, οι εκάστοτε κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν τη ρητορική για τις γερμανικές επανορθώσεις είτε ως προεκλογικό όπλο είτε ως μοχλό πίεσης προς το Βερολίνο για να εξασφαλίσουν άλλου τύπου ανταλλάγματα στο πλαίσιο των Μνημονίων. Ο χρόνος θα δείξει πως θα κινηθεί σ’ αυτό το επίπεδο η επόμενη κυβέρνηση.
Ποιες είναι, όμως, οι ελληνικές διεκδικήσεις; Ο επίσημος απολογισμός των καταστροφών που προκάλεσαν οι δυνάμεις του Άξονα στην Κατοχή μιλάει από μόνος του:
Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής έκαψαν ολοσχερώς πάνω από 100 πόλεις και χωριά σ’ όλη την Ελλάδα.
Εκτέλεσαν 56.225 αθώους πολίτες.
Πήραν όμηρους πάνω από 105.000, οι οποίοι κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρεματόρια. Ελάχιστοι εξ αυτών επέζησαν.
Προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές σε 1.770 χωριά.
Πυρπόλησαν πάνω από 400.000 σπίτια.
Κατέστρεψαν το 70% των λιμενικών εγκαταστάσεων, το μεγαλύτερο μέρος του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και το σύνολο των σιδηροδρομικών γεφυρών και τούνελ.
Βύθισαν το 75% του ελληνικού εμπορικού στόλου.
Άρπαξαν το 80% των μέσων μεταφοράς και το 51% των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Οι μισές ελληνικές οικογένειες είχαν θύματα.
Το 10% του συνολικού πληθυσμού υπέστη αναπηρία.
Το 75% των παιδιών προσβλήθηκε από ασθένειες, οι οποίες τα ταλαιπώρησαν και μετά την απελευθέρωση.
Οι συνολικές απώλειες, λόγω των εκτελέσεων, της πείνας, των ασθενειών και της υπογεννητικότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έχουν υπολογισθεί σε 1.106.000 ανθρώπους, ή στο 13,5% του ελληνικού πληθυσμού. Είναι το υψηλότερο ποσοστό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
Υπολογίζεται ότι από τη λεηλασία μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, καθώς και από παράνομες ανασκαφές, οι κατακτητές μετέφεραν στη Γερμανία 8.500 αρχαιολογικούς θησαυρούς. Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ το Βερολίνο ζητάει από τη Μόσχα να επιστρέψει τα έργα τέχνης που άρπαξε ο Κόκκινος Στρατός το 1945, αρνείται να συζητήσει την επιστροφή στην Ελλάδα των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών.
Οι τρεις ελληνικές διεκδικήσεις
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τη βάση για τη διεκδίκηση δύο ειδών αποζημιώσεων: Το πρώτο είδος αφορά τις αποζημιώσεις που η Αθήνα μπορεί να διεκδικήσει από τη Γερμανία για τις κάθε μορφής καταστροφές που υπέστη το ελληνικό κράτος όχι ως αποτέλεσμα πολεμικών επιχειρήσεων. Το δεύτερο είδος αφορά τις αποζημιώσεις που διεκδικούν οι απόγονοι των θυμάτων από μαζικές σφαγές αμάχων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ναζιστικής τακτικής για αντίποινα. Η τρίτη ελληνική διεκδίκηση είναι η έντοκη αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφέρουμε την εισήγηση του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα το 1969: «Με την υποστήριξη των Αμερικανών φίλων μας κατορθώσαμε να παραπέμψουμε στις ελληνικές καλένδες τις από τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953) προβλεπόμενες τεράστιες επανορθώσεις για κράτη εχθρικά, έως ότου υπογραφεί η ειρηνευτική συμφωνία. Παρηγορήσαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο τους αντιπάλους μας στον τελευταίο πόλεμο… Θα ήταν προς το συμφέρον μας να διατηρήσουμε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση όσο γίνεται περισσότερο, έτσι ώστε οι αξιώσεις των τότε αντιπάλων μας είτε να αποσυρθούν είτε να παραγραφούν. Με άλλα λόγια: δεν πρέπει να ξυπνήσουμε τους σκύλους που κοιμούνται»!
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε αυτό που έγραψε ο Γερμανός δημοσιογράφος Γκέρντ Χέλερ στην εφημερίδα Frankfurter Rundschau το 1995: «Λίγοι λαοί της Ευρώπης υπέφεραν από τη γερμανική κατοχή όσο οι Έλληνες. Οι Έλληνες, όμως, ήταν οι πρώτοι που μετά το τέλος της ναζιστικής βαρβαρότητας έτειναν χείρα φιλίας προς τους Γερμανούς… Δίστομο, Καλάβρυτα, Καισαριανή, όπως και να ονομάζονται οι διάφοροι τόποι, όταν ο Γερμανός πολίτης επισκέπτεται αυτά τα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας αισθάνεται ντροπή μπροστά στη συμφιλιωτική διάθεση των Ελλήνων. Αυτό θα πρέπει να αναλογίζεται όποιος προσπαθεί, χρησιμοποιώντας νομικά προσχήματα, να θεωρήσει το θέμα οριστικά λήξαν».
Η ρηματική διακοίνωση του Ανδρέα Παπανδρέου
Το δημοσίευμα είχε προκληθεί από τη ρηματική διακοίνωση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου το 1995 προς το Βερολίνο, με την οποία ενεργοποίησε το ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων. Από τότε, όμως, το ζήτημα μπήκε στο ράφι. Οι κυβερνήσεις Σημίτη, Κώστα Καραμανλή, Γιώργου Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά απέφυγαν να δώσουν συνέχεια, παρότι κατά καιρούς έγιναν κάποιες άνευ αντικρίσματος δηλώσεις.
Το επανέφερε στο τραπέζι ο Τσίπρας κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του με τη Μέρκελ το 2015. Κι αυτό έχει σημασία, παρότι χρησιμοποίησε βελούδινη διατύπωση, χαρακτηρίζοντας το θέμα «πρωτίστως ηθικό» και αποφεύγοντας να αναφερθεί στην προφανή υλική διάστασή του. Η καγκελάριος Μέρκελ ισχυρίσθηκε ότι το ζήτημα αυτό έχει κλείσει. Αυτή είναι η πάγια επίσημη θέση του Βερολίνου.
Στο πολιτικό επίπεδο, ωστόσο, η γερμανική άρνηση εμφανίζει κάποια μικρά ρήγματα. Δεν είναι πλέον μόνο ο γνωστός μικρός κύκλος Γερμανών διανοουμένων που υποστηρίζει τις ελληνικές διεκδικήσεις. Την ίδια θέση υιοθέτησε και το αριστερό κόμμα Die Linke. Το σημαντικότερο είναι ότι ο κύκλος διευρύνεται. Ακόμα και στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος έχουν ζητήσει δημοσίως από την κυβέρνησή τους να αλλάξει στάση.
Το αναγκαστικό δάνειο
Από νομικής απόψεως, η ισχυρότερη ελληνική διεκδίκηση είναι η έντοκη αποπληρωμή του αναγκαστικού δανείου. Υπενθυμίζουμε ότι στις 14-3-1942, στην ιταλογερμανική διάσκεψη της Ρώμης, αποφασίσθηκε η Ελλάδα να πληρώνει στη γερμανική και στην ιταλική διοίκηση 1,5 δισ δραχμών το μήνα για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Σε λίγο το 1,5 δισ αυξήθηκε σε 8 δισ το μήνα και σύντομα καταργήθηκε το όριο. Οι κατοχικές δυνάμεις εισέπρατταν ό,τι ήθελαν, παραβιάζοντας τα προβλεπόμενα από τον Διεθνή Κανονισμό της Χάγης του 1889 και του 1907.
Στη διάσκεψη της Ρώμης αποφασίσθηκε επίσης οι δυνάμεις του Άξονα να μπορούν να αντλούν πόρους από την Ελλάδα με τη μορφή αναγκαστικού δανείου για να χρηματοδοτούν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους σε άλλα μέτωπα, στη Σοβιετική Ένωση και στην Αφρική. Με την υπογραφή σχετικής σύμβασης το αναγκαστικό δάνειο μετατράπηκε σε συμβατικό. Την ύπαρξη του κατοχικού δανείου (και των άλλων οφειλών) αναγνώρισε ο πληρεξούσιος του Βερολίνου στην Ελλάδα Φον Γκρέβενιτζ με επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη τον Οκτώβριο 1944.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδας, οι καταβολές προς το Γ’ Ράιχ, αφαιρουμένων των εξόδων συντήρησης του γερμανικού στρατού κατοχής, ανέρχονται στο ποσό των 1.530.033.302.528.820 δραχμών. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Πριν το αναγκαστικό δάνειο, οι δυνάμεις κατοχής είχαν κυκλοφορήσει κάλπικα νομίσματα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να εξαναγκάζουν εμπόρους σε αγοραπωλησίες που στην πραγματικότητα ήταν αρπαγή.
Η καταλήστευση της ελληνικής οικονομίας συμπληρώθηκε με πολλές ακόμα αυθαιρεσίες. Κατάσχεσαν την πλειοψηφία των μετοχών δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, μέσω του κλήρινγκ, άρπαξαν μεταλλεύματα, τρόφιμα και κάθε είδους εμπορεύματα. Ο Μουσολίνι έφθασε να πει ότι «ο Χίτλερ πήρε από τους Έλληνες ακόμα και τα κορδόνια των παπουτσιών τους»! Το αποτέλεσμα της καταλήστευσης ήταν ο αχαλίνωτος πληθωρισμός και η πλήρης κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Τον Μάρτιο 1942, όταν κορυφώθηκε ο λιμός μόνο στην Αθήνα πέθαιναν από πείνα πάνω από 400 άτομα την ημέρα.
Σταύρος Λυγέρος
slpress.gr
Το ζήτημα έχει πολλές φορές επανέλθει στο προσκήνιο, αλλά ποτέ η Αθήνα δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα. Για την ακρίβεια, οι εκάστοτε κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν τη ρητορική για τις γερμανικές επανορθώσεις είτε ως προεκλογικό όπλο είτε ως μοχλό πίεσης προς το Βερολίνο για να εξασφαλίσουν άλλου τύπου ανταλλάγματα στο πλαίσιο των Μνημονίων. Ο χρόνος θα δείξει πως θα κινηθεί σ’ αυτό το επίπεδο η επόμενη κυβέρνηση.
Ποιες είναι, όμως, οι ελληνικές διεκδικήσεις; Ο επίσημος απολογισμός των καταστροφών που προκάλεσαν οι δυνάμεις του Άξονα στην Κατοχή μιλάει από μόνος του:
Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής έκαψαν ολοσχερώς πάνω από 100 πόλεις και χωριά σ’ όλη την Ελλάδα.
Εκτέλεσαν 56.225 αθώους πολίτες.
Πήραν όμηρους πάνω από 105.000, οι οποίοι κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρεματόρια. Ελάχιστοι εξ αυτών επέζησαν.
Προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές σε 1.770 χωριά.
Πυρπόλησαν πάνω από 400.000 σπίτια.
Κατέστρεψαν το 70% των λιμενικών εγκαταστάσεων, το μεγαλύτερο μέρος του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και το σύνολο των σιδηροδρομικών γεφυρών και τούνελ.
Βύθισαν το 75% του ελληνικού εμπορικού στόλου.
Άρπαξαν το 80% των μέσων μεταφοράς και το 51% των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Οι μισές ελληνικές οικογένειες είχαν θύματα.
Το 10% του συνολικού πληθυσμού υπέστη αναπηρία.
Το 75% των παιδιών προσβλήθηκε από ασθένειες, οι οποίες τα ταλαιπώρησαν και μετά την απελευθέρωση.
Οι συνολικές απώλειες, λόγω των εκτελέσεων, της πείνας, των ασθενειών και της υπογεννητικότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έχουν υπολογισθεί σε 1.106.000 ανθρώπους, ή στο 13,5% του ελληνικού πληθυσμού. Είναι το υψηλότερο ποσοστό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
Υπολογίζεται ότι από τη λεηλασία μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, καθώς και από παράνομες ανασκαφές, οι κατακτητές μετέφεραν στη Γερμανία 8.500 αρχαιολογικούς θησαυρούς. Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ το Βερολίνο ζητάει από τη Μόσχα να επιστρέψει τα έργα τέχνης που άρπαξε ο Κόκκινος Στρατός το 1945, αρνείται να συζητήσει την επιστροφή στην Ελλάδα των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών.
Οι τρεις ελληνικές διεκδικήσεις
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τη βάση για τη διεκδίκηση δύο ειδών αποζημιώσεων: Το πρώτο είδος αφορά τις αποζημιώσεις που η Αθήνα μπορεί να διεκδικήσει από τη Γερμανία για τις κάθε μορφής καταστροφές που υπέστη το ελληνικό κράτος όχι ως αποτέλεσμα πολεμικών επιχειρήσεων. Το δεύτερο είδος αφορά τις αποζημιώσεις που διεκδικούν οι απόγονοι των θυμάτων από μαζικές σφαγές αμάχων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ναζιστικής τακτικής για αντίποινα. Η τρίτη ελληνική διεκδίκηση είναι η έντοκη αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφέρουμε την εισήγηση του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα το 1969: «Με την υποστήριξη των Αμερικανών φίλων μας κατορθώσαμε να παραπέμψουμε στις ελληνικές καλένδες τις από τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953) προβλεπόμενες τεράστιες επανορθώσεις για κράτη εχθρικά, έως ότου υπογραφεί η ειρηνευτική συμφωνία. Παρηγορήσαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο τους αντιπάλους μας στον τελευταίο πόλεμο… Θα ήταν προς το συμφέρον μας να διατηρήσουμε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση όσο γίνεται περισσότερο, έτσι ώστε οι αξιώσεις των τότε αντιπάλων μας είτε να αποσυρθούν είτε να παραγραφούν. Με άλλα λόγια: δεν πρέπει να ξυπνήσουμε τους σκύλους που κοιμούνται»!
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε αυτό που έγραψε ο Γερμανός δημοσιογράφος Γκέρντ Χέλερ στην εφημερίδα Frankfurter Rundschau το 1995: «Λίγοι λαοί της Ευρώπης υπέφεραν από τη γερμανική κατοχή όσο οι Έλληνες. Οι Έλληνες, όμως, ήταν οι πρώτοι που μετά το τέλος της ναζιστικής βαρβαρότητας έτειναν χείρα φιλίας προς τους Γερμανούς… Δίστομο, Καλάβρυτα, Καισαριανή, όπως και να ονομάζονται οι διάφοροι τόποι, όταν ο Γερμανός πολίτης επισκέπτεται αυτά τα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας αισθάνεται ντροπή μπροστά στη συμφιλιωτική διάθεση των Ελλήνων. Αυτό θα πρέπει να αναλογίζεται όποιος προσπαθεί, χρησιμοποιώντας νομικά προσχήματα, να θεωρήσει το θέμα οριστικά λήξαν».
Η ρηματική διακοίνωση του Ανδρέα Παπανδρέου
Το δημοσίευμα είχε προκληθεί από τη ρηματική διακοίνωση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου το 1995 προς το Βερολίνο, με την οποία ενεργοποίησε το ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων. Από τότε, όμως, το ζήτημα μπήκε στο ράφι. Οι κυβερνήσεις Σημίτη, Κώστα Καραμανλή, Γιώργου Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά απέφυγαν να δώσουν συνέχεια, παρότι κατά καιρούς έγιναν κάποιες άνευ αντικρίσματος δηλώσεις.
Το επανέφερε στο τραπέζι ο Τσίπρας κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του με τη Μέρκελ το 2015. Κι αυτό έχει σημασία, παρότι χρησιμοποίησε βελούδινη διατύπωση, χαρακτηρίζοντας το θέμα «πρωτίστως ηθικό» και αποφεύγοντας να αναφερθεί στην προφανή υλική διάστασή του. Η καγκελάριος Μέρκελ ισχυρίσθηκε ότι το ζήτημα αυτό έχει κλείσει. Αυτή είναι η πάγια επίσημη θέση του Βερολίνου.
Στο πολιτικό επίπεδο, ωστόσο, η γερμανική άρνηση εμφανίζει κάποια μικρά ρήγματα. Δεν είναι πλέον μόνο ο γνωστός μικρός κύκλος Γερμανών διανοουμένων που υποστηρίζει τις ελληνικές διεκδικήσεις. Την ίδια θέση υιοθέτησε και το αριστερό κόμμα Die Linke. Το σημαντικότερο είναι ότι ο κύκλος διευρύνεται. Ακόμα και στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος έχουν ζητήσει δημοσίως από την κυβέρνησή τους να αλλάξει στάση.
Το αναγκαστικό δάνειο
Από νομικής απόψεως, η ισχυρότερη ελληνική διεκδίκηση είναι η έντοκη αποπληρωμή του αναγκαστικού δανείου. Υπενθυμίζουμε ότι στις 14-3-1942, στην ιταλογερμανική διάσκεψη της Ρώμης, αποφασίσθηκε η Ελλάδα να πληρώνει στη γερμανική και στην ιταλική διοίκηση 1,5 δισ δραχμών το μήνα για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Σε λίγο το 1,5 δισ αυξήθηκε σε 8 δισ το μήνα και σύντομα καταργήθηκε το όριο. Οι κατοχικές δυνάμεις εισέπρατταν ό,τι ήθελαν, παραβιάζοντας τα προβλεπόμενα από τον Διεθνή Κανονισμό της Χάγης του 1889 και του 1907.
Στη διάσκεψη της Ρώμης αποφασίσθηκε επίσης οι δυνάμεις του Άξονα να μπορούν να αντλούν πόρους από την Ελλάδα με τη μορφή αναγκαστικού δανείου για να χρηματοδοτούν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους σε άλλα μέτωπα, στη Σοβιετική Ένωση και στην Αφρική. Με την υπογραφή σχετικής σύμβασης το αναγκαστικό δάνειο μετατράπηκε σε συμβατικό. Την ύπαρξη του κατοχικού δανείου (και των άλλων οφειλών) αναγνώρισε ο πληρεξούσιος του Βερολίνου στην Ελλάδα Φον Γκρέβενιτζ με επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη τον Οκτώβριο 1944.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδας, οι καταβολές προς το Γ’ Ράιχ, αφαιρουμένων των εξόδων συντήρησης του γερμανικού στρατού κατοχής, ανέρχονται στο ποσό των 1.530.033.302.528.820 δραχμών. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Πριν το αναγκαστικό δάνειο, οι δυνάμεις κατοχής είχαν κυκλοφορήσει κάλπικα νομίσματα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να εξαναγκάζουν εμπόρους σε αγοραπωλησίες που στην πραγματικότητα ήταν αρπαγή.
Η καταλήστευση της ελληνικής οικονομίας συμπληρώθηκε με πολλές ακόμα αυθαιρεσίες. Κατάσχεσαν την πλειοψηφία των μετοχών δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, μέσω του κλήρινγκ, άρπαξαν μεταλλεύματα, τρόφιμα και κάθε είδους εμπορεύματα. Ο Μουσολίνι έφθασε να πει ότι «ο Χίτλερ πήρε από τους Έλληνες ακόμα και τα κορδόνια των παπουτσιών τους»! Το αποτέλεσμα της καταλήστευσης ήταν ο αχαλίνωτος πληθωρισμός και η πλήρης κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Τον Μάρτιο 1942, όταν κορυφώθηκε ο λιμός μόνο στην Αθήνα πέθαιναν από πείνα πάνω από 400 άτομα την ημέρα.
Σταύρος Λυγέρος
slpress.gr