Ο ήλιος πια βασίλευε
Πώς φτάνει ένας νέος Οδυσσέας, νεαρός ήλιος αυτής της ζωής να επιλέξει να δύσει τόσο νωρίς, να ζήσει στο σκοτάδι, να απαρνηθεί τη ζωή;
της Μαρίας Λιονάκη
« Ο ήλιος πια βασίλευε, βάρεσαν οι τρουμπέτες....
, έπιασαν τα κλειδιά οι νιζάμηδες και διπλοκλείδωσαν τις τέσσερεις καστρόπορτες, κανένας πια, ως να ξαναπροβάλει ο ήλιος, δεν μπορούσε να ξεμυτίσει από το Μεγάλο Κάστρο, μήτε και να μπει μέσα. Τούρκους και χριστιανούς τους αμπάρωναν μαζί την πάσα νύχτα» Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης
Ήταν λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη Δύση ο ήλιος κι αυτή τη μέρα στο Μεγάλο Κάστρο. Όταν ο Τούρκος-Χάρος είχε στήσει καρτέρι να πάρει μια ζωή. « Κακά τον λένε Χάρο, χάρη αυτός δεν κάνει» λέει ο Καζαντζάκης. Ο ήλιος που κάθε πρωί γεννιέται στην αγκαλιά του ουρανού, όπως κάποτε ο Χριστός στη σπηλιά της Βηθλεέμ, τυλίγεται στις φασκιές του, τις ακτίνες του, κλαψουρίζει μικρός στα σπάργανά του, φοβισμένος πως θα υψώσει και σήμερα το λάβαρο της μέρας, να επαναστατήσει η ζωή. Μα λίγο μετά ξεθαρρεύει, θεριεύει, αντρώνεται, γίνεται ο πιο δοξασμένος βασιλιάς και πολεμιστής.
Ήταν λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη Δύση ο ήλιος κι αυτή τη μέρα στο Μεγάλο Κάστρο. Ο ήλιος που φωτίζει με το δικό του φως το δρόμο του, το δρόμο μας, τις χαρές μας, τις όμορφες στιγμές μας, μα αφήνει στη σκιά, στο σκοτάδι τα μεγάλα αδιέξοδα, τα αβάσταχτα βάσανα, τις πολλές λύπες μας. Που πεθαίνει στη σαρκοφάγο της θάλασσας, ενός βουνού, του ουρανού για να γεννηθεί την επομένη ξανά. Διατηρώντας μονάχος τους αυτό το προνόμιο.
Ήταν λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη Δύση ο ήλιος στο Μεγάλο Κάστρο, όταν οι νιζάμηδες του ‘Αδη δεν πρόλαβαν να κλειδώσουν την πύλη του ένα νέο άνθρωπο να μη δεχτεί. Καθώς ο Ερμής, ο ψυχοπομπός, ήδη είχε πετάξει πάνω απ’ την Καινούργια Πόρτα, το χέρι του ‘γνεφε στη βάρκα ν’ ανεβεί. Που θα τον μετέφερε στην Αχερουσία λίμνη. Δακρυσμένες οι αρχαίες πέτρες, ώρα πριν ανάσαιναν λυπημένα, συγχρονισμένες με τη νεανική ψυχή. Τη μοίρα έδιωχναν να μην φανερωθεί. Λυγισμένες οι αλύγιστες, πηλός ξανά, δεν μπόρεσαν να φράξουν την πόρτα του Αδη, όπως κάποτε ο Κύκλωπας τη σπηλιά που είχε καταφύγει ο Οδυσσέας. Κι ο Ιησούς , πατέρας της πύλης του, τυφλώθηκε κι αποξεχάστηκε, δεν έτρεξε να σώσει της δύσμοιρης μάνας το γιο. Δεν θέλησε να σταματήσει το κακό. Το κακό που έτρεχε με άγριο καλπασμό, που ακόνιζε τα δόντια του ανήμερο, αχόρταγο λιοντάρι και θεριό.
Πώς φτάνει ένας νέος Οδυσσέας, νεαρός ήλιος αυτής της ζωής να επιλέξει να δύσει τόσο νωρίς, να ζήσει στο σκοτάδι, να απαρνηθεί τη ζωή; Πώς γίνεται νέοι άνθρωποι αρκετά συχνά δυστυχώς, να λένε όχι στο δώρο της ζωής; Να πηγαίνουν πάσο στην παρτίδα της, να αποφασίζουν το δρόμο της φυγής απ’ τον αγώνα της, να απαρνιούνται τις χαρές και τα όμορφα τοπία της; Ποια απογοήτευση είναι ικανή να τους πληγώσει τόσο; Πώς γίνεται η απελπισία να απλώνει τόσο βαθιά πλοκάμια και να πνίγει τη δίψα για ζωή; Γιατί δεν πρόλαβε η ψυχή να ατσαλωθεί, να γίνει κάστρο απόρθητο δυσκολιών, να κάνει ρίζες βαθιές που θα αντιστέκονταν στους αέρηδες των διαψεύσεων, να ανοίξει ομπρέλα στην καταιγίδα, να καταστρώσει επιτελικό σχέδιο μάχης και πολέμου; Γιατί αναμφισβήτητα πόλεμος είναι η ζωή. « Μπελάς είναι μαθές η ζωή, μόνο ο θάνατος είναι χουζούρι» λέει ο Καζαντζάκης. Πως συμβαίνει κάποιες ψυχές να είναι μεταξένιες, από νήματα λεπτά υφασμένες και να τρυπάνε, να ξεφτάνε τόσο νωρίς; Να παλιώνουν έτσι εύκολα.
Παγωμένοι, δακρυσμένοι θεατές για άλλη μια φορά όλοι μας σε αυτό που δεν μπόρεσε να προβλεφθεί, να αποφευχθεί. Με τα πιο θερμά, ολόψυχα συλλυπητήρια στην οικογένεια που υποφέρει. Που πονά στον μέγιστο πόνο. Που δεν ήθελε να της προκαλέσει ο Παναγιώτης, τόσο τρυφερό κι ευαίσθητο παιδί… με τέτοιο πάθος, αγάπη για την ιδέα του αθλητισμού, τη συλλογικότητα. Για την ομάδα που υποστήριζε. Που ήθελε να τον συντροφέψουν ενωμένοι οι φίλοι της στην ύστατη του στιγμή. Που δεν του χάλασαν χατίρι. Τα μάτια του ποτίζουν με βαθιά λύπη καθενός μας την ψυχή. Μακάρι η σκέψη μας να ζεστάνει λίγο των δικών του την παγωμένη ψυχή. Να τους παρηγορήσει. Πόσο άδικο, τόσο νέος να απαρνηθεί τη ζωή…
Κι όπως οι εξετάσεις στα Γυμνάσια είναι σε εξέλιξη κι ακούω τον άριστο μου μαθητή να απολογείται που «κόλλησε» και δεν έγραψε καλά και που το γραπτό του, λέει, δεν είναι αντάξιο του προφορικού βαθμού κι όπως οι Πανελλήνιες εξετάσεις είναι για άλλη μια φορά στη δική τους χαραυγή, ας είμαστε τώρα πια όλοι υποψιασμένοι για την εύθραυστη νεανική ψυχοσύνθεση, την εύθραυστη νεαρή ζωή. Ας ατσαλώνουμε όσο μπορούμε με αγάπη τις νεανικές ψυχές. Που δεν έχουν σκληρύνει σαν τις ψυχές των ενηλίκων, που δεν έχουν διαβρωθεί από τα ψέματα, την προσποίηση, τους συμβιβασμούς , τους υπολογισμούς. Που κοιτάζουν κατάματα τους άλλους, τα όνειρά τους και κοπιάζουν, προσπαθούν γενναία στα ατέλειωτα ξενύχτια του διαβάσματός τους. Σε μια αβέβαιη εποχή. Που ξέρουν να σέβονται, να νιώθουν ντροπή. Θέλουν ενθάρρυνση και ρέπουν στο να τραγικοποιούν. Ας τους δώσουμε να καταλάβουν ότι ο δρόμος για τα Πανεπιστήμια δεν είναι η μόνη επιλογή ζωής, ότι κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο, ότι κάθε λύπη είναι προσωρινή, ότι είναι μεγαλείο τα απλά πράγματα αυτής της ζωής κι ας είμαστε δίπλα τους χαλαροί, χαρούμενοι, αισιόδοξοι, δημιουργικοί, υποστηρικτικοί. Με δική μας όμορφη ζωή κι εμείς. Όχι κρεμασμένοι πάνω τους. Δε θέλουν διδαχές, θέλουν υγιή και καθόλου μίζερα πρότυπα ζωής. Πρέπει να αναπτύξουν άμυνες στις δυσκολίες και τις διαψεύσεις αυτής της ζωής.
Πώς φτάνει ένας νέος Οδυσσέας, νεαρός ήλιος αυτής της ζωής να επιλέξει να δύσει τόσο νωρίς, να ζήσει στο σκοτάδι, να απαρνηθεί τη ζωή;
της Μαρίας Λιονάκη
« Ο ήλιος πια βασίλευε, βάρεσαν οι τρουμπέτες....
, έπιασαν τα κλειδιά οι νιζάμηδες και διπλοκλείδωσαν τις τέσσερεις καστρόπορτες, κανένας πια, ως να ξαναπροβάλει ο ήλιος, δεν μπορούσε να ξεμυτίσει από το Μεγάλο Κάστρο, μήτε και να μπει μέσα. Τούρκους και χριστιανούς τους αμπάρωναν μαζί την πάσα νύχτα» Νίκος Καζαντζάκης, Καπετάν Μιχάλης
Ήταν λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη Δύση ο ήλιος κι αυτή τη μέρα στο Μεγάλο Κάστρο. Όταν ο Τούρκος-Χάρος είχε στήσει καρτέρι να πάρει μια ζωή. « Κακά τον λένε Χάρο, χάρη αυτός δεν κάνει» λέει ο Καζαντζάκης. Ο ήλιος που κάθε πρωί γεννιέται στην αγκαλιά του ουρανού, όπως κάποτε ο Χριστός στη σπηλιά της Βηθλεέμ, τυλίγεται στις φασκιές του, τις ακτίνες του, κλαψουρίζει μικρός στα σπάργανά του, φοβισμένος πως θα υψώσει και σήμερα το λάβαρο της μέρας, να επαναστατήσει η ζωή. Μα λίγο μετά ξεθαρρεύει, θεριεύει, αντρώνεται, γίνεται ο πιο δοξασμένος βασιλιάς και πολεμιστής.
Ήταν λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη Δύση ο ήλιος κι αυτή τη μέρα στο Μεγάλο Κάστρο. Ο ήλιος που φωτίζει με το δικό του φως το δρόμο του, το δρόμο μας, τις χαρές μας, τις όμορφες στιγμές μας, μα αφήνει στη σκιά, στο σκοτάδι τα μεγάλα αδιέξοδα, τα αβάσταχτα βάσανα, τις πολλές λύπες μας. Που πεθαίνει στη σαρκοφάγο της θάλασσας, ενός βουνού, του ουρανού για να γεννηθεί την επομένη ξανά. Διατηρώντας μονάχος τους αυτό το προνόμιο.
Ήταν λίγο πριν πάρει το δρόμο για τη Δύση ο ήλιος στο Μεγάλο Κάστρο, όταν οι νιζάμηδες του ‘Αδη δεν πρόλαβαν να κλειδώσουν την πύλη του ένα νέο άνθρωπο να μη δεχτεί. Καθώς ο Ερμής, ο ψυχοπομπός, ήδη είχε πετάξει πάνω απ’ την Καινούργια Πόρτα, το χέρι του ‘γνεφε στη βάρκα ν’ ανεβεί. Που θα τον μετέφερε στην Αχερουσία λίμνη. Δακρυσμένες οι αρχαίες πέτρες, ώρα πριν ανάσαιναν λυπημένα, συγχρονισμένες με τη νεανική ψυχή. Τη μοίρα έδιωχναν να μην φανερωθεί. Λυγισμένες οι αλύγιστες, πηλός ξανά, δεν μπόρεσαν να φράξουν την πόρτα του Αδη, όπως κάποτε ο Κύκλωπας τη σπηλιά που είχε καταφύγει ο Οδυσσέας. Κι ο Ιησούς , πατέρας της πύλης του, τυφλώθηκε κι αποξεχάστηκε, δεν έτρεξε να σώσει της δύσμοιρης μάνας το γιο. Δεν θέλησε να σταματήσει το κακό. Το κακό που έτρεχε με άγριο καλπασμό, που ακόνιζε τα δόντια του ανήμερο, αχόρταγο λιοντάρι και θεριό.
Πώς φτάνει ένας νέος Οδυσσέας, νεαρός ήλιος αυτής της ζωής να επιλέξει να δύσει τόσο νωρίς, να ζήσει στο σκοτάδι, να απαρνηθεί τη ζωή; Πώς γίνεται νέοι άνθρωποι αρκετά συχνά δυστυχώς, να λένε όχι στο δώρο της ζωής; Να πηγαίνουν πάσο στην παρτίδα της, να αποφασίζουν το δρόμο της φυγής απ’ τον αγώνα της, να απαρνιούνται τις χαρές και τα όμορφα τοπία της; Ποια απογοήτευση είναι ικανή να τους πληγώσει τόσο; Πώς γίνεται η απελπισία να απλώνει τόσο βαθιά πλοκάμια και να πνίγει τη δίψα για ζωή; Γιατί δεν πρόλαβε η ψυχή να ατσαλωθεί, να γίνει κάστρο απόρθητο δυσκολιών, να κάνει ρίζες βαθιές που θα αντιστέκονταν στους αέρηδες των διαψεύσεων, να ανοίξει ομπρέλα στην καταιγίδα, να καταστρώσει επιτελικό σχέδιο μάχης και πολέμου; Γιατί αναμφισβήτητα πόλεμος είναι η ζωή. « Μπελάς είναι μαθές η ζωή, μόνο ο θάνατος είναι χουζούρι» λέει ο Καζαντζάκης. Πως συμβαίνει κάποιες ψυχές να είναι μεταξένιες, από νήματα λεπτά υφασμένες και να τρυπάνε, να ξεφτάνε τόσο νωρίς; Να παλιώνουν έτσι εύκολα.
Παγωμένοι, δακρυσμένοι θεατές για άλλη μια φορά όλοι μας σε αυτό που δεν μπόρεσε να προβλεφθεί, να αποφευχθεί. Με τα πιο θερμά, ολόψυχα συλλυπητήρια στην οικογένεια που υποφέρει. Που πονά στον μέγιστο πόνο. Που δεν ήθελε να της προκαλέσει ο Παναγιώτης, τόσο τρυφερό κι ευαίσθητο παιδί… με τέτοιο πάθος, αγάπη για την ιδέα του αθλητισμού, τη συλλογικότητα. Για την ομάδα που υποστήριζε. Που ήθελε να τον συντροφέψουν ενωμένοι οι φίλοι της στην ύστατη του στιγμή. Που δεν του χάλασαν χατίρι. Τα μάτια του ποτίζουν με βαθιά λύπη καθενός μας την ψυχή. Μακάρι η σκέψη μας να ζεστάνει λίγο των δικών του την παγωμένη ψυχή. Να τους παρηγορήσει. Πόσο άδικο, τόσο νέος να απαρνηθεί τη ζωή…
Κι όπως οι εξετάσεις στα Γυμνάσια είναι σε εξέλιξη κι ακούω τον άριστο μου μαθητή να απολογείται που «κόλλησε» και δεν έγραψε καλά και που το γραπτό του, λέει, δεν είναι αντάξιο του προφορικού βαθμού κι όπως οι Πανελλήνιες εξετάσεις είναι για άλλη μια φορά στη δική τους χαραυγή, ας είμαστε τώρα πια όλοι υποψιασμένοι για την εύθραυστη νεανική ψυχοσύνθεση, την εύθραυστη νεαρή ζωή. Ας ατσαλώνουμε όσο μπορούμε με αγάπη τις νεανικές ψυχές. Που δεν έχουν σκληρύνει σαν τις ψυχές των ενηλίκων, που δεν έχουν διαβρωθεί από τα ψέματα, την προσποίηση, τους συμβιβασμούς , τους υπολογισμούς. Που κοιτάζουν κατάματα τους άλλους, τα όνειρά τους και κοπιάζουν, προσπαθούν γενναία στα ατέλειωτα ξενύχτια του διαβάσματός τους. Σε μια αβέβαιη εποχή. Που ξέρουν να σέβονται, να νιώθουν ντροπή. Θέλουν ενθάρρυνση και ρέπουν στο να τραγικοποιούν. Ας τους δώσουμε να καταλάβουν ότι ο δρόμος για τα Πανεπιστήμια δεν είναι η μόνη επιλογή ζωής, ότι κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο, ότι κάθε λύπη είναι προσωρινή, ότι είναι μεγαλείο τα απλά πράγματα αυτής της ζωής κι ας είμαστε δίπλα τους χαλαροί, χαρούμενοι, αισιόδοξοι, δημιουργικοί, υποστηρικτικοί. Με δική μας όμορφη ζωή κι εμείς. Όχι κρεμασμένοι πάνω τους. Δε θέλουν διδαχές, θέλουν υγιή και καθόλου μίζερα πρότυπα ζωής. Πρέπει να αναπτύξουν άμυνες στις δυσκολίες και τις διαψεύσεις αυτής της ζωής.