Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι το ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο οι όμηροι εκφράζουν θετικά συναισθήματα και συμπάθεια προς τους απαγωγείς τους σε σημείο να υπερασπίζονται ακόμα και να ταυτίζονται με τους απαγωγείς.
Αυτά τα συναισθήματα, τα οποία δεν θεωρούνται συνηθισμένα μετά από μια εμπειρία ομηρείας λόγου του κινδύνου που υπέστησαν τα θύματα, προκύπτουν λόγο της έλλειψη κακοποίησης η το σταμάτημα της από τους απαγωγείς την οποία βλέπουν ως μια πράξη καλοσύνης. Επιπλέον όταν ένα θύμα πιστεύει τις ίδιες αξίες με τον επιτιθέμενο...
, αυτός παύει να γίνεται αντιληπτός στον εγκέφαλο ως απειλή.
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή τραυματικής συγκόλλησης, η οποία δεν απαιτεί απαραιτήτως ένα σενάριο ομηρείας, αλλά η οποία περιγράφει «ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων, όπου ένα πρόσωπο παρενοχλεί περιοδικά, χτυπάει, απειλεί, κακοποιεί, ή εκφοβίζει το άλλο.»
Ο όρος προήλθε μετά την ληστεία που έγινε σε υποκατάστημα τράπεζας στην κεντρική Στοκχόλμη τον Αύγουστο του 1973. Δύο ένοπλοι άνδρες εισέβαλαν σε αυτήν και απήγαγαν 4 υπαλλήλους της τράπεζας, τους Ελίζαμπετ Όλντγκρεν, Κρίστιν Ένμαρκ, Μπιργκίτα Λούντμπλαντ και τον Σβεν Σάφστρομ.
Μετά τη σύλληψη των δραστών, οι όμηροι προσπάθησαν να συλλέξουν χρήματα, για να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των απαγωγέων τους και αρνήθηκαν μάλιστα να καταθέσουν εναντίον τους.
Μάλιστα το Σύστημα Βάσεων Δεδομένων Ομήρων του FBI δείχνει ότι περίπου 8 τοις εκατό των θυμάτων παρουσιάζουν τέτοιες ενδείξεις συνδρόμου.
Αυτά τα συναισθήματα, τα οποία δεν θεωρούνται συνηθισμένα μετά από μια εμπειρία ομηρείας λόγου του κινδύνου που υπέστησαν τα θύματα, προκύπτουν λόγο της έλλειψη κακοποίησης η το σταμάτημα της από τους απαγωγείς την οποία βλέπουν ως μια πράξη καλοσύνης. Επιπλέον όταν ένα θύμα πιστεύει τις ίδιες αξίες με τον επιτιθέμενο...
, αυτός παύει να γίνεται αντιληπτός στον εγκέφαλο ως απειλή.
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή τραυματικής συγκόλλησης, η οποία δεν απαιτεί απαραιτήτως ένα σενάριο ομηρείας, αλλά η οποία περιγράφει «ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων, όπου ένα πρόσωπο παρενοχλεί περιοδικά, χτυπάει, απειλεί, κακοποιεί, ή εκφοβίζει το άλλο.»
Ο όρος προήλθε μετά την ληστεία που έγινε σε υποκατάστημα τράπεζας στην κεντρική Στοκχόλμη τον Αύγουστο του 1973. Δύο ένοπλοι άνδρες εισέβαλαν σε αυτήν και απήγαγαν 4 υπαλλήλους της τράπεζας, τους Ελίζαμπετ Όλντγκρεν, Κρίστιν Ένμαρκ, Μπιργκίτα Λούντμπλαντ και τον Σβεν Σάφστρομ.
Μετά τη σύλληψη των δραστών, οι όμηροι προσπάθησαν να συλλέξουν χρήματα, για να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των απαγωγέων τους και αρνήθηκαν μάλιστα να καταθέσουν εναντίον τους.
Μάλιστα το Σύστημα Βάσεων Δεδομένων Ομήρων του FBI δείχνει ότι περίπου 8 τοις εκατό των θυμάτων παρουσιάζουν τέτοιες ενδείξεις συνδρόμου.