Οσοι δημοσιογράφοι κατέχουν θέση σήμερα στα διάφορα ψηφοδέλτια θα έπρεπε να είχαν την ευθιξία να παραιτηθούν εδώ και καιρό από τη δημοσιογραφική τους δραστηριότητα. Θα ήταν έντιμη πράξη απέναντι στο κοινό τους αλλά και στους συνυποψήφιούς τους στο κόμμα, οι οποίοι βρίσκονται μπροστά σε αθέμιτο και ανήθικο ανταγωνισμό.
Η σύζυγος του Θόδωρου Ρουσόπουλου Μάρα Ζαχαρέα παίρνει συνέντευξη από τον πρόεδρο του κόμματος που επέλεξε τον σύζυγό της ως υποψήφιο....
Η Σία Κοσιώνη θέτει τις δικές της δημοσιογραφικές ερωτήσεις στο σόι της, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μάρα και Σία θα έχουν αντίστοιχο ρόλο και στο debate των πολιτικών αρχηγών, δηλαδή θα αναλάβουν να πείσουν ότι τα δικά τους καλά και συμφέροντα είναι ταυτοχρόνως κοινά και δημοσιογραφικά συμφέροντα.
Οταν το δημοσιογραφικό τραπέζι μπερδεύεται με το τραπέζι της κουζίνας και η οικιακή μπουγάδα με το πολιτικό πλυντήριο, η όποια δημοσιογραφική αιχμηρότητα καταλήγει να είναι η πλευρά του μαχαιριού μας με το οποίο απλώς κόβεται το πεπόνι μας. Ακόμη κι αν οι γυναίκες των Καισάρων είναι έντιμες ως δημοσιογράφοι, οφείλουν να δείχνουν ότι σέβονται και το κοινό τους.
Δυστυχώς, η ασέβεια που δείχνουν οι δημοσιογράφοι παρακοιμώμενοι (κυριολεκτικά) των πολιτικών είναι ίσως το μικρότερο από τα κακά στην αιμομικτική σχέση μεταξύ δημοσιογραφίας και πολιτικής. Τα εκτρώματα από αυτήν τη σχέση κοσμούν ψηφοδέλτια αφού προηγουμένως ζήσαμε τις περιπτύξεις τους μπροστά στις κάμερες, μέσα στα τηλεοπτικά στούντιο.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν είμαι οπαδός της δημοσιογραφικής ουδετερότητας. Κάθε αγχώδης προσπάθεια να εμφανιστεί η δημοσιογραφία ως ασπόνδυλη ουδετερότητα είναι δειλία ή συμφωνία με τον ισχυρό και όποιον αδικεί. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η απραξία την ώρα που κάποιος μαχαιρώνει κάποιον άλλο είναι σαφής θέση υπέρ του θύτη.
Ο δημοσιογράφος είναι πολίτης ο οποίος έχει άποψη και λειτουργεί μέσα σε μια δημοκρατία. Αν θέλετε, όντας σε έντονη σχέση με την επικαιρότητα, είναι φυσικό να είναι από τους πρώτους που διαμορφώνουν και έχουν άποψη. Δεν μπορείς να λες σε κάποιον δημοσιογράφο να μην έχει άποψη, ούτε να την αποποιηθεί σαν να είναι πουκάμισο. Αλλωστε ένα μεγάλο κομμάτι της δημοσιογραφίας, η αρθρογραφία, έχει ακριβώς αυτό το περιεχόμενο. Εχω γράψει πολλές φορές ότι δεν υπάρχει αντικειμενικότητα. Η αντικειμενικότητα είναι ο βαθμός της ευπρέπειας του υποκειμενισμού μας. Ολοι είμαστε δημιουργήματα των οικογενειών μας, των κοινωνικών προτύπων, της παιδείας μας, των εμμονών μας ή του συναισθήματός μας. Βιώματα, θρησκευτικές αντιλήψεις, πολιτικές καταβολές δημιουργούν την προσωπικότητα και τον βαθύ υποκειμενισμό μας. Στην περίπτωση του δημοσιογράφου, αυτός οφείλει να ισορροπεί σε όσα πιστεύει και όσα πρέπει να καταγράφει. Λύση δεν είναι η μη άποψη, η υποκριτική ουδετερότητα που είναι αρκετά εξυπηρετική για τον ισχυρό, αλλά ο σαφής και ειλικρινής διαχωρισμός μεταξύ της άποψης και του γεγονότος. Αυτό που δεν επιτρέπεται είναι να στριμώχνεις ή, ακόμη χειρότερα, να παραποιείς την πραγματικότητα για να χωράει στις απόψεις σου.
Αρα κάθε δημοσιογράφος έχει το προσωπικό του στίγμα και μοιραία το εκφράζει, ακόμη και με έναν μορφασμό σε ανύποπτο χρόνο μπροστά σε μια κάμερα. Οι τεχνητοί συμψηφισμοί στα πάνελ, του στιλ «ναι αλλά εσείς», μπορεί να είναι σόου υποτιθέμενης αντικειμενικότητας αλλά δεν έχουν τίποτε αληθινό. Ο δημοσιογράφος όταν έχει απέναντι μια σκανδαλώδη πολιτική ή ένα σκάνδαλο δεν αναζητά τον συμψηφισμό που θα βγάλει τον μέσο όρο ώστε να φταίνε όλοι, αλλά την αλήθεια που θα καταδείξει το σκάνδαλο.
Πάντα ωστόσο υπάρχει μια κόκκινη γραμμή. Η τοποθέτηση του δημοσιογράφου δεν μπορεί ούτε να εκπορεύεται ούτε να προσβλέπει σε οφέλη. Καταλαβαίνω την επιλογή ενός δημοσιογράφου που, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «τον κέρδισε η πολιτική», αλλά δεν θεωρώ ότι η δημοσιογραφία και η πολιτική πρέπει να συνδέονται τόσο χυδαία μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σήμερα με τη συναλλαγή των δημοσιογράφων. Το γεγονός ότι τόσο πολλοί δημοσιογράφοι, αφού θυμιάτισαν τον Μητσοτάκη, βρίσκουν θέση δίπλα του ως εξαπτέρυγα και στην πολιτική ούτε τυχαίο είναι ούτε έντιμο. Πόσο μάλλον όταν οι περισσότεροι από αυτούς δεν διακρίθηκαν στο πεζοδρόμιο του ρεπορτάζ ώστε να απορροφηθούν στην πολιτική, αλλά σε μια εκχυδαϊσμένου τύπου δημοσιογραφία που περιλάμβανε προκλήσεις και fake news.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί δημοσιολόγοι που ευθαρσώς και αδίκως δηλώνουν δημοσιογράφοι εδώ και πολύ καιρό έδιναν εξετάσεις στήριξης στον Κυριάκο Μητσοτάκη για να καταλήξουν σήμερα στα ψηφοδέλτια του κόμματος. Οταν φώναζαν για την κακή κυβέρνηση ή τη λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ εξέφραζαν άποψη ή χειραγωγούσαν την κοινή γνώμη προσβλέποντας σε μια θέση στο «γαλάζιο» ψηφοδέλτιο; Πρέπει να το απαντήσουν οι ίδιοι.
Είναι διαφορετικό πράγμα να αποκαλύπτεις ένα σκάνδαλο και με αυτό τον τρόπο να ωφελείς έστω ένα κόμμα από το να κάνεις προπαγάνδα για να κερδίσει αυτός που θέλεις – κι εσύ μαζί του. Η πλειονότητα των όψιμων κυριακομάχων της δημοσιογραφίας δεν κατάγεται από τη ΝΔ αλλά από άλλα κόμματα και κομματίδια και αυτό κάνει πιο έντονες τις υποψίες για συναλλαγή διαρκείας.
Οσοι δημοσιογράφοι κατέχουν θέση σήμερα στα διάφορα ψηφοδέλτια θα έπρεπε να είχαν την ευθιξία να παραιτηθούν εδώ και καιρό από τη δημοσιογραφική τους δραστηριότητα. Θα ήταν έντιμη πράξη απέναντι στο κοινό τους αλλά και στους συνυποψήφιούς τους στο κόμμα, οι οποίοι βρίσκονται μπροστά σε αθέμιτο και ανήθικο ανταγωνισμό. Αλλά μάλλον η ηθική δεν είναι και τόσο μέτρο σε αυτή την αντίληψη για την πολιτική. Οπως δεν είναι και στη δημοσιογραφία που αντιλαμβάνεται την πολιτική ως εισόδημα και όχι ως σύστημα ιδεών και αξιών.
ΥΓ.: Παρότι προσωπικό, νιώθω την ανάγκη να το γράψω. Λόγω των θέσεων που έχω εκφράσει και της αντιπαλότητας που δημιούργησαν οι αποκαλύψεις του Documento, με έχουν κατηγορήσει προκαταβολικά ότι προσβλέπω να γίνω διευθυντής της ΕΡΤ, βουλευτής, υπουργός και άλλα πολλά, με κριτήριο πάντα το συμφέρον. Πολλοί από τους κατηγόρους μου, που χρέωναν στο Documento τα μύρια όσα, κοσμούν σήμερα ψηφοδέλτια συναλλαγής και έχουν γελοιοποιηθεί με τη συμφεροντολογική στράτευσή τους. Η ζωή τελικώς τα ξεκαθαρίζει όλα.
Η σύζυγος του Θόδωρου Ρουσόπουλου Μάρα Ζαχαρέα παίρνει συνέντευξη από τον πρόεδρο του κόμματος που επέλεξε τον σύζυγό της ως υποψήφιο....
Η Σία Κοσιώνη θέτει τις δικές της δημοσιογραφικές ερωτήσεις στο σόι της, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Μάρα και Σία θα έχουν αντίστοιχο ρόλο και στο debate των πολιτικών αρχηγών, δηλαδή θα αναλάβουν να πείσουν ότι τα δικά τους καλά και συμφέροντα είναι ταυτοχρόνως κοινά και δημοσιογραφικά συμφέροντα.
Οταν το δημοσιογραφικό τραπέζι μπερδεύεται με το τραπέζι της κουζίνας και η οικιακή μπουγάδα με το πολιτικό πλυντήριο, η όποια δημοσιογραφική αιχμηρότητα καταλήγει να είναι η πλευρά του μαχαιριού μας με το οποίο απλώς κόβεται το πεπόνι μας. Ακόμη κι αν οι γυναίκες των Καισάρων είναι έντιμες ως δημοσιογράφοι, οφείλουν να δείχνουν ότι σέβονται και το κοινό τους.
Δυστυχώς, η ασέβεια που δείχνουν οι δημοσιογράφοι παρακοιμώμενοι (κυριολεκτικά) των πολιτικών είναι ίσως το μικρότερο από τα κακά στην αιμομικτική σχέση μεταξύ δημοσιογραφίας και πολιτικής. Τα εκτρώματα από αυτήν τη σχέση κοσμούν ψηφοδέλτια αφού προηγουμένως ζήσαμε τις περιπτύξεις τους μπροστά στις κάμερες, μέσα στα τηλεοπτικά στούντιο.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν είμαι οπαδός της δημοσιογραφικής ουδετερότητας. Κάθε αγχώδης προσπάθεια να εμφανιστεί η δημοσιογραφία ως ασπόνδυλη ουδετερότητα είναι δειλία ή συμφωνία με τον ισχυρό και όποιον αδικεί. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η απραξία την ώρα που κάποιος μαχαιρώνει κάποιον άλλο είναι σαφής θέση υπέρ του θύτη.
Ο δημοσιογράφος είναι πολίτης ο οποίος έχει άποψη και λειτουργεί μέσα σε μια δημοκρατία. Αν θέλετε, όντας σε έντονη σχέση με την επικαιρότητα, είναι φυσικό να είναι από τους πρώτους που διαμορφώνουν και έχουν άποψη. Δεν μπορείς να λες σε κάποιον δημοσιογράφο να μην έχει άποψη, ούτε να την αποποιηθεί σαν να είναι πουκάμισο. Αλλωστε ένα μεγάλο κομμάτι της δημοσιογραφίας, η αρθρογραφία, έχει ακριβώς αυτό το περιεχόμενο. Εχω γράψει πολλές φορές ότι δεν υπάρχει αντικειμενικότητα. Η αντικειμενικότητα είναι ο βαθμός της ευπρέπειας του υποκειμενισμού μας. Ολοι είμαστε δημιουργήματα των οικογενειών μας, των κοινωνικών προτύπων, της παιδείας μας, των εμμονών μας ή του συναισθήματός μας. Βιώματα, θρησκευτικές αντιλήψεις, πολιτικές καταβολές δημιουργούν την προσωπικότητα και τον βαθύ υποκειμενισμό μας. Στην περίπτωση του δημοσιογράφου, αυτός οφείλει να ισορροπεί σε όσα πιστεύει και όσα πρέπει να καταγράφει. Λύση δεν είναι η μη άποψη, η υποκριτική ουδετερότητα που είναι αρκετά εξυπηρετική για τον ισχυρό, αλλά ο σαφής και ειλικρινής διαχωρισμός μεταξύ της άποψης και του γεγονότος. Αυτό που δεν επιτρέπεται είναι να στριμώχνεις ή, ακόμη χειρότερα, να παραποιείς την πραγματικότητα για να χωράει στις απόψεις σου.
Αρα κάθε δημοσιογράφος έχει το προσωπικό του στίγμα και μοιραία το εκφράζει, ακόμη και με έναν μορφασμό σε ανύποπτο χρόνο μπροστά σε μια κάμερα. Οι τεχνητοί συμψηφισμοί στα πάνελ, του στιλ «ναι αλλά εσείς», μπορεί να είναι σόου υποτιθέμενης αντικειμενικότητας αλλά δεν έχουν τίποτε αληθινό. Ο δημοσιογράφος όταν έχει απέναντι μια σκανδαλώδη πολιτική ή ένα σκάνδαλο δεν αναζητά τον συμψηφισμό που θα βγάλει τον μέσο όρο ώστε να φταίνε όλοι, αλλά την αλήθεια που θα καταδείξει το σκάνδαλο.
Πάντα ωστόσο υπάρχει μια κόκκινη γραμμή. Η τοποθέτηση του δημοσιογράφου δεν μπορεί ούτε να εκπορεύεται ούτε να προσβλέπει σε οφέλη. Καταλαβαίνω την επιλογή ενός δημοσιογράφου που, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «τον κέρδισε η πολιτική», αλλά δεν θεωρώ ότι η δημοσιογραφία και η πολιτική πρέπει να συνδέονται τόσο χυδαία μεταξύ τους, όπως συμβαίνει σήμερα με τη συναλλαγή των δημοσιογράφων. Το γεγονός ότι τόσο πολλοί δημοσιογράφοι, αφού θυμιάτισαν τον Μητσοτάκη, βρίσκουν θέση δίπλα του ως εξαπτέρυγα και στην πολιτική ούτε τυχαίο είναι ούτε έντιμο. Πόσο μάλλον όταν οι περισσότεροι από αυτούς δεν διακρίθηκαν στο πεζοδρόμιο του ρεπορτάζ ώστε να απορροφηθούν στην πολιτική, αλλά σε μια εκχυδαϊσμένου τύπου δημοσιογραφία που περιλάμβανε προκλήσεις και fake news.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί δημοσιολόγοι που ευθαρσώς και αδίκως δηλώνουν δημοσιογράφοι εδώ και πολύ καιρό έδιναν εξετάσεις στήριξης στον Κυριάκο Μητσοτάκη για να καταλήξουν σήμερα στα ψηφοδέλτια του κόμματος. Οταν φώναζαν για την κακή κυβέρνηση ή τη λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ εξέφραζαν άποψη ή χειραγωγούσαν την κοινή γνώμη προσβλέποντας σε μια θέση στο «γαλάζιο» ψηφοδέλτιο; Πρέπει να το απαντήσουν οι ίδιοι.
Είναι διαφορετικό πράγμα να αποκαλύπτεις ένα σκάνδαλο και με αυτό τον τρόπο να ωφελείς έστω ένα κόμμα από το να κάνεις προπαγάνδα για να κερδίσει αυτός που θέλεις – κι εσύ μαζί του. Η πλειονότητα των όψιμων κυριακομάχων της δημοσιογραφίας δεν κατάγεται από τη ΝΔ αλλά από άλλα κόμματα και κομματίδια και αυτό κάνει πιο έντονες τις υποψίες για συναλλαγή διαρκείας.
Οσοι δημοσιογράφοι κατέχουν θέση σήμερα στα διάφορα ψηφοδέλτια θα έπρεπε να είχαν την ευθιξία να παραιτηθούν εδώ και καιρό από τη δημοσιογραφική τους δραστηριότητα. Θα ήταν έντιμη πράξη απέναντι στο κοινό τους αλλά και στους συνυποψήφιούς τους στο κόμμα, οι οποίοι βρίσκονται μπροστά σε αθέμιτο και ανήθικο ανταγωνισμό. Αλλά μάλλον η ηθική δεν είναι και τόσο μέτρο σε αυτή την αντίληψη για την πολιτική. Οπως δεν είναι και στη δημοσιογραφία που αντιλαμβάνεται την πολιτική ως εισόδημα και όχι ως σύστημα ιδεών και αξιών.
ΥΓ.: Παρότι προσωπικό, νιώθω την ανάγκη να το γράψω. Λόγω των θέσεων που έχω εκφράσει και της αντιπαλότητας που δημιούργησαν οι αποκαλύψεις του Documento, με έχουν κατηγορήσει προκαταβολικά ότι προσβλέπω να γίνω διευθυντής της ΕΡΤ, βουλευτής, υπουργός και άλλα πολλά, με κριτήριο πάντα το συμφέρον. Πολλοί από τους κατηγόρους μου, που χρέωναν στο Documento τα μύρια όσα, κοσμούν σήμερα ψηφοδέλτια συναλλαγής και έχουν γελοιοποιηθεί με τη συμφεροντολογική στράτευσή τους. Η ζωή τελικώς τα ξεκαθαρίζει όλα.