Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«Μολονότι το Κομμουνιστικό μανιφέστο δεν αεροβατούσε τόσο όσο
υποθέτουν πολλοί, όταν διακήρυσσε ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», ο
εθνικισμός διαδιδόταν στην εργατική τάξη παράλληλα με την πολιτική
συνείδηση, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή η ίδια η παράδοση
της επανάστασης ήταν εθνική (όπως στη Γαλλία) και επειδή οι ηγέτες και
οι ιδεολόγοι των νεότευκτων εργατικών κινημάτων είχαν αναμειχθεί βαθιά
στο εθνικό ζήτημα (όπως συνέβη σχεδόν παντού το 1848)... Οι αριστεροί
που έκαναν σαφή επιλογή ανάμεσα σε εθνικά και υπερεθνικά ιδεώδη, όπως η
υπόθεση του διεθνούς προλεταριάτου, ήταν λίγοι. Ο «διεθνισμός» της
Αριστεράς σήμαινε στην πράξη αλληλεγγύη και υποστήριξη σ’ εκείνους που
αγωνίζονταν για το ίδιο ιδανικό σε άλλα έθνη... Αλλά, όπως αποδεικνύει
το παράδειγμα του Γαριβάλδη, του Κλουζερέ της παρισινής Κομμούνας...,
αυτό δεν ήταν ασυμβίβαστο με έναν ένθερμο εθνικισμό. Ο «διεθνισμός»
μπορούσε επίσης να σημαίνει την έκρηξη του «εθνικού συμφέροντος», όπως
το όριζαν οι κυβερνήσεις και διάφοροι άλλοι. Ωστόσο, οι γερμανοί και οι
γάλλοι σοσιαλιστές που το 1870 διαμαρτυρήθηκαν από κοινού για τον
«αδελφοκτόνο» Γαλλοπρωσικό Πόλεμο δεν αδιαφορούσαν για τον εθνικισμό,
όπως τον έβλεπαν εκείνοι... Και, φυσικά, ήταν σχεδόν αδύνατο να
μην έχει η πολιτική συνείδηση εθνική χροιά. Το προλεταριάτο, όπως και η
αστική τάξη, υπήρχε μόνο θεωρητικά ως διεθνής οντότητα. Στην
πραγματικότητα ήταν ένα άθροισμα από ομάδες που ορίζονταν από το εθνικό
κράτος τους ή από την εθνική/ γλωσσική ιδιαιτερότητά τους... Και, αφού η
ιδεολογία εκείνων που θέσπιζαν τους θεσμούς και κρατούσαν τα ηνία στην
κοινωνία των πολιτών θεωρούσε ότι «κράτος» και «έθνος» ταυτίζονταν, η
κρατική πολιτική συνεπαγόταν εθνική πολιτική».
Hobsbawm, J. Eric: Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875, εκδ. ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, Αθήνα, σελ. 145-147
Πολλές
φορές, τα ένθεν κακείθεν βαρύτατα πολιτικά αναθέματα που πέφτουν επί
των κεφαλών των παντοίων αναθεματιζομένων, πέφτουν για λάθος λόγους.
Είναι ως εάν να με μέμφεσαι όχι για ό,τι πιστεύω μα απλώς διότι δεν
πιστεύω ό,τι εσύ πιστεύεις. Υπό την έννοια αυτή, οι τέτοιοι πολιτικοί
αναθεματισμοί είναι και ανόητοι και δείχνουν το μέγεθος της έλλειψης
ανεκτικότητας στην αντίθετη άποψη, ενίοτε δε και από τους πλέον
διαπρύσιους υποστηρικτές της ανοχής στην αντίθετη ιδεολογία που δίνει
περιεχόμενο στην όποια πολιτική.
Αν
έχουν λογική τα τέτοιου είδους αναθέματα, αυτή βρίσκεται μονάχα σ'
εκείνη την περίπτωση, όπου μια μειοψηφία επιδιώκει εναντίον κάθε
Δημοκρατικής Αρχής και Διαδικασίας να επιβάλλει στο Κράτος τα
μειοψηφούντα ιδεολογικά της πιστεύω κόντρα στην πλειοψηφία της άποψης
του Λαού, εκμεταλλευόμενη κάποιες θετικές γι’ αυτή .......
πολιτικές συγκυρίες
που της επιτρέπουν να διαθέτει δυσανάλογα μεγάλη εκλογική επιρροή
-πράγμα που της επέτρεψε να καταλάβει την Κυβέρνηση- σε σχέση με την
αποδοχή των ιδεολογικών της απόψεων από την ίδια την (συγκυριακά ευρεία)
εκλογική της βάση.
Το
πώς ένας πολίτης και πολύ περισσότερο ένα πολιτικό κόμμα προσεγγίζει
ένα «μείζον ζήτημα», όποιο κι αν είναι αυτό, κοινωνικό, οικονομικό,
εθνικό, εκείνο το οποίο κυρίαρχα δίνει περιεχόμενο στη διαμόρφωση
άποψης, είναι ο ιδεολογικός παράγων. Είναι το πώς ο καθείς είναι
τοποθετημένος απέναντι στην Ιστορία από την οποία αντλεί γενικότερα και
ειδικότερα «συμπεράσματα» σε σχέση με τα «μείζονα ζητήματα», συλλογικά
και ατομικά που διαπλέκονται μεταξύ τους σε διάφορα επίπεδα και βαθμούς,
με εξαίρεση τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, η οποία έχοντας διαγράψει την
κοινωνική και εθνική «συλλογικότητα» δεν αναγνωρίζει παρά την απόλυτη
κυριαρχία της «ατομικότητας», στον ίδιο βαθμό που η εξ ευωνύμων
ιδεολογία της «γνήσιας» Κομμουνιστικής Αριστεράς και του «γνήσιου»
(Αριστερού) Διεθνισμού, έχοντας διαγράψει την «ατομικότητα», δεν
αναγνωρίζει παρά την κυριαρχία της κοινωνικής «συλλογικότητας», όχι όμως
και της «εθνικής» (την οποία προσεγγίζει ως μια «λαϊκή» συλλογικότητα).
Αναμφίβολα, ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα, αναπτύσσονται ιδεολογίες πιο
«συνθετικές» που επιχειρούν να συνθέσουν ό,τι θεωρούν ως το πλέον
χρήσιμο πρόταγμα (εκεί όπου μπορεί να διαγνωσθεί τέτοια χρησιμότητα,
ανάλογα σε ποιο «άκρο» αναφερόμαστε).
Έτσι
το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ (και ειδικώς επ’ αυτού, η Αριστερά γενικότερα, με
οριακού εύρους εξαιρέσεις) προσεγγίζει το ζήτημα του ονόματος
«Μακεδονία» στο πλαίσιο της διαφοράς μας με τα Σκόπια, σε σχέση με το
πώς προσεγγίζει το ίδιο θέμα η (μη Αριστερή) συντριπτική πλειοψηφία του
ελληνικού Λαού, βρίσκει τη δικαιολογητική του βάση στην ίδια την
ιδεολογία της Αριστεράς, και ειδικότερα, σε δύο σημαντικές απόψεις της,
εκ των οποίων η μία έχει να κάνει με ένα θεμελιώδες γενικότερο πρόταγμα
(που υπερβαίνει το «ονοματολογικό» πρόβλημα), η δε άλλη, έχει να κάνει
με την αντίληψή της για τη συνέχεια του ελληνικού έθνους (που ασφαλώς
δεν έχει να κάνει με ιδεολογικά ζητήματα αλλά είναι αποτέλεσμα ιστορικής
ερμηνείας). Το πρώτο έχει να κάνει με το Θεμελιώδες Πρόταγμα του
Διεθνισμού και το δεύτερο με την διαδεδομένη εντός της Αριστεράς άποψη
που αντιτίθεται στην ιστορική από χιλιάδων ετών συνέχεια των εθνών
(γενικώς).
Συνεπώς,
με βάση τον Διεθνισμό, ό,τι για έναν μη Αριστερό και πάντως για όλους
εκείνους που δεν αποδέχονται τα Αριστερά εθνομηδενιστικά κηρύγματα,
αποτελεί «ευαισθησία σε εθνικά θέματα» μα και ό,τι θεωρεί «εθνικό θέμα»,
δεν αποτελεί πάντα ευαισθησία και θέμα «εθνικό» του ίδιου τουλάχιστον
περιεχομένου και βαθμού για έναν (διεθνιστή) Αριστερό. Δεν πρέπει
συνεπώς να προκαλεί κανενός είδους προβληματισμό ή έκπληξη, η
παρατηρούμενη στη πράξη διάσταση των «εθνικών ευαισθησιών» σε «εθνικά
θέματα». Αυτό ασφαλώς, δεν σημαίνει πως για ένα θέμα που ο μη Αριστερός
το αποκαλεί «εθνικό» ενώ ο Αριστερός μπορεί να το αποκαλεί διαφορετικά ή
ακόμα και περιγραφικά (αρκεί να αποφύγει τη χρήση του όρου «εθνικό»,
εξόν και αν τούτη η υποκατάσταση είναι αδύνατη, π.χ., πώς να αποκαλέσεις
το «Υπουργείο ΕΘΝΙΚΗΣ Αμύνης»), δεν μπορεί, παρά ταύτα, την ίδια
στιγμή, να υπάρχει μια «ευαισθησία» το ίδιο έντονη και στους δύο, στη
βάση όμως ενός άλλου παρανομαστή, περισσότερο «κοινού», π.χ., τον
«Πατριωτισμό» που κατ’ αρχήν, αλλά μονάχα κατ’ αρχήν, μπορεί να εκληφθεί
ως μια έννοια «ιδεολογικά αποφορτισμένη», αλλά, το επαναλαμβάνω, μονάχα
κατ΄ αρχήν, διότι όσο κι αυτή η έννοια αρχίζει να «φορτώνεται» με
ιδεολογικά στοιχεία, τόσο παύει να αποτελεί θέμα πρόσφορο για
«συγκλίσεις». Όμως, ακόμα και σ’ αυτή τη τελευταία περίπτωση, ενώ ο
«Πατριωτισμός» όντως μπορεί να λειτουργεί (και για όση χρονική διάρκεια
μπορεί) ως ένα είδος «υπερ-ιδεολογικής» συγκολλητικής ουσίας, είναι τώρα
ο ίδιος ο Αριστερός, ασφαλώς δε όχι και εκείνοι οι Αριστεροί που ρητά
αποκλείουν κάθε «νόθευση» του Διεθνισμού με οποιαδήποτε στοιχεία που
«μυρίζουν εθνικοφροσύνη» για τους οποίο δεν τίθεται κανένα δίλημμα για
το τι απορρίπτουν και τι αποδέχονται, που θα πρέπει να πείσει τον ίδιο
του τον εαυτό, τίνι τρόπω ο Διεθνισμός του, μπορεί να ερμηνεύει το
«Πατριωτικό» αίσθημα με τρόπο κοινό με έναν μη διεθνιστή, άρα συμβατό,
με έναν μη Αριστερό και ιδίως με έναν που δεν αποδέχεται τα
εθνομηδενιστικά κηρύγματα. Διότι ο «Πατριωτισμός», όσο «κοινά» και
συγκολλητικά κι αν μπορεί να λειτουργήσει μεταξύ των διαφορετικών
ιδεολογιών, εν τούτοις, δεν εξαφανίζει τα θεμελιώδη προτάγματά τους.
Μάλιστα εν προκειμένω, ας κάνουμε τούτη την παρέκκλιση, δεν είναι μονάχα
η Αριστερά που διαφοροποιείται «εσωτερικά» στους κόλπους της ως προς το
ζήτημα αυτό, δηλαδή της στάσης απέναντι στα «εθνικά θέματα» και στις
επ’ αυτών «εθνικές ανησυχίες». Με εντελώς διαφορετική ιδεολογική
αφετηρία αλλά με την ίδια κατάληξη, ό,τι ελέχθη παραπάνω για τον
Αριστερό Διεθνισμό, ισχύει και για την δεξιότατη νεοφιλελεύθερη
Παγκοσμιοποίηση, η οποία συναντάται με τον Διεθνισμό στο ζήτημα του
εθνομηδενισμού, ενώ, η επίσης δεξιότατου σχεδιασμού και δεξιότατης
νεοφιλελεύθερης έμπνευσης Πολυπολιτισμικότητα που ακολουθεί την
Παγκοσμιοποίηση, σχεδόν έχει «καταπιεί» και ορισμένης κατεύθυνσης
Αριστερά διεθνιστικά ρεύματα τα οποία, εξόν από τις ηχηρές τους
ρητορικές, στη πράξη, μια χαρά ακολουθούν τα εξίσου «διεθνιστικά»
προτάγματα της Παγκοσμιοποίησης, έχοντας καταπιεί αμάσητο το τυρί της
(επαναλαμβάνω νεοφιλελεύθερης έμπνευσης) Πολυπολιτισμικότητας θεωρώντας
πως ενισχύουν μέσω αυτής τον Αριστερό τους Διεθνισμό που λίγο απέχει από
το να καταστεί ένα άδειο κέλυφος, που όσο θα «αδειάζει» τόσο θα ηχεί
περισσότερο.
Σε
ό,τι δε αφορά το δεύτερη άποψη της Αριστεράς που διατυπώσαμε στην αρχή
του άρθρου, που έχει να κάνει με την αντίληψή της για τη συνέχεια των
εθνών γενικώς, και σε ό,τι μας αφορά του Ελληνικού Έθνους, κι εδώ, θεωρώ
πως βρισκόμαστε μπρος στη πραγματικότητα εκείνη που διαφορίζει την
(κατά τη δική μου εκτίμηση) κυριαρχούσα άποψη στην Αριστερά στο ζήτημα
αυτό από την ακριβώς αντίθετή της άποψη και η οποία είναι κυριαρχούσα
εκτός αυτής. Η συζήτηση για το θέμα είναι μεγάλη και δεν είναι ο χώρος
εδώ να την αναπαράγουμε ούτε καν εν περιλήψει. Ασφαλώς, κι εδώ οφείλουμε
να αντικρούσουμε όσους σπεύδουν άκριτα να μοιράσουν στη βάση αυτής της
άποψη μομφές περί «προδοσίας», πρόκειται για άποψη που δεν έχει να κάνει
με ένα συγκεκριμένο έθνος αλλά για μια άποψη που την εξάγουν οι
υποστηρικτές της στη βάση κάποιων επιχειρημάτων που βασίζονται εν μέρει
σε λογικές υποθέσεις και εν μέρει σε κάποια ιστορικά δεδομένα στα οποία
βασίζουν αυτές τις υποθέσεις τους. Την ίδια στιγμή, η αντίθετη άποψη, η
κυριαρχούσα, κι αυτή σε ιστορικά δεδομένα στηρίζεται και επομένως, ο
καθείς κάνει τις δικές του επιλογές πάνω στις διάφορες ερμηνείες που
αναπτύσσονται. Ό,τι έχει σημασία όμως εν προκειμένω, είναι αν η διάσταση
των δύο απόψεων επί του θέματος αυτού που επικαλούμαι είναι υπαρκτή ή
όχι και αν είναι διάχυτη η καθεμιά εντός τόσο της Αριστεράς όσο και της
μη Αριστεράς. Αν αυτό που εδώ ισχυρίζομαι ως αληθές, είναι όντως αληθές,
τότε, το γεγονός αυτό οδηγεί στην διαφοροποίηση της έντασης του «βαθμού
ευαισθησίας» της κάθε πλευράς έναντι του εθνικού ζητήματος του ονόματος
των Σκοπίων. Διότι, αν για όσους θεωρούν ως ακατάλυτη τη συνέχεια του
Ελληνικού Έθνους από την αρχαιότητα έως σήμερα, είναι εύκολα εξηγήσιμη η
μεγάλη τους ευαισθησία στο συγκεκριμένο αυτό «εθνικό θέμα», ενώ την
ίδια στιγμή, θεωρώ πως είναι εξίσου εύκολα εξηγήσιμη η πιο «χαλαρή»
προσέγγιση του θέματος από όσους μη θεωρώντας τον Ελληνικό Λαό ως
απευθείας απόγονο των αρχαίων Ελλήνων, αλλά ως ένα Λαό προϊόν φυλετικών
προσμίξεων με άλλες φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες με τις οποίας
συνυπάρχουμε στον ίδιο χώρο και που συντελέστηκαν (αυτές οι προσμίξεις)
στον ρου των πολλών αιώνων που μεσολάβησαν από την εποχή τουλάχιστον της
πρώτης κατάκτησης του Ελληνικού Χώρου (που εκτείνονταν πολύ πέραν των
ορίων του σημερινού ελληνικού Κράτους) από τους Ρωμαίους ίσαμε την
κατάλυση της ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εκείθεν ίσαμε την
Επανάσταση του 1821, προσμίξεις που εξαφάνισαν κάθε εθνολογικό δεσμό με
τους αρχαίους Έλληνες, αυτοί λοιπόν που εμφορούνται από αυτή την
αντίληψη, είναι απολύτως λογικό, να μην αισθάνονται ότι εκχωρούν καμία
«εθνική μας κληρονομιά» και τίποτα το «εθνικό», όπως προσεγγίζεται από
την αντίθετη άποψη της «εθνικής συνέχειας». Διότι, αν δεχτούν όσοι δεν
δέχονται την «εθνική συνέχεια» του ελληνικού έθνους, παρόλα όμως αυτά
δέχονται ότι ο ελληνικός «λαός» είναι «κληρονόμος» της πολιτισμικής
ελληνικής αρχαιότητας, πολύ απλά αυτό θα αποτελέσει μια θεμελιώδη
αντίφαση στην περί μη συνέχειας του Ελληνικού Έθνους απόψεις τους αν δεν
κατηγορηθούν ότι εξίσου με τους Σκοπιανούς ιδιοποιούνται ένα παρελθόν
με το οποίο οι ίδιοι δέχονται ότι δεν έχουμε εθνολογική σχέση και άρα το
υποκλέπτουν. Εν προκειμένω, όταν κάποιος ακούει έναν Αριστερό που δεν
δέχεται τη συνέχεια του Ελληνικού Έθνους, να ομιλεί, την ίδια στιγμή ότι
είμαστε «κληρονόμοι» του αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, χωρίς εν τούτοις
να διαθέτουμε, με βάση την εθνομηδενιστική του αντίληψη, καμία απόδειξη
περί εθνικής διαδοχής, πολύ απλά, ισχύει το και με τον χωροφύλαξ και με
τον αστυφύλαξ. Συνεπώς, οι έχοντες αυτή την άποψη περί μη συνέχειας των
Εθνών, είναι πολύ φυσιολογικό να θεωρούν ότι έχουν ένα πλεονέκτημα
έναντι των «εθνικιστών», δηλαδή, τη δυνατότητα να παίξουν τον ρόλο του
διαιτητή από τη θέση του «ουδέτερου τρίτου» (και επομένως κατά την άποψή
τους πολύ πιο «αντικειμενικού» παρατηρητή) ως προς τις προβαλλόμενες
«εθνικιστικές απόψεις» ένθεν κακείθεν, επί ιστορικώς ανύπαρκτου
ζητήματος, δηλαδή, το αν το όνομα «Μακεδονία» ανήκει στους μεν ή στους
δε επί τη βάση της «εθνικής συνέχειας». Όμως, τα πράγματα, δεν είναι και
τόσο βολικά, όσο οι διαθέτοντες το παραπάνω «πλεονέκτημα», ασκούν
κυβερνητική εξουσία, διότι, ένα από τα στοιχεία «κόστους» του να
κατέχεις την εξουσία, είναι πως ΔΕΝ μπορείς να είσαι όχι απλά ουδέτερος
μα ούτε καν να έχεις την δυνατότητα να είσαι και με τον χωροφύλαξ και με
τον αστυφύλαξ, χωρίς αυτό να το πληρώσεις πολιτικά πολύ ακριβά,
ενδεχομένως και με την απώλεια της εξουσίας, αν πρόκειται για πολύ
σοβαρό ζήτημα.
Όμως,
στο βαθμό που η παραπάνω προσέγγιση είναι σωστή, στο επίπεδο της
πρακτικής πολιτικής, τι σημαίνει για τον ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβερνητικό εταίρο
στο παρόν (κυβερνητικό) σχήμα;
Πρώτα
απ΄ όλα, θεωρώ όλες τις ιδεολογίες και απόψεις άλλοτε ως σεβαστές (όπως
εν προκειμένω) και άλλοτε απλώς ανεκτές (στο δικαίωμά τους να
διατυπώνονται, όπως οι ολοκληρωτικές ιδεολογίες, π.χ., ο φασισμός, ο
νεοφιλελευθερισμός, κ.λπ.).
Δεύτερον,
ασφαλώς, ουδείς στερείται «ευαισθησιών» για τα «Εθνικά» ή, άλλως,
«Υψίστου Γενικότερου Συμφέροντος», όμως, είναι εξίσου αληθές, ότι αυτές
προσδιορίζονται ως προς το ειδικότερο περιεχόμενό τους, (με άλλα λόγια :
διαφοροποιούνται ιδεολογικά), σε ικανό βαθμό, επί τη βάσει θεμελιωδών
ιδεολογικών προταγμάτων.
Τρίτον,
στον ίδιο βαθμό που η κάθε ιδεολογία δικαιούται να είναι σεβαστή ή
ανεκτή (κατά τα ανωτέρω) στο επίπεδο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, στον
ίδιο βαθμό, θεωρώ ως απολύτως απαράδεκτο και αντιδημοκρατικό μια
ιδεολογία να επιβάλλεται καταναγκαστικά, «εξουσιαστικώ δικαίω», ιδίως
όταν ο πολιτικός φορέας της όποιας ιδεολογίας κατέχει την Εξουσία, έχει
αναρριχηθεί στην Εξουσία στη βάση ενός εντελώς διαφορετικού προγράμματος
και επομένως έλαβε μια εντελώς διαφορετικού περιεχομένου εντολή από τον
Λαό γνωστού όντως, επιπλέον, ότι οι επί των «εθνικών θεμάτων» απόψεις
του, δεν εκπροσωπούν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, ουδέ καν μια
«καταστατικού μεγέθους» μειοψηφία.
Συνεπώς :
Με πλήρη σεβασμό στις ιδεολογικές απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ στα εθνικά θέματα.
Έχοντας
κατά νου, πως ουδέποτε έλαβε ως Κυβέρνηση από τον Λαό εντολή να
ρυθμίσει εθνικά ζητήματα, όπως αυτό του ονόματος της «Μακεδονίας» -και
όχι μόνο, το οποία μάλιστα ο ίδιος άνοιξε όπως ισχυρίζεται χωρίς έξωθεν
πιέσεις (πράγμα ακόμα πιο αδιανόητο να λαμβάνει τόσο άκαιρες από κάθε
άποψη πρωτοβουλίες).
Έχοντας
κατά νου, πως οι απόψεις του για τα εθνικά θέματα είναι διαχρονικά
γνωστές στον Ελληνικό Λαό, αλλά ουδέποτε ο τελευταίος τον επιβράβευσε
εκλογικά γι’ αυτές.
Με
βάση, τέλος, την πάγια θέση μου ότι τα Μείζονα Προβλήματα και Εθνικά
Θέματα (ή Ύψιστου Γενικού Συμφέροντος) ΠΡΕΠΕΙ να αποφασίζονται από τον
ίδιο το Λαό με Δημοψηφίσματα, άποψη η οποία απορρέει, από την πεποίθησή
μου, πως ούτε οι «300 της Βουλής», ούτε και οι ομάδες και ομαδούλες των
«Συστημικών Διαμορφωτών Γνώμης», αποτελούν το καλύτερο εχέγγυο
προκειμένου να καθοριστεί η όσον το δυνατόν άριστη πολιτική ή ληφθεί η
πλέον κοινά αποδεκτή απόφαση, αλλά και από την πεποίθησή μου, ότι
αποτελεί Ύβρη προς τη Δημοκρατία ο περιορισμός του Πολίτη στη συμμετοχή
του στο Εθνικό Γίγνεσθαι με την στιγμιαία ενέργειά του της ρήψης στη
κάλπη της ψήφου του κάθε τέσσερα χρόνια και τον αποκλεισμό του από τη
λήψη αποφάσεων σε όλα τα Μείζονος Σημασίας Θέματα της Χώρας.
Για
όλους τους παραπάνω λόγους, θεωρώ ότι η παρούσα Κυβέρνηση και ιδίως ο
«κορμός» της, ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να αποδείξει πως η Αριστερά είναι όντως
«ευαίσθητη» στα ζητήματα της Δημοκρατίας, και να προσφύγει στην κρίση
του Ελληνικού Λαού, ώστε ο τελευταίος, να αποφανθεί δημοψηφισματικά ΚΑΙ
ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΑ για τη Κυβέρνηση για το σύνολο των ανοικτών Θεμάτων Εθνικού
Συμφέροντος, ή για να το διατυπώσω με πιο «Αριστερή» φρασεολογία,
‘Υψιστου Γενικού (ή Λαϊκού) Συμφέροντος, από το Σκοπιανό Ζήτημα έως και
τα Μείζονα Κοινωνικά και Οικονομικά Θέματα.
Πολύ
δε περισσότερο, την άποψή μου αυτή, λογικά, θάπρεπε να υποστηριχτεί από
τον ΣΥΡΙΖΑ και με βάση την δική του περί «αριστείας» αντίληψη, διότι,
θα αντιφάσκει εαυτόν αν την αντίληψή του αυτή την διατηρεί για τον
ανήλικο πληθυσμό της Χώρας, τους μαθητές, όχι όμως και για τους
(ενήλικους) πολίτες του.
Τί
συνιστά δε, «Μείζονος Σημασίας» ή «Εθνικό Θέμα» ή «Ύψιστου Γενικότερου
Ενδιαφέροντος» ζήτημα που μπορεί και πρέπει να τίθεται ad hoc στον ελληνικό Λαό προς έγκριση μέσω δημοψηφίσματος;
Κάθε θέμα που έχει σημαντικές διαγενεακές επιπτώσεις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές, πολιτισμικές.