Του Πέτρου Τρουπιώτη
Για μία ακόμα φορά,
η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει την γνωστή διαδικασία , που λέγεται « πολιτική λύση»
στα ζητήματα της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.
Το έργο αυτό, γιατί κυριολεκτικά
περί έργου πρόκειται, το έχουμε δει συνεχώς την προηγούμενη χρόνιά. Με κάθε ευκαιρία
η κυβέρνηση κατέφευγε σε οποίον ευρωπαίο ηγέτη ή παράγοντα ευρωπαϊκού θεσμού, θεωρούσε
εκείνη την στιγμή ότι ήταν φιλικός προς την ίδια και ζητούσε «να λυθεί το οικονομικό
ζήτημα της χώρας» πολιτικά.
Βέβαια, για να φτάσει
στην συγκεκριμένη κίνηση , είχε προηγηθεί μια αντιπαράθεση με τους θεσμούς , ένα
είδος ελληνικού τσαμπουκά, μια λογική θα κάνω ότι θέλω. Όταν όμως, μετά από πολλές
«κατραπακιές » που στοίχιζαν χρήματα στην χώρα μας, αντιλαμβανόταν αυτό που όλοι
σχεδόν ήξεραν από την αρχή , ότι «δεν περνάνε αυτά τα βαλκανικά κόλπα», τότε κατέφευγε
στο ζήτημα της « πολιτικής ρύθμισης του ζητήματος» και της «πολιτικής διαπραγμάτευσης».
Δυστυχώς , όπως φαίνεται, ο πρωθυπουργός και
οι συνεργάτες του , επέλεξαν και πάλι «το ίδιο έργο», μια και η........ καθυστέρηση της
αξιολόγησης με πραγματικά δεδομένα, δεν μπορεί να κρατήσει άλλο, ενώ ο φόβος
για το πολιτικό κοστος των μέτρων αλλά και διαφορές ιδεοληψίες που δεν αφήνουν
να ληφθέν οι κατάλληλες αποφάσεις, οδηγεί σε συνεχείς αναβολές.
Έτσι, από την μια επιδεικνύουμε
προς το εσωτερικό μέτωπο , για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους μια «σκληρή στάση»
και από την άλλη , απευθυνόμαστε και πάλι στον Γάλλο Πρόεδρο, τον Πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου
και ορισμένους ακόμα οι όποιοι συνεχίζουν (έστω και με βαριά καρδιά) να μας ακούν,
ζητώντας λύση πολιτική.
Μόνον που εδώ υπάρχουν
δυο ζητήματα.
Το ένα , έχει να κάνει
με το κατά πόσον οι Ευρωπαίοι εταίροι, είναι διατεθειμένοι να μας στηρίζουν , όταν
βλεπουν πως κάθε έξι μήνες , μετά από αναβολές, καθυστερήσεις και αλλά, ζητάμε
και πάλι να κάνουν τα στραβά μάτια.
Και όπως φαίνεται, έχει
εξαντληθεί η υπομονή όχι μόνον της βασικής παίκτριας των απέναντι, της κ Μέρκελ,
αλλά και των υπολοίπων , που μας ακούν συγκαταβατικά και ακόμα υπόσχονται βοήθεια.
Μόνον που δεν είναι σίγουρο ότι θα την προσφέρουν στο τέλος και κυρίως όπως εμείς θέλουμε.
Το δεύτερο όμως ζήτημα
είναι πιο βασικό και κρίσιμο για την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Μια πολιτική λύση στο
θέμα της αξιολόγησης, μπορεί να δώσει το πράσινο φως για την εκταμίευση των αναγκαίων
για να πληρώσουμε τις διεθνείς υποχρεώσεις μας, κεφαλαίων, όμως δεν λάβει το βασικό
πρόβλημα της χώρας. Την αξιοπιστία της στον οικονομικό τομέα.
Γιατί τα διεθνή φαν αλλά
και οι μεγάλοι ξένοι επενδυτές (ιδιώτες ή και κρατικοί φορείς) θελουν για να επενδύσουν
στην χώρα μας , να έχουν μια οικονομική αξιολόγηση. Ένα πράσινο φως με καθαρά οικονομικά
κριτήρια και όχι με βάση πολιτικά δεδομένα.
Γιατί οι επενδύσεις χρειάζονται
καθαρό και σταθερό οικονομικό περιβάλλον και όχι περιβάλλον που έχει χαρακτηρίσει
«καθαρό», για πολιτικούς λόγους.
Έτσι, μια αξιολόγηση με «πολιτικά κριτήρια» μπορεί να δώσει
μια ανάσα στην χωρά και να μην οδηγηθεί σε πιστωτικό γεγονός τον Ιούλιο όμως δεν
την βοηθά να προσελκύσει επενδύσεις.
Και έτσι, ξαναγυρνάμε
στον ίδιο φαύλο κύκλο, να κυνηγάμε πάλι την ουρά μας.
Και ο κάθε καλόπιστος
παρατηρητής των γεγονότων στην χώρα μας αναρωτιέται γνωρίζουν τα δεδομένα και
το κάνουν επίτηδες ή έχουν άγνοια. Και στις δυο περιπτώσεις, πάντως, ζήτω που καήκαμε…