[Γιατί μουσουλμάνοι που μεγάλωσαν στην Ευρώπη πάνε και πολεμούν στο πλευρό του Ισλαμικού Κράτους; Φταίει η φτώχεια; Η μη ένταξή τους; Ο ρατσισμός; Μερικές καλές απαντήσεις θα τις βρείτε σε αυτό το άρθρο που ακολουθεί τις ζωές 4 νεαρών μουσουλμάνων που βρέθηκαν από την Αγγλία στη Συρία να πολεμούν για το Ισλαμικό Κράτος και πλέον μόνο ο ένας βρίσκεται εν ζωή]....
[Μετάφραση-Επιμέλεια για το Kollect: I’m possible]
***
Άρχισαν γράφοντας θεατρικά, κάνοντας μουσική, παίζοντας ποδόσφαιρο ονειρευόμενοι ένα λαμπρό μέλλον. Μετά όλα διαλύθηκαν. Τώρα οι τρεις έχουν σκοτωθεί στη Συρία και ο τέταρτος πολεμά ακόμη.
Του Mark Townsend
Το θεατρικό λεγόταν «μη με κρίνεις», μία σάτιρα πάνω στα στερεότυπα για τους Βρετανούς μουσουλμάνους. Γράφτηκε, σκηνοθετήθηκε και ανέβηκε από έναν 15χρονο από το Μπράιτον, ονόματι Amer Deghayes, ο οποίος εμπνεύστηκε από τους λιγότερο χτυπητούς τίτλους της daily mail και της Sun. «Ήταν τόσο γελοίοι, που με έκαναν να ξεκαρδίζομαι», είπε σε κάποιον από τους ενήλικες που βοήθησαν με την παραγωγή. Το έργο, που συνοδευόταν από ένα ραπ σάουνττρακ από τη μπάντα του ίδιου του Amer, τη Blak n’ Deka, έκανε τουρνέ στα θέατρα της νότιας ακτής το 2010, κερδίζοντας βραβεία και πολλούς επαίνους.
Ο Amer, που είχε βλέψεις να γίνει σοβαρός δημοσιογράφος, ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Δύο από τους αδερφούς του ήταν δίδυμοι, ο Abdulrahman και ο Abdullah, ένα χρόνο μικρότερο και φανατικοί με τη μπάλα και οι δύο. Μετά ήταν ο Jaffar, μελετηρός, ένας λεπτοκαμωμένος 13-χρονος που πάντα ήθελε να γίνει πυροσβέστης. Τα αδέρφια ήταν δεμένα μεταξύ τους παίζοντας παιχνίδια στο πάρκο και κολυμπώντας, τρέχοντας απρόσεχτα στις παραλίες του Αγγλικού καναλιού. Στο facebook, υπάρχουν φωτογραφίες που δείχνουν τον Amer να χαμογελάει πλατιά προσποιούμενος ότι καταπίνει έναν αστερία, δίπλα από την προβλήτα του Μπράιτον.
Όταν δεν περνούσε χρόνο με την οικογένειά του, ο Amer, ήταν παρέα με τον καλύτερό του φίλο, τον Ibrahim Kamara, έναν πρόσφυγα από τη Σιέρα Λεόνε. Έκαναν τα πάντα μαζί, συχνά έγραφαν ραπ τραγούδια και πολιτικοποιημένα σενάρια για ταινίες. Το τελευταίο κοινό τους πρότζεκτ ήταν ένα ντοκιμαντέρ που θα διερευνούσε τις ανασφάλειες της εφηβείας, με τίτλο Εγώ, Ο εαυτός μου & Πριν. Σε έναν έρανο για χρηματοδότηση που έκαναν το 2012, ο Amer και ο Ibrahim έγραψαν: «Υπάρχουν στιγμές στη ζωή όπου δεν νιώθουμε σίγουροι για το μέλλον, που νιώθουμε διαφορετικοί, απομονωμένοι και μόνοι. Οι έφηβοι συχνά είναι μπερδεμένοι και νιώθουν σαν εξόριστοι».
Η κυρίαρχη ορθοδοξία αναφέρεται στην Ισλαμική ιδεολογία ως την κινητήρια δύναμη – και είναι προφανώς ένα απαραίτητο στοιχείο, αν όχι πάντα η κυρίαρχη παρακίνηση. Αυτό που είναι λιγότερο κατανοητό είναι η διαδικασία κατά την οποία νέοι άνθρωποι αποξενώνονται με την ίδια τους τη χώρα, και ψάχνουν για επιβεβαίωση της ταυτότητάς τους σε έναν εμφύλιο πόλεμο κάπου μακριά.
Βάσει λεπτομερούς μαρτυρίας οικογένειας, φίλων, αστυνομίας, κοινωνικών λειτουργών και υψηλά ιστάμενων στην αντιτρομοκρατική, η ιστορία του Amer Deghayes και των αδερφών του προσφέρει διορατική ματιά όσον αφορά τη ριζοσπαστικοποίηση των νέων στη Βρετανία. Το ταξίδι τους από την νότια ακτή στη Συρία δε μπορεί να αποδοθεί σε έναν μόνο παράγοντα, αλλά περιλαμβάνει ρατσιστική κακοποίηση, ισχυρισμούς για αμέλεια από την αστυνομία, και τη συλλογική αποτυχία πλήθους αρχών – όχι μόνο αυτών που έχουν την ευθύνη της προστασίας ευάλωτων ομάδων νέων, αλλά και αυτούς που έχουν την ευθύνη να αποτρέπουν τη ριζοσπαστικοποίηση.
Η ιστορία τους απηχεί ό,τι γνωρίζουμε ως τώρα για τους νέους Ευρωπαίους μουσουλμάνους που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές ενέργειες στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες – πιο συγκεκριμένα, μία κουλτούρα εγκληματικότητας που εξελίσσεται σε εξτρεμισμό, καθώς και η σύνδεση μεταξύ ριζοσπαστικοποιήμενων αδερφών. Θέτει μία δύσκολη ερώτηση σχετικά με την ενσωμάτωση στη Βρετανία: αν η πολυπολιτισμικότητα παραπαίει σε μία πόλη που θεωρείται μία από τις πιο φιλελεύθερες στο Ηνωμένο Βασίλειο, τότε τι ελπίδα υπάρχει για τις υπόλοιπες; Πάνω από όλα, επιβεβαιώνει πόσα λίγα καταλαβαίνουμε για τα κίνητρα που σπρώχνουν νεαρούς Βρετανούς στα πεδία μάχης της Συρίας.
Το καλοκαίρι του 2008, η οικογένεια Deghayes έφτασε στο Saltdean, ένα παραθαλάσσιο χωριό μερικά μίλια έξω από το Μπράιτον. Είχαν περάσει τα προηγούμενα δύο χρόνια στη Λιβύη με τη ευρύτερη οικογένειά τους, που έκαναν μία άνετη μεσοαστή ζωή στην Tρίπολη. Αλλά στους γονείς του Amer, Einas και Abudaker, έλειπε η Αγγλία και αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να επιστρέψουν.
Ο Omar Deghayes, ο αδερφόw του Abudaker και θείος του Amer, είχε πρόσφατα επιστρέψει στο Μπράιτον. Ο Omar είχε συλληφθεί όσο έμενε στη Λαχόρη τον Απρίλιο του 2002, και μεταφέρθηκε στο Γκουαντάναμο, όπου βασανίστηκε. Ένα επεισόδιο κατά το οποίο ένας Αμερικανό φύλακας του επιτέθηκε βίαια, άφησε τον Omar τυφλό από το δεξί μάτι. Στον Omar δεν αποδόθηκε ποτέ καμία κατηγορία. Σύμφωνα με τους δικηγόρους του, οι ΗΠΑ τον είχαν αρχικά ταυτοποιήσει ως έναν τζιχαντιστή που πολέμησε στην Τσετσενία, και έλεγαν ότι τον είχαν σε βίντεο να κραδαίνει ένα Καλάσνικοφ. Αφού οι δικηγόροι πήραν το υλικό, είπαν ότι ήταν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, ένας τζιχαντιστής από τη Σαουδική Αραβία που είχε πεθάνει το 2004. (Η βρετανική κυβέρνηση ζήτησε την απελευθέρωσή του, μαζί με άλλων τεσσάρων άλλων Βρετανών κατοίκων που κρατούνταν στο Γκουαντάναμο, τον Αύγουστο του 2007.)
Ο Abudaker και η Einas ήθελαν να χτίσουν ένα καινούριο μέλλον στο Saltdean. Ο Amer και οι δίδυμοι, ο Abdulrahman και ο Abdullah, στάλθηκαν στο Longhill High, ένα σχολείο του οποίου οι μαθητές ήταν από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές του Μπράιτον. Σύμφωνα με φίλους της οικογένειας, τα αγόρια Deghayes, τα οποία ανήκαν σε μια πολύ μικρή μειοψηφία μουσουλμάνων μαθητών, στοχοποιήθηκαν ανηλεώς. Κοροϊδίες όπως «Πάκι» (Πακιστανοί) και «τρομοκράτες» τους ακολουθούσαν παντού. Σε ένα περιστατικό, οι μαθητές έριξαν νερό στους δίδυμους στην καντίνα. Το Saltdean Oval, το πάρκο όπου τα παιδιά έπαιζαν μπάλα τα απογεύματα του καλοκαιριού, γρήγορα έγινε ένα μέρος όπου φοβόντουσαν να πάνε.
Με τον καιρό οι επιθέσεις οξύνθηκαν. Ένα αντι-μουσουλμανικό γκραφίτι εμφανίστηκε σε έναν τοίχο πέρασμα μπροστά στη θάλασσα στο Saltdean μόλις 200 μέτρα από το σπίτι των Deghayes. Την 1η Ιουνίου του 2009, σύμφωνα με αστυνομικά blog, η φράση «Αποκεφαλίστε όλους τους μουσουλμάνους» ζωγραφίστηκε με τεράστια κεφαλαία γράμματα, δίπλα από τα καταλύματα που βρίσκονταν στο μήκος της ακτής. Μόλις οι υπάλληλοι του δήμου τα έσβηναν, ξαναεμφανίζονταν.
Οι απειλές δεν ήταν μόνο απειλές από τα παιδιά της περιοχής. Η αστυνομία του Sussex είχε πληροφορίες ότι το νέο-ναζιστικό Εθνικό Μέτωπο έφτιαξε παράρτημα στο Saltdean για να στοχοποιήσει την οικογένεια Deghayes. «Kαι άλλες οργανωμένες ακροδεξιές ομάδες είχαν επίσης στοχοποιήσει την οικογένεια Deghayes», έγραφαν τα αρχεία, αναφερόμενα στην Αγγλική Αντιμουσουλμανική Αμυντική Ομάδα (anti-Muslim English Defence League) και τους Casuals United, ένα δίκτυο ακροδεξιών ποδοσφαιρικών χούλιγκαν, που βλέπουν τους εαυτούς τους ως έναν «έτοιμο στρατό» ενάντια στο Ισλάμ. Και οι δύο ομάδες απηύθυναν κάλεσμα προς άτομα με παρόμοια ιδεολογία να στοχοποιήσουν το σπίτι της οικογένειας Deghayes, δημοσιοποιώντας τις «διευθύνσεις του τζαμιού (που η οικογένεια επισκεπτόταν) και σπιτιών σε ακροδεξιά σάιτ με επίκληση για δράση», σύμφωνα με πληροφορίες της αστυνομίας.
Αστυνομικά αρχεία από τον Σεπτέμβριο του 2009, φανερώνουν την έκταση της στοχοποίησης που είχε δεχτεί η οικογένεια. Στις 3 Σεπτεμβρίου, στο τζάμι του αυτοκινήτου της οικογένειας Deghayes, που ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι τους στην οδό Arundel Drive East, βρέθηκε σπασμένο. Στις 7 Σεπτεμβρίου, οι δίδυμοι, δέχτηκαν ρατσιστική επίθεση στο σχολείο και οι δράστες ακούστηκαν να προσβάλλουν τη μητέρα των παιδιών. (Οι δίδυμοι αντέδρασαν βίαια και αποβλήθηκαν.)
Λιγότερο από μία εβδομάδα αργότερα, η Einas ήταν στο λεωφορείο 27 από το Μπράιτον με τον Amer και τα αδέρφια του όταν μία ομάδα νέων τους περικύκλωσαν. Κινούμενοι προς το μέρος τους, τους έκαναν νοήματα ότι θα τους κόψουν το λαρύγγι και τους έλεγαν: «Είστε νεκροί». Στις 11 Σεπτεμβρίου, λίγο μετά το σούρουπο, μια μεγάλη ομάδα νεαρών μαζεύτηκαν στην μπροστινή αυλή, πετώντας μπουκάλια, τούβλα και πέτρες στο σπίτι, και σπάζοντας το τζάμι της τραπεζαρίας. Στις 14 Σεπτεμβρίου, ένας από τους δίδυμους έλαβε ανώνυμες απειλές στο facebook και έγιναν νέες επιθέσεις στο σπίτι και το αυτοκίνητο των Deghayes. Στις 22 Σεπτεμβρίου, καθώς περπατούσαν από το σπίτι στο σχολείο, οι δίδυμοι δέχτηκαν επίθεση από μία ομάδα που φορούσε κουκούλες. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, πάτησαν τον Αabdullah επανειλημμένα στο κεφάλι και τον κλώτσησαν στα πλευρά.
Τα αρχεία της αστυνομίας για τον μήνα Σεπτέμβριο του 2009 σταματούν εδώ – αλλά υπάρχει μία προσθήκη που λέει ότι «η οικογένεια δεν ανέφερε πολλά άλλα περιστατικά που συνέβησαν τον ίδιο μήνα».
Στο Μπράιτον, ο καλύτερος φίλος του Amer, ο Ibrahim, περνούσε το δικό του μαρτύριο. Έφτασε στη Βρετανία με τη μητέρα του το 2004 σαν πρόσφυγας από τη Σιέρα Λεόνε. Όταν ήταν ενός έτους, οι αντικυβερνητικοί αντάρτες από το Επαναστατικό Ενωμένο Μέτωπο επιτέθηκαν στο χωριό τους έξω από την πρωτεύουσα, τη Freetown. «Πήρα το μωρό μου και τρέξαμε να σωθούμε. Η βία δεν είναι αστείο για μένα. Την έζησα, έχω δει τι μπορεί να κάνει», μου είπε η Khadijah, μητέρα του Ibrahim, όταν μιλήσαμε νωρίτερα φέτος.
Ο Ibrahim γνωρίστηκε με τον Amer στο τζαμί al-Quds στην οδό Dyke Road στο Μπράιτον, όπου ο πατέρας του Amer είχε σημαίνουσα θέση. Οι δύο έφηβοι ταίριαξαν με τη μία: σε ένα περιβάλλον όπου το να είσαι σκληρός μετράει, και οι δύο ήταν φανερά χαλαροί, έβγαλαν από πάνω τους τις κοροϊδίες των ρατσιστών νταήδων και φαίνονταν σαν συμπαθητικοί και κοινωνικοί νεαροί. Επιπλέον θεωρούνταν αρκετά καλοί ράπερς – μέσα στους καλύτερους του περίγυρού τους. «Ήταν αρεστοί, ευχάριστα παιδιά», είπε ο φίλος τους Tommy Simmons, που είναι τώρα 19. «Ο Ibrahim έκανε τους πάντες να γελούν, ήταν κάποιος που σε έκανε να νιώθεις καλύτερα.» Όταν δεν ράπαρε, ο Ibrahim βοηθούσε τη μητέρα του στο φιλανθρωπικό κατάστημα που διατηρούσε, στην οδό Lewes Road στο Μπράιτον.
Την άνοιξη του 2010, o Ibrahim χτυπήθηκε άγρια στους δρόμους του Bevendean, στο βόρειο Μπράιτον. Σύμφωνα με τη μητέρα του, ο πατέρας ενός έφηβου που νωρίτερα είχε βρίσει ρατσιστικά αυτή και το γιο της «πλήρωσε κάποιον να χτυπήσει τον Ibrahim». Ο γιος της ήταν στο νοσοκομείο για μέρες. «Μας έλεγαν Πακιστανούς, νέγρους, τα πάντα», θυμάται.
Το 2010, υψηλά ιστάμενοι των κοινωνικών υπηρεσιών που είχαν την ευθύνη να προσέχουν την οικογένεια Deghayes, κατέληξαν ότι ο ρατσισμός διάβρωσε την ικανότητα της οικογένειας να ανταπεξέλθει. Ενώ οι δίδυμοι, ο Abdullah και ο Abdulrahman, αναλώνονταν καθημερινά σε καυγάδες με τους «βασανιστές» τους, ο Amer παρέμενε χαλαρός. «Η θέση μου, ακόμα και όσον αφορά το ρατσισμό, ήταν να λύνω τέτοια προβλήματα με μη βίαιο τρόπο. Δεν το άφηνα να με επηρρεάζει, δε το άφηνα να με ρίχνει», μου είπε σε μία συνέντευξη στις αρχές του έτους.
Η οικογένεια ζήτησε προστασία από την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια των συνεχών επιθέσεων στο σπίτι τους το 2009, έγιναν εφτά συλλήψεις αλλά σε κανέναν δεν αποδόθηκαν κατηγορίες. Άλλα περιστατικά που περιλάμβαναν ρατσιστική βία έναντι των αγοριών Degahayes δεν διερευνήθηκαν από τη γενική Εισαγγελία, σε κάποιες περιπτώσεις λόγω ελλιπών στοιχείων, και σε άλλες δεν θεωρήθηκε αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.
Τον Μάρτιο του 2010 οι δίδυμοι, Abdulrahman και Abdullah, είπαν στους κοινωνικούς λειτουργούς ότι ένιωθαν ότι ο ρατσισμός ήταν υπαρκτός και μέσα στην αστυνομία και ότι δεν υπήρξε επαρκής δράση σχετικά με τις καταγγελίες τους για παρενόχληση και αντικοινωνική συμπεριφορά. Ένιωθαν ότι οι καταγγελίες τους «δεν διερευνήθηκαν». Η Jackie Chase, μία φίλη της οικογένειας, μου είπε. «Οι αρχές μετατράπηκαν σε κάτι απειλή αντί για προστασία». Το 2010, ο πατέρας του αγοριού, ο Abudaker, είπε στην αστυνομία ότι «οι γιοι του ριζοσπαστικοποιήθηκαν λόγω της αδράνειας της αστυνομίας σχετικά με τις καταγγελίες τους».
Η αστυνομία του Sussex δεν κοινοποιεί υποθέσεις σε μεμονωμένα άτομα αλλά είπε ότι διερεύνησε όλες τις καταγγελίες που έγιναν ενάντια στο σώμα. Παρόλα αυτά, δεν ήταν παρά στο τέλος του 2011 που η αστυνομία κανόνισε ένας μη λευκός αστυνομικός να συναντήσει τα αγόρια Deghayes και επίσημα να συζητήσουν γιατί ένιωθαν ότι η αστυνομία δεν τους συμπεριφέρθηκε δίκαια.
Ενώ υπόκεινταν συστηματικά στο ρατσισμό και αβέβαιοι για τον αν μπορούν να εμπιστευτούν τις αρχές, τα αγόρια Deghayes θα πρέπει να ένιωσαν τον πειρασμό να βρουν καταφύγιο στη σταθερότητα της οικογένειάς τους. Αλλά η ζωή μέσα από τους ασπρισμένους τοίχους του σπιτιού τους στο Saltdean μόνο ήρεμη δεν ήταν. Για χρόνια, η αστυνομία δεχόταν ισχυρισμούς ότι η οικογένεια υπέμενε επίσης τη βίαιο χαρακτήρα του Abubaker. Καταγγελίες σχετικά με τις συγκρούσεις στο σπίτι τους, ήρθαν ξανά στην επιφάνεια τον Νοέμβριο του 2010 όταν κάποιος τρίτος ανησύχησε και απευθύνθηκε σε μια φιλανθρωπική οργάνωση για βοήθεια.
Όσο οι αρχές διερευνούσαν, υπήρξαν και άλλες καταγγελίες, συμπεριλαμβανομένης μίας όπου ο Abubaker μαστίγωσε τους γιους του με ηλεκτρικά καλώδια. Πληγές και πολλές μελανιές βρέθηκαν στις πλάτες των παιδιών. Ο Abubaker διαψεύδει έντονα αυτούς τους ισχυρισμούς.
Στις 23 Νοεμβρίου του 2010, σε ένα συνέδριο προστασίας ανηλίκων, κοινωνικοί λειτουργοί, αστυνομία και υπάλληλοι υγείας κατέληξαν ότι ο Amer, ο Abdylrahman, ο Abdullah και ο Jaffar, «δέχονταν πραγματική συναισθηματική και σωματική κακοποίηση».
Παρότι οι αξιωματικοί συνέταξαν σχέδιο προστασίας για τα αγόρια, φαίνεται ότι οι αρχές ξανά απέτυχαν στο να τα προστατέψουν αποτελεσματικά. O Abubaker συνελήφθη και αφέθηκε λίγο αργότερα. Οι αυστηροί όροι εγγύησης του απαγόρευαν να επισκέπτεται το σπίτι της οικογένειας, και ακόμα και το Saltdean. Παρόλα αυτά ο πατέρας «παρενέβη συστηματικά τους όρους εγγύησης και συνέχισε να επισκέπτεται τα αγόρια, σύμφωνα με την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης λέγεται ότι ο Abubaker απέτρεψε κλήσεις για βοήθεια, αποσυνδέοντας το τηλέφωνο.
Στο τέλος, τα παιδιά απέσυραν τις αρχικές δηλώσεις τους ενάντια του πατέρα τους και δεν αποδόθηκαν κατηγορίες. « Τα παιδιά έστειλαν γράμματα, αποσύροντας την ζήτηση δίωξης. Αργότερα είπαν στην αστυνομία ότι τους είχε πει ο Abubakerτι να γράψουν», σύμφωνα με τα αρχεία της αστυνομίας.
O Abubaker συστηματικά αρνιόταν οποιαδήποτε πράξη βίας ενάντια στη γυναίκα του ή τους γιους του. Λέει ότι τέτοιοι ισχυρισμοί ήταν μέρος της ρατσιστικής βεντέτας που προωθούσαν οι εχθροί του.
Για τον Amer και τους αδερφούς του, ο αθροιστικός αντίκτυπος όλων αυτών ήταν βαθύς. Η ομάδα του δήμου για τη βοήθεια προβληματικών οικογενειών πιστεύει ότι τα παιδιά ήταν θύματα «σοβαρής συναισθηματικής κακοποίησης». Η έκθεσή τους στη βία υπήρξε τόσο επιβλαβής που πιθανότατα είχαν «συμπτώματα μετατραυματικού στρες».
Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 2011, η Εinas και οι γιοι της τράπηκαν σε φυγή από το Saltdean για το Μπράιτον. H έκτακτη κατοικία τους, στο Preston Drove, ήταν μια βικτωριανή μεζονέτα μεταξύ των τακτοποιημένων ομοιόμορφων σπιτιών των προαστίων στο Preston Park. Το σπίτι, το οποίο τους παραχωρήθηκε από τον δήμο, ήταν γεμάτο υγρασία, και νερό έσταζε από τους τοίχους όταν έβρεχε. Είχε τόσο κακή μόνωση που τα έξοδα θέρμανσης συντέλεσαν στην υπερχρέωση της οικογένειας.
Ένας δημόσιος υπάλληλος από την υπηρεσία του δήμου για τις διαπολιτισμικές οικογένειες, κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου ρουτίνας τον Μάρτιο του 2011, περιέγραψε μία απαράδεκτη σκηνή. Όλη η οικογένεια ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. «Το σπίτι ήταν παγωμένο και το νερό έτρεχε από μία ηλεκτρική υποδοχή στο ταβάνι, πάνω στον Jaffar ο οποίος προσπαθούσε να κοιμηθεί στο βρεγμένο κρεβάτι του.»
Η οικογένεια συνέχισε να υπόκειται σε ρατσιστική βία, σύμφωνα με τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως και ο Ibrahim Kamara και η μητέρα του Khadijah. Η Khadijah λέει ότι αναγκάστηκε να μετακομίσει συνολικά 11 φορές σε διάστημα 6 χρόνων αφότου στοχοποιήθηκε από ρατσιστές. «Έπρεπε να μετακομίσουμε σε ένα μέρος στο Seaford όπου δεν υπήρχε ψυγείο, ούτε κουζίνα. Τα παιδιά μου κι εγώ ζούσαμε με φαγητό απ’ έξω», μου είπε τον περασμένο Δεκέμβρη. Για οχτώ εβδομάδες το 2013, ο Ibrahim και η μητέρα του κοιμόνταν στο πάτωμα του καταστήματός της. «Το να πρέπει να μετακομίζουμε εξαιτίας ρατσιστικής παρενόχλησης επηρέασε τα παιδιά μου πολύ και για αυτό επηρέασε και μένα, είπε η Khadijah.
O Amer εστίασε τις προσπάθειές του στις σπουδές του, κάνοντας μια πρακτική στη βιβλιοθήκη του Saltdean.Οι δίδυμοι όμως, είχαν ήδη αρχίσει να ανταποδίδουν τα χτυπήματα. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 2011, ο Αbdullah και ο Αbdulrahman κέρδισαν μια σειρά από καυγάδες στο δρόμο ενάντια των νεαρών που τους παρενοχλούσαν στο παρελθόν. Μέχρι το καλοκαίρι είχαν εξασφαλίσει το σεβασμό άλλων προβληματικών εφήβων, πολλοί από τους οποίους ήταν ήδη γνωστοί στους κοινωνικούς λειτουργούς και την αστυνομία της πόλης.
Οι 15-χρονοι δίδυμοι σύντομα έγιναν αρχηγοί μιας συμμορίας περίπου 20 νεαρών που τους φοβόντουσαν στο Μπράιτον. Ο Abdullah έκανε μικροκλοπές στο δρόμο και σε καταστήματα. Τον ανέκριναν και για μία βίαιη επίθεση ενάντια ενός Ιταλού φοιτητή. Η νότια πλευρά του London Road, μία περιοχή υποβαθμισμένη με πολλά καταστήματα «ό,τι πάρεις μία λίρα» και ηλεκτρονικά παιχνίδια, έγινε το στέκι της συμμορίας.
O Amer παρακολουθούσε αβοήθητος τον μικρό αδερφό του Jaffar, 13 ετών να βουλιάζει στη βία. Κοντά στο τέλος του 2011, οι κοινωνικοί λειτουργοί παρατήρησαν μία σημαντική μεταστροφή των αδερφών του Amer, που από θύματα είχαν μετατραπεί σε θύτες: «Τα αγόρια είναι δράστες και κάνουνε νταηλίκια στην πόλη, ψάχνοντας για ενσωμάτωση και την αίσθηση του ανήκειν στην κουλτούρα των συμμοριών.» Η αστυνομία εκείνον τον καιρό έβλεπε τους τρεις μικρότερους αδερφούς σαν «ένα οικογενειακό κύμα εγκληματικότητας».
Μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, οι δίδυμοι είχαν γίνει τόσο διαβόητοι που η σύμπραξη για τη μείωση της σγκληματικότητας στο Μπράιτον, μία συμμαχία μεταξύ αστυνομίας και δημοτικών υπαλλήλων, συμφώνησαν σε μια ανακοίνωση που απαγόρευε την είσοδο στον Abdullah και τον Abdulrahman σε μια μεγάλη περιοχή της πόλης, που εκτεινόταν από το κέντρο μέχρι την μαρίνα, 3χλμ πιο πέρα.
Με τον πατέρα τους να μην μένει πια μαζί τους, οι δίδυμοι άρχισαν να παίρνουν τον έλεγχο τους σπιτιού, προσκαλώντας άλλα μέλη της συμμορίας τους να μένουν μαζί τους. Οι νέοι συγκάτοικοι έλεγα ψέματα στην Einas για να εκμεταλλευτούν την καλοσύνη της – λέγοντάς της ότι είναι άστεγοι και ότι πεινούν. Ένας υπάλληλος από την υπηρεσία στέγασης περιέγραψε ότι είδε τους δίδυμους να «διατάζουν με φωνές» τη μητέρα τους. Η Αστυνομία λάμβανε συχνά καταγγελίες για αγνοούμενους εφήβους, για να διαπιστώνει ύστερα ότι έμεναν στο σπίτι των Deghayes. Κατά τη διάρκεια του 2012. Οι γείτονες ανέφεραν δυνατή μουσική μέχρι τις πρωινές ώρες, πόρτες να χτυπάνε, και ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Η Einas την οποία περιγράφουν ως γλυκιά και γενναιόδωρη αυτοί που την γνωρίζουν, φαίνεται να έχει εξαντληθεί εντελώς, με το να φροντίζει τα παιδιά της αλλά και τους άλλους έφηβους που έρχονταν να μείνουν σπίτι της. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο έχει μόνο έναν σύμμαχο, τον Amer. Ενώ οι αδερφοί του συνεχώς προκαλούν προβλήματα, ο Amer ποτέ δεν τράβηξε την προσοχή της αστυνομίας. Μπροστά σε όλο αυτό το χάος, οι κοινωνικές υπηρεσίες τον περιέγραφαν σαν βράχο, προσφέροντας αμέριστη συμπαράσταση στη μητέρα του και δρώντας ως αντικαταστάτης του πατέρα του, προσπαθώντας με μεγάλη δυσκολία να βάλει κάποια όρια. Αυτό τον άφησε ευάλωτο καθώς ήταν μόνος του, τα αδέρφια του τον παρενοχλούσαν και του επιτίθονταν.
Παρατηρήσεις από δημόσιους λειτουργούς που είχαν σχέσεις με την οικογένεια, στις αρχές του 2012 περιγράφουν έναν 17-χρονο με στενούς δεσμούς με την κοινωνία, που διαπρέπει στο κολέγιο του, όντας πολύ δημοφιλής και ταυτόχρονα χτίζοντας τη φήμη του ως ταλαντούχος ράπερ. Εστιάζοντας στο μάθημα οικονομικών σπουδών του, ο Amer είναι αποφασισμένος να πάει στο πανεπιστήμιο. Είχε αρχίσει επίσης να πηγαίνει συχνότερα στο τζαμί al-Quds, μαζί με τον Ibrahim΄η όλο και πιο βαθιά τους σύνδεση με τη θρησκεία αντιμετωπιζόταν από τις υπηρεσίες περισσότερο ως αφοσίωση παρά ως δογματισμός.
Αντιθέτως, οι αδερφοί του Amer δεν τα πήγαιναν καλά. Στον τελευταίο τους χρόνο στο Longhill, οι δίδυμοι σπάνια πήγαιναν στα μαθήματα, παρόλο που κάποιες φορές εμφανίζονταν για τα δωρεάν γεύματα του σχολείου. Οι υπάλληλοι στο σχολείο ανέφεραν ότι ήταν απρόθυμοι να έρθουν αντιμέτωποι με τους δίδυμους, φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν για ρατσισμό εάν το έπρατταν. Άλλοι μαθητές στο σχολείο, φοβόντουσαν αντίποινα από τη συμμορία. Ένας εκπρόσωπος για το δημοτικό συμβούλιο, μιλώντας εκ μέρους του σχολείου, είπε ότι δε θα σχολίαζαν συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώ συνεργάζονταν με το τοπικό συμβούλιο ασφάλειας ανηλίκων του Μπράιτον πάνω σε μία σοβαρή υπόθεση σε εξέλιξη.
Στο μεταξύ ο Jaffar, είχε μεταφερθεί στο σχολείο Varndean στο βόρειο Μπράιτον για να αποφύγει το ρατσισμό που είχαν αντιμετωπίσει τα αδέρφια τους, αλλά τα ίδια προβλήματα παρουσιάστηκαν και στο καινούριο σχολείο. Σε ένα περίσταση, ο Jaffar, που τότε ήταν 13, νοσηλεύτηκε μετά από έναν καυγά στην αυλή. Παρά το γεγονός αυτό και τη συμμετοχή του Jaffar στη συμμορία των αδερφών του, οι κοινωνικές υπηρεσίες, πίστευαν ότι αυτός είχε πιο πολλές πιθανότητες να ξεφύγει από την «κουλτούρα των συμμοριών». Οι κοινωνικοί λειτουργοί παρατήρησαν ότι είχε αρχίσει να βλέπει τον Amer σαν το αντρικό πρότυπο που ήθελε να μιμηθεί. Μία σχολική αναφορά από το σχολικό έτος 2012-2013, περιέγραφε τον Jaffar σαν έναν προσαρμοσμένο έφηβο «στον οποίο είναι ευχάριστο να μιλάς και που του αρέσει να συζητά με ενηλίκους». Παρά τη μικρή συμμετοχή στην τάξη του, που ήταν μόλις 59%, οι δάσκαλοί του ήταν επιεικείς, γνωρίζοντας ότι ξαγρυπνούσε τα βράδια, λόγω της αναταραχής στο σπίτι του.
Παρόλα αυτά ο Jaffar τελικά αποβλήθηκε από την συμβατική εκπαίδευση λόγω βίας και στάλθηκε στην Μονάδα Παραπομπής Μαθητών (ΜΠΜ), η οποία προσφέρει ειδικά μαθήματα για «ιδιαίτερα ανήσυχα» παιδιά.
Ο Jaffar έδωσε τις εξετάσεις του στην ΜΠΜ τον επόμενο Ιούνιο. Οι προηγούμενοι δάσκαλοί τους είχαν προβλέψει ότι θα έπιανε τουλάχιστον 8 μαθήματα. Τελικά πέρασε μόνο 3. «Αυτό του κόστισε πολύ, το ότι τον έστειλαν στην ΜΠΜ συντέλεσε στο να απομακρυνθεί από μελλοντικές επαγγελματικές ευκαιρίες, μου είπε ένας οικογενειακός φίλος που επιθυμεί να μείνει ανώνυμος. «Μπορούσες να δεις την ελπίδα να στερεύει μέσα του».
Λίγο πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές του 2012, η συμπεριφορά του Jaffar χειροτέρεψε απότομα. Τον Ιούλιο, συνελήφθη μαζί με έναν από τους δίδυμους, τον Abdulrahman, γιατί φέρονταν ότι επιτέθηκαν και λήστεψαν ξένους φοιτητές από το Διεθνές κολέγιο του πανεπιστημίου του Μπράιτον. Το προσωπικό στην ΜΠΜ εξεπλάγη, περιγράφοντας τη βία για την οποία κατηγορήθηκε, εντελώς εκτός του χαρακτήρα του.
Ο Amer, προσέφερε υποστήριξη στον Jaffar, παροτρύνοντάς τον να πηγαίνει στο τζαμί. Αλλά και πάλι τα αστυνομικά αρχεία από εκείνη την περίοδο δείχνουν ότι o Jaffar και τα αδέρφια του, εκτός του Amer, ήταν πολύ πιθανό να γίνουν κοινοί εγκληματίες. Τον Μάιο του 2012, η αστυνομία κατέγραψε 15 περιστατικά με τους αδερφούς Deghayes. Οι δίδυμοι θεωρούνταν από την αστυνομία σαν εγκληματίες ντουμπλέρ, αφού είχαν ταλέντο στο να αποφεύγουν τη δίωξη εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ούτε η αστυνομία ούτε τα θύματά τους μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν.
Συνοψίζοντας τη συμπεριφορά του Abdulrahman, του Abdullah και του Jaffar κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 2012, η υπηρεσία νεανικής παραβατικότητας του Μπράιτον κατέληξε ότι «από εγκληματικής απόψεως τα αγόρια είχαν κάνει πολλά και δεν μπορούσαν πλέον να αγνοηθούν».
Νωρίς το απόγευμα της 16ης Σεπτεμβρίου του 2012, η αστυνομία έλαβε καταγγελία από έναν συγκλονισμένο έφηβο στο Τhe Level, ένα μικρό πάρκο κοντά στο κέντρο του Μπράιτον, όπου μαθητές μαζεύονται για να παίξουν μπάλα τα βράδια. Αφορούσε τον Jaffar. Εμφανώς μεθυσμένος, ο 14 χρόνος είχε πολύ επιθετική διάθεση, φωνάζοντας σεξιστικά σχόλια και απειλώντας περαστικούς. «Ο Αλλάχ θα πάρει εκδίκηση για μένα», φώναζε ο έφηβος στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω του. « Κάντε μου ό,τι θέλετε. Θα δείτε τι θα γίνει όταν θα έρθει η μέρα της κρίσης. Θα πάτε όλοι στην κόλαση».
Οι αστυνομικοί υπάλληλοι φαίνεται ότι δεν πήραν στα σοβαρά το ξέσπασμά του, το οποίο δεν φαίνεται να έχει αναφερθεί στο πρόγραμμα Prevent – του πρωταρχικού επιπέδου της κυβερνητικής στρατηγικής κατά της τρομοκρατίας, που στόχος της είναι να σταματά τους ανθρώπους πριν υποπέσουν στη βία και τη ριζοσπαστικοποίηση. (Παρά τους 275,000 κατοίκους το δημοτικό συμβούλιο του Μπράιτον και του Χόουβ, απασχολεί μόνο έναν υπάλληλο στο Prevent με πλήρες ωράριο.
Υπάρχουν υπόνοιες ότι οι αρχές πίστευαν ότι τα αγόρια Deghayes είχαν πολλές πιθανότητες να ριζοσπαστικοποιηθούν – παρότι είχαν γίνει στην αστυνομία αναφορές το 1997 ότι ο πατέρας τους, ο Abubaker, τους έκανε κήρυγμα με τρόπο που μπορούσε να «προκαλέσει ρατσιστικές αναταραχές» και «εξέφραζε δυνατή συμπάθεια προς την Αλ-Κάιντα». Ο Abubaker αρνήθηκε έντονα τέτοιους ισχυρισμούς.
Πιο πρόσφατη, και πιο προφανής ήταν η εμπειρία του θείου των παιδιών, του omar, στο Γκουαντάναμο. Σε μία συνέντευξη νωρίτερα φέτος, o Amer ανέφερε την κακοποίηση του Omar στη φυλακή, και τις από πρώτο χέρι περιγραφές του των βάναυσων αδικιών της κυβέρνησης Μπους ως αντίδραση στην 9/11 – στις οποίες συναινούσε η Βρετανία – ως τις πρώτες αμφιβολίες για το τι σημαίνει να είσαι μουσουλμάνος στη δύση. «Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας ήταν προφανώς πόλεμος κατά των μουσουλμάνων, κατά του ισλαμικού τρόπου ζωής», μου είπε ο Amer.
Τον Ιανουάριο του 2013, έγινε η πρώτη συνάντηση του Channel στο Μπράιτον, μιας πρωτοβουλίας σχεδιασμένης για την προστασία ευάλωτων ανθρώπων που είχαν περιπέσει στον βίαιο εξτρεμισμό. Τον προηγούμενο μήνα, ο πατέρας του Amer ταξίδεψε από το Mπράιτον στη βόρεια Συρία με μια ομάδα αρωγής, παρότι εκείνη την περίοδο, το ταξίδι στη Συρία με σκοπό τη βοήθεια των ανθρώπων στο να αντεπεξέλθουν στον εμφύλιο πόλεμο δεν ήταν αμφιλεγόμενο. Δε φαίνεται να έγινε συζήτηση για τα αγόρια Deghayes στη συνάντηση του Channel.
Τον επόμενο μήνα, το Φεβρουάριο του, ένας από τους φίλους του Jaffar, ένας μουσουλμάνος έφηβος στον οποίο θα αναφέρομαι ως Kadeem, εντοπίστηκε από το προσωπικό του σχολείου Varndean να φεύγει από το δωμάτιο προσευχής του σχολείου κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού. Ο δάσκαλος παρατήρησε κάτι περίεργο: ο Kadeem συνοδευόταν από δύο μαθητές που δεν ήταν Μουσουλμάνοι. Υπενθύμισε σε αυτούς τους δύο ότι δεν επιτρεπόταν σε μη Μουσουλμάνους να φύγουν. Ο Kadeem πήρε το λόγο και εξήγησε ότι τους έπεισε να μεταστραφούν και τους μάθαινε πώς να προσεύχονται.
Ο δάσκαλος άκουγε καθώς ο Kadeem ανέφερε μια λίστα με ονόματα φίλων που πρόσφατα είχαν μεταστραφεί στο Ισλάμ και οι οποίοι είπε, «θα πάνε όλοι στον παράδεισο και θα είναι ασφαλείς». Ο Amer, είπε στο δάσκαλο, ήταν το δεξί του χέρι, έχοντας το καθήκον να εξασφαλίζει ότι οι νέοι θα πηγαίνουν συχνά στο τζαμί. O Kadeem, που ζωήρεψε κατά τη διάρκεια της συζήτησης, έδειξε ένα βίντεο απ’το κινητό του στο δάσκαλο, όπου κατά τα λεγόμενά του, «Εβραίοι επιτίθονταν σε Παλαιστίνιους».
Θορυβημένος, ο δάσκαλος επικοινώνησε με την δημοτική ομάδα κοινωνικής ασφάλειας. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι οι υπάλληλοι της κοινωνικής ασφάλειας είπαν στο προσωπικό ότι δεν ανησυχούσαν σχετικά με το τζαμί Al Quds, προσθέτοντας ότι το σχολείο έπρεπε να θυμάται ότι ο Amer ήταν ο «λογικός» της οικογένειας.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 2013, οι κοινωνικοί λειτουργοί άρχισαν να ελπίζουν ότι ο Jaffar, που γινόταν τώρα 16, άρχιζε να ηρεμεί. Άρχισε να κάνει μαθήματα Αραβικών τα σαββατοκύριακα, και τον ελεύθερο χρόνο του έβλεπε θρησκευτικές εκπομπές στον υπολογιστή του. Το καλοκαίρι παρακολούθησε το Ραμαντάν με δική του πρωτοβουλία για πρώτη φορά.
Καθώς ο Jaffar γινόταν όλο και πιο ήρεμος, ο Amer φαινόταν όλο και πιο ανήσυχος σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία. Μια αποφασιστική στιγμή ήρθε στις 21 Αυγούστου του 2013, όταν οι δυνάμεις του Άσαντ εκτόξευσαν ρουκέτες χημικών όπλων στα πυκνοκατοικημένα προάστια ανατολικά της Δαμασκού, σκοτώνοντας εκατοντάδες. Λίγες ώρες αργότερα εμφανίστηκε υλικό στο διαδίκτυο με παιδιά να αφρίζουν από το στόμα, και το δέρμα του μπλαβιασμένο. «Είδα μια ευκαιρία να προσφέρω στη Συρία και την δυνατότητα να απομακρύνω τον κοσμικό Μπααθισμό (του Άσαντ)», μου είπε ο Amer. «Δε θέλω να είμαι αυτός που κάθεται στο περιθώριο και απλώς παρακολουθεί»
Λίγο αργότερα, η μητέρα του Ibrahim, η Khadijah θυμάται τότε που ο γιος της ανέφερε τη Συρία για πρώτη φορά. Ήταν κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού κατά το τέλος του Αυγούστου του 2013, στο τέλος των σχολικών διακοπών, που ο Ibrahim είχε περάσει σχεδόν αποκλειστικά με τον Amer, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο και στο τζαμί. Η Khadijah θυμάται τον Ibrahim και τον Amerνα μιλάνε έντονα για τα δεινά του λαού στη Συρία. « Τους είπα, δεν έχετε λεφτά, δεν έχετε τελειώσει το σχολείο, νόμιζα ότι απλώς περνούσαν μια φάση» είπε.
Όταν στις 29 Αυγούστου, το κοινοβούλιο απέρριψε την επέμβαση του ηνωμένου βασιλείου ενάντια στον Άσαντ, για να αποτρέψει τη χρήση χημικών όπλων, η άποψη του Amer ότι η δύση δεν νοιάζεται για τους Μουσουλμάνους, ισχυροποιήθηκε. «Ρωτούσε συνεχώς, μα γιατί η δύση δε βοηθάει; Το είδε σαν προδοσία προς το Συριακό λαό, προς τους Μουσουλμάνους», είπε ένας παλιός φίλος από το σχολείο.
Στο μεταξύ, ο Jaffar, που μόλις είχε γυρίσει από ένα σύντομο ταξίδι στη Λιβύη σε συγγενείς, φαίνεται επίσης να είχε αναπτύξει παρόμοιες πολιτικές απόψεις. Τον Σεπτέμβριο, ένας νεαρός κρατικός υπάλληλος των κοινωνικών υπηρεσιών βρήκε τους εφήβους εξαιρετικά απόμακρους. Αλλά όταν αναφέρθηκε η αναταραχή που ξεκινούσε στη Λιβύη, η διάθεση του Jaffar άλλαξε αμέσως, και δήλωσε ότι «όλοι οι Αμερικάνοι είναι τρομοκράτες». Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Jaffar αναφέρθηκε στο αντιτρομοκρατικό πρόγραμμα Channel.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν ο Jaffar γράφτηκε σε ένα πρόγραμμα αθλητισμού και εθελοντισμού στο κολέγιο του City, υπάλληλοι στην ομάδα Prevent ήρθαν σε επαφή με το προσωπικό του κολεγίου για να τους ζητήσουν «να αναφέρουν όποια περιστατικά δείχνουν ριζοσπαστικοποίηση», συμπεριλαμβανομένου του Jaffar. Αντ’ αυτού έλαβαν αναφορές για ένα δημοφιλή «πρότυπο άντρα» ο οποίος επιδείκνυε σεβασμό προς τις γυναίκες και αντιδρούσε σε όσους δεν έκαναν το ίδιο.
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 2013, η αστυνομία του Sussex αποφάσισε να χαλαρώσει την αποστολή Blower μία πρωτοβουλία που είχε ξεκινήσει 6 μήνες νωρίτερα για να αποδομήσει τις προβληματικές συμμορίες νεαρών στο Μπράιτον, και μεταξύ αυτών την ομάδα που περιελάμβανε τον Abdulrahman και τον Abdullah Deghayes. Ανώτεροι αξιωματικοί έκριναν την αποστολή ως επιτυχημένη, παρατηρώντας ότι δεν υπάρχει «ανησυχία σχετικά με ριζοσπαστικοποίηση» για κανέναν από τα αγόρια Deghayes. Περίπου την ίδια περίοδο, η ομάδα προβληματικών οικογενειών του δήμου αποφάσισε να σταματήσει αν δουλεύει με την οικογένεια Deghayes, σημειώνοντας ότι δεν είχε γίνει αρκετή πρόοδος ώστε να δικαιολογείται να κρατήσουν την υπόθεση ανοιχτή.
Όχι πολύ αργότερα, στις 15 Οκτωβρίου, ντυμένος στα μαύρα ο Amer ξεκίνησε για τη Συρία. Οι αρχές δεν γνώριζαν για το ταξίδι αυτό.
Δεν ήταν παρά μόνο τον επόμενο μήνα που έφτασε στην αστυνομία ότι ο Amer είχε φύγει από τη χώρα και ακόμα και τότε πίστευαν ότι ήταν για εθελοντική εργασία. Στις 11 Νοεμβρίου του 2013, η επιτροπή του Prevent– συμπεριλαμβανομένων και κάποιων από τους ανώτερους αξιωματικούς της δημοτικής αστυνομίας, υπάλληλων του δήμου και κοινωνικών λειτουργών – συναντήθηκαν κοντά στο βασιλικό συνεδριακό κέντρο του Μπράιτον για να συζητήσουν για τον Jaffar . Η επιτροπή κατέληξε ότι «δεν έδειχνε να υπάρχει μεγάλο ρίσκο να έχει εμπλακεί με τον εξτρεμισμό» σημειώνοντας ότι είχε σταματήσει να καπνίζει κάνναβη και να πίνει, αγνοώντας εντελώς το γεγονός ότι τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να σημαίνει ότι έχει ισχυροποιήσει τα πιστεύω του. Η επιτροπή αποφάσισε ότι ο Jaffar δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί υποψήφιος για την διαδικασία του Channel– το οποίο θα τον είχε αναγκάσει να μπει σε πρόγραμμα αποριζοσπαστικοποίησης.
Παρ’όλα αυτά ήρθε στην επιφάνεια ένα ζήτημα κρίσιμης σημασίας. Οι κοινωνικοί λειτουργοί είχαν ακούσει ότι ο Amer ταξίδεψε είτε στη Λιβύη, είτε στην Τουρκία σε μια ανθρωπιστική αποστολή. Η αστυνομία του Sussex παραδέχτηκε ότι δεν ήταν ανήμερη, αλλά συμφώνησε να ενημερώσει την ομάδα Prevent για «πιθανούς κινδύνους» που μπορεί να εμφανίζονταν εξαιτίας του ταξιδιού το Amer, ίσως αναφορά στην πιθανή επιρροή που θα μπορούσε να έχει αυτό στα αδέρφια του.
Στις 3 Δεκεμβρίου, η αστυνομία ανακάλυψε έναν λογαριασμό στο facebook από τη Λιβύη, που σύντομα ταυτοποιήθηκε ότι ανήκε στον Jaffar. Με όνομα «Κοινότητα νέων νοτιοανατολικού τμήματος του ισλάμ, περιείχε έναν σύνδεσμο που οδηγούσε σε μια εικόνα με εξοπλισμό μποξ με την επονομομασία «το γυμναστήριο των αδερφών». Οι επιθεωρητές το ταυτοποίησαν ως το γυμναστήριο στο τζαμί al – Quds. Πηγαίνοντας παρακάτω στο χρονολόγιο, οι αστυνομικοί βρήκαν μια φωτογραφία με άντρες με κουκούλες που έφιππων στην έρημο. Στο βάθος ανέμιζε μια μαύρη σημαία όπου έγραφε με λευκά γράμματα, «η μαύρη σημαία της τζιχάντ».
Αλλά και πάλι δε λήφθηκε κανένα μέτρο. Ο Jaffar δεν ξανααναφέρθηκε στο πρόγραμμα Channel, ενώ το γυμναστήριο στο τζαμί δεν φαίνεται να επιθεωρήθηκε. Το σχολείο του Jaffar, φαίνεται όμως, διατηρούσε ανησυχίες για την ομάδα νέων του Amer, αλλά πίστευε ότι το γυμναστήριο συνδεόταν πιο πολύ με εγκληματικότητα παρά με ριζοσπαστικοποίηση.
Κανείς δε φαίνεται να ήξερε ότι ο Jaffar διατηρούσε επαφή με τον Amer, ο οποίος είχε φτάσει ασφαλής στη βόρεια Συρία και γράφτηκε στην Jabhat al-Nusra, το συριακό σύνδεσμο της αλ-Κάιντα, την πιο ισχυρή ισλαμική ομάδα που πολεμούσε κατά του Άσαντ εκείνη την περίοδο. Μιλώντας με τον Jaffar στο facebook, ο Amer είπε στον μικρότερο αδερφό του ότι το φαγητό και η διαμονή στη Συρία ήταν καλύτερα από ότι περίμενε. Υπήρχαν και άλλοι Βρετανοί πολεμιστές μαζί του, είπε, και Μουσουλμάνοι από κάθε γωνιά του κόσμου. «είμαστε κομμάτια κάτι μεγαλύτερου εδώ, προσπαθώντας να ξαναφέρουμε το Ισλάμ και δικαιοσύνη στην γη των Μουσουλμάνων», είπε στον Jaffar.
Την πρώτη εβδομάδα του 2014, ένας υπάλληλος από την υπηρεσία νεανικής εγκληματικότητας, περιέγραψε την έκπληξή του μπροστά στην κακή εμφάνιση του Abdullah. «είναι πολύ ευάλωτος και πάντα μοιάζει λυπημένος και χαμένος, σαν μικρό παιδί». Αυτό που δεν ήξερε η υπηρεσία νεανικής εγκληματικότητας είναι ότι στα μέσα Ιανουαρίου, ο Abdullah είχε κλέψει το διαβατήριο από την τσέπη της μητέρας του. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα θα ξεκινούσε για τη Συρία. Αντίθετα με τον Amer, δε θα ταξίδευε μόνος. Ο Jaffar,16 χρονών, θα πήγαινε μαζί του, μαζί με τον καλύτερο φίλο του Amer, τον Ιμπραήμ.
Εκείνη την περίοδο, εκτιμάται ότι περίπου 500 Βρετανοί πήγαν στη Συρία για να πολεμήσουν, και οι συνοριακοί έλεγχοι ήταν έντονοι. Παρόλα αυτά στις 26 Ιανουαρίου του 2014, τρεις έφηβοι από το Μπράιτον – ένας από τους οποίους, ο Ιμπραήμ, κρατώντας το διαβατήριο του 15χρονου μικρότερου αδερφού του, που δεν του έμοιαζε και πολύ – πέρασε από το αεροδρόμιο του Λούτον και αναχώρησε με εισιτήριο μιας διαδρομής, με 59 λίρες, προς το Συριακό μέτωπο.
Φαίνεται ότι οι υπάλληλοι της αντιτρομοκρατικής δεν ενημέρωσαν την αστυνομία του Sussex ότι παρακολουθούσαν την οικογένεια – μία ειδοποίηση που έγινε μόλις στις 14 Φεβρουαρίου του 2014, 19 ημέρες αφότου ο Ibrahim, ο Abdullah και ο Jaffar έφυγαν από τη Βρετανία. Σημαντικότατες πληροφορίες που θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τα αγόρια από το να ταξιδέψουν δε μεταδόθηκαν ποτέ.
Όταν ο Jaffar, o Abdullah και ο Ibrahim έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη στο τέλος τους Ιανουαρίου του 2014, πήραν ένα νυχτερινό λεωφορείο για την Anatakya, στα σύνορα με τη Συρία. Από εκεί, ένα σκονισμένο λεωφορείο τους πήγε στην Bab al-Hawa περνώντας μέσα από τη βόρεια Συρία. Το έδαφος στο οποίο εισήλθαν ήταν υπό την κατοχή της Jabhat al-Nusra. Για να μπουν στο ισλαμικό στράτευμα, οι τρεις έφηβοι έπρεπε να αποδείξουν ότι μιλούν Αραβικά. Επίσης χρειάζονταν κάποιον που θα εγγυόταν για αυτούς. Ο Amer είχε στρώσει το δρόμο.
Πίσω στο Μπράιτον, ανώτεροι αξιωματικοί είχαν σοκαριστεί όταν ανακάλυψαν ότι τέσσερις έφηβοι είχαν φύγει για να πολεμήσουν στη Συρία. Συνειδητοποίησαν ότι θα χρειαζόταν να κινηθούν γρήγορα προκειμένου να αποτρέψουν κι άλλους νεαρούς κατοίκους της περιοχής απ’ το να ακολουθήσουνε τα αδέρφια Deghayes. Σύμφωνα με μία αναφορά, χρονολογημένης το Φεβρουάριο του 2014, «η αστυνομία άρχισε να λαμβάνει πληροφορίες και κλήσεις από γονείς που ανησυχούσαν για τα παιδιά τους που είχαν επαφές με τους Deghayes και την στροφή τους στο Ισλάμ και μετέπειτα τη φυγή τους στη Συρία».
Η αστυνομία σύντομα ανακάλυψε ότι ένας πέμπτος νεαρός, ο Mohammed Khan, είχε επίσης αφήσει το Μπράιτον για να πάει στη Συρία. Συγκεκριμένα, ταξίδεψε με το ίδιο γκρουπ όπως και ο Amer. O Khan, που ανήκει στην Βεγγαλική κοινότητα του Μπράιτον, θεωρούταν από τις τις αρχές «καθαρός», καθώς ποτέ μέχρι τότε δεν είχε έρθει στην προσοχή τους. Υπάλληλοι της αντικατασκοπικής πιστεύουν ότι ο Khan, ετών 22, έχει γίνει ανώτερος διοικητής στην Jabhat al-Nusra, διοικώντας αποστολές στην περιοχή Idlib.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες αφού έμαθαν ότι ο Ibrahim, o Abdullah και ο Jaffar είχαν φύγει από τη Βρετανία, η αστυνομία του Sussex ταυτοποίησε μία ομάδα 20 άλλων νεαρών – τουλάχιστον 13 εκ των οποίων κάτω των 18 – που φαινόταν πιθανό να επιχειρούσαν να ταξιδέψουν στη Συρία. Πολλοί από αυτούς ήταν από τη συμμορία και είχαν μείνει στο σπίτι των Deghayes στο Preston Park.
«Ο εξτρεμισμός ήταν μεταδοτικός σε αυτή την ομάδα φίλων», είπε κάποιος σχετικός με την υπόθεση.
Στις 11 Μαρτίου, θορυβημένοι από το ενδεχόμενο 12 ριζοσπαστικοποιημένων εφήβων στο Μπράιτον, οι αστυνομικοί αρχηγοί, οι υπεύθυνοι για τα θέματα δημόσιας ασφάλειας και ο διευθύνων του δημοτικού συμβουλίου συναντήθηκαν για να συζητήσουν «την πάταξη της τρομοκρατίας σε σχέση με κάποιους νεαρούς κατοίκους της πόλης». Στις 2 Απριλίου – επτά εβδομάδες αφότου οι νέοι έφυγαν από το Ηνωμένο Βασίλειο – τα στοιχεία των πέντε νεαρών κατοίκων του Μπράιτον που βρίσκονταν στη Συρία πέρασαν στα χέρια του επί κεφαλής της δημόσιας ασφάλειας.
Δύο χιλιάδες μίλια ανατολικά, ένας από αυτούς, ο Abdullah, τελείωνε την εκπαίδευσή του εν όψει μιας επίθεσης της al-Nusra ενάντια των στρατιωτικών του Άσαντ που σκόπευε να τους σπρώξει προς την πόλη Kessab στη βορειοδυτική Συρία. Έντεκα εβδομάδες αφότου έφτασε στη Συρία, στις 14 Απριλίου του 2014, ο Abdullah πήγε στη μάχη. Σκοτώθηκε από έναν σκοπευτή ενώ κυνηγούσε τις εχθρικές δυνάμεις. Μία φωτογραφία που αναρτήθηκε στο facebookαπό τον Jaffar, δείχνει τον Abdullah ξαπλωμένο ανάσκελα, σε στολή μάχης, με κλειστά τα μάτια και ανοιχτό το στόμα.
Πίσω στο Μπράιτον, ο Abdulrahman, πενθώντας ακόμα τον θάνατο του δίδυμου αδερφού του, αναφέρθηκε στους αξιωματικούς επιτήρησης στις 9 Ιουνίου στη βάση «ανησυχιών λόγω εξτρεμισμού που προκύπτουν από την οικογένεια». Λίγο αργότερα, ο Abdulrahman συνελήφθη αφού έγινε καταγγελία για επίθεση σε ένα ζευγάρι με σιδηρογροθιά. Τον έστειλαν στη φυλακή Lewes στο ανατολικό Sussex.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα ανακοίνωσε ότι ένας πύραυλος τύπου Κρουζ στόχευσε έναν πυρήνα της Αλ Κάιντα στην επαρχία Idlib της Συρίας. Ο Ibrahim Kamara σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Η μητέρα του, Khadijah, λέει ότι δε μπορεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του γιου της, αλλά τον έχει συγχωρέσει. «Τον αγαπάς, ήταν το παιδί σου, Τον αγαπούσα τόσο πολύ, ένα γλυκό παιδί. Είναι ακόμα ο γιος μου». Ο Amer μου είπε: «Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο γιος της την αγαπούσε και ότι του στοίχιζε που δεν του μιλούσε και τόσο πολύ». Εκλογίκευσε το θάνατο του καλύτερου του φίλου, λέγοντας ότι είναι το τίμημα για τα πιστεύω τους. «Το Ισλάμ είναι και ευθύνη. Όταν βρίσκεται υπό επίθεση, το χρέος μας είναι να βοηθήσουμε».
Τον επόμενο μήνα, σκοτώθηκε και το τελευταίο μέλος του τρίο που είχε φύγει για τη Συρία τον Ιανουάριο. Ο Jaffar πυροβολήθηκε από κυβερνητικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια πυροβολισμών μέσα στα ερείπια της Idlib. Ήταν 17.
Οι θάνατοι των παιδιών του Μπράιτον, και η απειλή του να ακολουθήσουν κι άλλοι τα βήματά τους, ενεργοποίησε έντονη ενδοσκόπηση στο Μπράιτον. Έγινε μία σειρά από συναντήσεις μέσα στο 2014 μεταξύ της αστυνομίας, των αρχηγών των τζαμιών της πόλης, δημοτικούς συμβούλους και αξιωματικούς της αντιτρομοκρατικής. Τον Νοέμβριο του 2014, το συμβούλιο λάνσαρε μία καμπάνια για να αποτρέψει κι άλλους να φύγουν στη Συρία.
Μία σοβαρή επιθεώρηση λαμβάνει χώρα ώστε να διερευνηθεί η αλληλεπίδραση του κράτους με την οικογένεια Deghayes και αναμένεται να δημοσιευτεί μέσα στον επόμενο μήνα. Αναμένεται να ρίξει φως στην αποτυχία επικοινωνίας μεταξύ της αστυνομίας, του δημοτικού συμβουλίου, το εκπαιδευτικό προσωπικό και τις υπηρεσίες προστασίας ανηλίκων καθώς και στους λόγους για τους οποίους πέντε νεαροί από το Μπράιτον κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν. «Ο καθένας γνώριζε μόνο το 20% του προβλήματος, έπαιρναν αποφάσεις βασισμένοι σε γεγονότα που ήταν πολύ μακριά από την ολόκληρη εικόνα», είπε μία πηγή.
Άλλοι πιστεύουν ότι η ευθύνη για το τι συνέβη πρέπει να μοιραστεί ακόμα πιο ευρέως. «Τα αγόρια απογοητεύτηκαν από την αρχή μέχρι το τέλος, από όλους», μου είπε η Jackie Chase, μία φίλη της οικογένειας. «Πιστεύω ότι τα παιδιά πήγαν στη Συρία επειδή έψαχναν για συλλογικοποίηση, ένιωθαν αποκλεισμένα. Ήταν δυστυχισμένα. Δεν ήξεραν τι έκαναν εδώ».
Η ιστορία του Amer και των άλλων, μπορεί να προσδιορίσει και ένα βαθύτερο θέμα. Το Μπράιτον θεωρείται μια προοδευτική πόλη, αλλά εκπρόσωποι από τις Μουσουλμανικές κοινότητες ισχυρίζονται ότι αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Ο mohammed Asaduzzaman έχει έναν πάγκο σε μια αγορά κοντά στην περιοχή που σύχναζαν τα αγόρια Deghayes, έχει ζήσει την πόλη από το 1966 και είναι σεβαστό πρόσωπο μεταξύ των 6000 Μουσουλμάνων. Κατηγορεί τον δήμο ότι εκμεταλλεύεται τις εθνικές μειονότητες χρησιμοποιώντας τη στήριξή τους για να παίρνει επιχορηγήσεις. «Μας χρησιμοποιούν και μετά μας ξεχνούν. Δεν λαμβάνουμε μέρος στις αποφάσεις», λέει ο Asaduzzaman. (Ένας δημοτικός εκπρόσωπος αρνήθηκε αυτούς τους ισχυρισμούς. «Αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση η προσέγγισή μας και δεν μας είναι κατανοητό σε ποια βάση λέγονται όλα αυτά. Κάθε αίτημα κρίνεται μεμονωμένα».
Πέρυσι, έγινε μία σειρά από συναντήσεις ώστε να συζητηθεί η κοινωνική ενσωμάτωση στο Μπράιτον. Σύμφωνα με εσωτερικές παρατηρήσεις, βρέθηκε ότι πολλά μέλη της Μουσουλμανικής κοινότητας ένιωθαν «περιθωριοποιημένα», με δυσανάλογα δυσκολότερη πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες. Ο δήμος δεν απασχολεί ούτε έναν υπάλληλο με πλήρες ωράριο ο οποίος να ασχολείται ειδικά με τις ανάγκες της Μουσουλμανικής κοινότητας του Μπράιτον.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, κατάφερα να επικοινωνήσω με τον Amer, οποίος βρισκόταν λίγο παραπάνω από τέσσερα μίλια από το μέτωπο μεταξύ του Aleppo και της Idlib. Παρά το θάνατο των δύο αδερφών του και του φίλου του, ο Amer είπε ότι ένιωθε ευχαριστημένος και απελευθερωμένος αφήνοντας πίσω του τον υλισμό και την κενότητα της κοσμικής ζωής. «Δε νομίζω ότι οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι γίνονται σκλάβοι», είπε. Δεν υπήρχε αμφιβολία, είπε ο 21-χρονος, ότι ένιωθε να «ανήκει» στο συριακό πεδίο μάχης πιο πολύ, από όσο ένιωσε ποτέ στο Μπράιτον. «Νιώθω ότι κάνω κάτι χρήσιμο και σημαντικό, σε σχέση με το να βρισκόμουν στο Μπράιτον και να έκανα μια κανονική ζωή, να είχα μια κανονική δουλειά. Πάντα αναρωτιόμουν ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μου».
O Amer περιέγραψε τον εαυτό του ως μέλος “mujahideen” αντί για πολεμιστή της al-Nusra. Προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε όλο το Μουσουλμανικό έθνος. Δεν δουλεύω για μία συγκεκριμένη ομάδα». Παρόλα αυτά επέμεινε ότι ποτέ δε θα πήγαινε με το ISIS: «Οι αποκεφαλισμοί έβλαψαν τους mujahideen, τους επαναστάτες. Οι εικόνες τους θα έπρεπε να δείχνουν το έλεος του Ισλάμ».
Την περίοδο της συνέντευξης, ισλαμικές ομάδες ήταν απασχολημένες με έντονη αμυντική δράση προσπαθώντας να προστατέψουν τα εδάφη τους στα βορειοδυτικά της Συρίας. Βοηθούμενοι από Ρωσσικές εναέριες ρίψεις, οι δυνάμεις του Άσαντ κέρδιζαν έδαφος. O Amer επιβεβαίωσε ότι η μονάδα του δεχόταν «πίεση από όλες τις πλευρές» και, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στις 12 Φεβρουαρίου, παραδέχτηκε ότι ήταν αγχωμένος για το αποτέλεσμα της σύρραξης.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τον Ιανουάριο, ο πατέρας του έφτασε στην επαρχία Idlib, εκλιπαρώντας τον να επιστρέψει στο Μπράιτον. Ο Amer του απάντησε ότι δε θα επέστρεφε ποτέ. «Τη στιγμή που το δεξί μου πόδι πάτησε έξω από τη Βρετανία, δεν ήταν το σπίτι μου πλέον», είπε ο Amer, αν και παραδέχτηκε ότι του έλειπε η θάλασσα.
Τότε, και ενώ η γραμμή είχε παρεμβολές και διακοπές, ο Amer είπε ότι ήλπιζε να πεθάνει. «Φυσικά, ένας από τους κύριους λόγους που το κάνω αυτό είναι ώστε ο Αλλάχ να με χρίσει μάρτυρα και να σκοτωθώ πάνω στην πιο έντιμη πράξη σ’ αυτή τη ζωή. Θα μπορούσες να πεις ότι πουλάς τη ζωή σου για τη θρησκεία του, για τον δικό του τρόπο ζωής».
kollectnews.org
[Μετάφραση-Επιμέλεια για το Kollect: I’m possible]
***
Άρχισαν γράφοντας θεατρικά, κάνοντας μουσική, παίζοντας ποδόσφαιρο ονειρευόμενοι ένα λαμπρό μέλλον. Μετά όλα διαλύθηκαν. Τώρα οι τρεις έχουν σκοτωθεί στη Συρία και ο τέταρτος πολεμά ακόμη.
Του Mark Townsend
Το θεατρικό λεγόταν «μη με κρίνεις», μία σάτιρα πάνω στα στερεότυπα για τους Βρετανούς μουσουλμάνους. Γράφτηκε, σκηνοθετήθηκε και ανέβηκε από έναν 15χρονο από το Μπράιτον, ονόματι Amer Deghayes, ο οποίος εμπνεύστηκε από τους λιγότερο χτυπητούς τίτλους της daily mail και της Sun. «Ήταν τόσο γελοίοι, που με έκαναν να ξεκαρδίζομαι», είπε σε κάποιον από τους ενήλικες που βοήθησαν με την παραγωγή. Το έργο, που συνοδευόταν από ένα ραπ σάουνττρακ από τη μπάντα του ίδιου του Amer, τη Blak n’ Deka, έκανε τουρνέ στα θέατρα της νότιας ακτής το 2010, κερδίζοντας βραβεία και πολλούς επαίνους.
Ο Amer, που είχε βλέψεις να γίνει σοβαρός δημοσιογράφος, ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Δύο από τους αδερφούς του ήταν δίδυμοι, ο Abdulrahman και ο Abdullah, ένα χρόνο μικρότερο και φανατικοί με τη μπάλα και οι δύο. Μετά ήταν ο Jaffar, μελετηρός, ένας λεπτοκαμωμένος 13-χρονος που πάντα ήθελε να γίνει πυροσβέστης. Τα αδέρφια ήταν δεμένα μεταξύ τους παίζοντας παιχνίδια στο πάρκο και κολυμπώντας, τρέχοντας απρόσεχτα στις παραλίες του Αγγλικού καναλιού. Στο facebook, υπάρχουν φωτογραφίες που δείχνουν τον Amer να χαμογελάει πλατιά προσποιούμενος ότι καταπίνει έναν αστερία, δίπλα από την προβλήτα του Μπράιτον.
Όταν δεν περνούσε χρόνο με την οικογένειά του, ο Amer, ήταν παρέα με τον καλύτερό του φίλο, τον Ibrahim Kamara, έναν πρόσφυγα από τη Σιέρα Λεόνε. Έκαναν τα πάντα μαζί, συχνά έγραφαν ραπ τραγούδια και πολιτικοποιημένα σενάρια για ταινίες. Το τελευταίο κοινό τους πρότζεκτ ήταν ένα ντοκιμαντέρ που θα διερευνούσε τις ανασφάλειες της εφηβείας, με τίτλο Εγώ, Ο εαυτός μου & Πριν. Σε έναν έρανο για χρηματοδότηση που έκαναν το 2012, ο Amer και ο Ibrahim έγραψαν: «Υπάρχουν στιγμές στη ζωή όπου δεν νιώθουμε σίγουροι για το μέλλον, που νιώθουμε διαφορετικοί, απομονωμένοι και μόνοι. Οι έφηβοι συχνά είναι μπερδεμένοι και νιώθουν σαν εξόριστοι».
Η κυρίαρχη ορθοδοξία αναφέρεται στην Ισλαμική ιδεολογία ως την κινητήρια δύναμη – και είναι προφανώς ένα απαραίτητο στοιχείο, αν όχι πάντα η κυρίαρχη παρακίνηση. Αυτό που είναι λιγότερο κατανοητό είναι η διαδικασία κατά την οποία νέοι άνθρωποι αποξενώνονται με την ίδια τους τη χώρα, και ψάχνουν για επιβεβαίωση της ταυτότητάς τους σε έναν εμφύλιο πόλεμο κάπου μακριά.
Βάσει λεπτομερούς μαρτυρίας οικογένειας, φίλων, αστυνομίας, κοινωνικών λειτουργών και υψηλά ιστάμενων στην αντιτρομοκρατική, η ιστορία του Amer Deghayes και των αδερφών του προσφέρει διορατική ματιά όσον αφορά τη ριζοσπαστικοποίηση των νέων στη Βρετανία. Το ταξίδι τους από την νότια ακτή στη Συρία δε μπορεί να αποδοθεί σε έναν μόνο παράγοντα, αλλά περιλαμβάνει ρατσιστική κακοποίηση, ισχυρισμούς για αμέλεια από την αστυνομία, και τη συλλογική αποτυχία πλήθους αρχών – όχι μόνο αυτών που έχουν την ευθύνη της προστασίας ευάλωτων ομάδων νέων, αλλά και αυτούς που έχουν την ευθύνη να αποτρέπουν τη ριζοσπαστικοποίηση.
Η ιστορία τους απηχεί ό,τι γνωρίζουμε ως τώρα για τους νέους Ευρωπαίους μουσουλμάνους που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές ενέργειες στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες – πιο συγκεκριμένα, μία κουλτούρα εγκληματικότητας που εξελίσσεται σε εξτρεμισμό, καθώς και η σύνδεση μεταξύ ριζοσπαστικοποιήμενων αδερφών. Θέτει μία δύσκολη ερώτηση σχετικά με την ενσωμάτωση στη Βρετανία: αν η πολυπολιτισμικότητα παραπαίει σε μία πόλη που θεωρείται μία από τις πιο φιλελεύθερες στο Ηνωμένο Βασίλειο, τότε τι ελπίδα υπάρχει για τις υπόλοιπες; Πάνω από όλα, επιβεβαιώνει πόσα λίγα καταλαβαίνουμε για τα κίνητρα που σπρώχνουν νεαρούς Βρετανούς στα πεδία μάχης της Συρίας.
Το καλοκαίρι του 2008, η οικογένεια Deghayes έφτασε στο Saltdean, ένα παραθαλάσσιο χωριό μερικά μίλια έξω από το Μπράιτον. Είχαν περάσει τα προηγούμενα δύο χρόνια στη Λιβύη με τη ευρύτερη οικογένειά τους, που έκαναν μία άνετη μεσοαστή ζωή στην Tρίπολη. Αλλά στους γονείς του Amer, Einas και Abudaker, έλειπε η Αγγλία και αποφάσισαν ότι ήταν καιρός να επιστρέψουν.
Ο Omar Deghayes, ο αδερφόw του Abudaker και θείος του Amer, είχε πρόσφατα επιστρέψει στο Μπράιτον. Ο Omar είχε συλληφθεί όσο έμενε στη Λαχόρη τον Απρίλιο του 2002, και μεταφέρθηκε στο Γκουαντάναμο, όπου βασανίστηκε. Ένα επεισόδιο κατά το οποίο ένας Αμερικανό φύλακας του επιτέθηκε βίαια, άφησε τον Omar τυφλό από το δεξί μάτι. Στον Omar δεν αποδόθηκε ποτέ καμία κατηγορία. Σύμφωνα με τους δικηγόρους του, οι ΗΠΑ τον είχαν αρχικά ταυτοποιήσει ως έναν τζιχαντιστή που πολέμησε στην Τσετσενία, και έλεγαν ότι τον είχαν σε βίντεο να κραδαίνει ένα Καλάσνικοφ. Αφού οι δικηγόροι πήραν το υλικό, είπαν ότι ήταν ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, ένας τζιχαντιστής από τη Σαουδική Αραβία που είχε πεθάνει το 2004. (Η βρετανική κυβέρνηση ζήτησε την απελευθέρωσή του, μαζί με άλλων τεσσάρων άλλων Βρετανών κατοίκων που κρατούνταν στο Γκουαντάναμο, τον Αύγουστο του 2007.)
Ο Abudaker και η Einas ήθελαν να χτίσουν ένα καινούριο μέλλον στο Saltdean. Ο Amer και οι δίδυμοι, ο Abdulrahman και ο Abdullah, στάλθηκαν στο Longhill High, ένα σχολείο του οποίου οι μαθητές ήταν από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές του Μπράιτον. Σύμφωνα με φίλους της οικογένειας, τα αγόρια Deghayes, τα οποία ανήκαν σε μια πολύ μικρή μειοψηφία μουσουλμάνων μαθητών, στοχοποιήθηκαν ανηλεώς. Κοροϊδίες όπως «Πάκι» (Πακιστανοί) και «τρομοκράτες» τους ακολουθούσαν παντού. Σε ένα περιστατικό, οι μαθητές έριξαν νερό στους δίδυμους στην καντίνα. Το Saltdean Oval, το πάρκο όπου τα παιδιά έπαιζαν μπάλα τα απογεύματα του καλοκαιριού, γρήγορα έγινε ένα μέρος όπου φοβόντουσαν να πάνε.
Με τον καιρό οι επιθέσεις οξύνθηκαν. Ένα αντι-μουσουλμανικό γκραφίτι εμφανίστηκε σε έναν τοίχο πέρασμα μπροστά στη θάλασσα στο Saltdean μόλις 200 μέτρα από το σπίτι των Deghayes. Την 1η Ιουνίου του 2009, σύμφωνα με αστυνομικά blog, η φράση «Αποκεφαλίστε όλους τους μουσουλμάνους» ζωγραφίστηκε με τεράστια κεφαλαία γράμματα, δίπλα από τα καταλύματα που βρίσκονταν στο μήκος της ακτής. Μόλις οι υπάλληλοι του δήμου τα έσβηναν, ξαναεμφανίζονταν.
Οι απειλές δεν ήταν μόνο απειλές από τα παιδιά της περιοχής. Η αστυνομία του Sussex είχε πληροφορίες ότι το νέο-ναζιστικό Εθνικό Μέτωπο έφτιαξε παράρτημα στο Saltdean για να στοχοποιήσει την οικογένεια Deghayes. «Kαι άλλες οργανωμένες ακροδεξιές ομάδες είχαν επίσης στοχοποιήσει την οικογένεια Deghayes», έγραφαν τα αρχεία, αναφερόμενα στην Αγγλική Αντιμουσουλμανική Αμυντική Ομάδα (anti-Muslim English Defence League) και τους Casuals United, ένα δίκτυο ακροδεξιών ποδοσφαιρικών χούλιγκαν, που βλέπουν τους εαυτούς τους ως έναν «έτοιμο στρατό» ενάντια στο Ισλάμ. Και οι δύο ομάδες απηύθυναν κάλεσμα προς άτομα με παρόμοια ιδεολογία να στοχοποιήσουν το σπίτι της οικογένειας Deghayes, δημοσιοποιώντας τις «διευθύνσεις του τζαμιού (που η οικογένεια επισκεπτόταν) και σπιτιών σε ακροδεξιά σάιτ με επίκληση για δράση», σύμφωνα με πληροφορίες της αστυνομίας.
Αστυνομικά αρχεία από τον Σεπτέμβριο του 2009, φανερώνουν την έκταση της στοχοποίησης που είχε δεχτεί η οικογένεια. Στις 3 Σεπτεμβρίου, στο τζάμι του αυτοκινήτου της οικογένειας Deghayes, που ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι τους στην οδό Arundel Drive East, βρέθηκε σπασμένο. Στις 7 Σεπτεμβρίου, οι δίδυμοι, δέχτηκαν ρατσιστική επίθεση στο σχολείο και οι δράστες ακούστηκαν να προσβάλλουν τη μητέρα των παιδιών. (Οι δίδυμοι αντέδρασαν βίαια και αποβλήθηκαν.)
Λιγότερο από μία εβδομάδα αργότερα, η Einas ήταν στο λεωφορείο 27 από το Μπράιτον με τον Amer και τα αδέρφια του όταν μία ομάδα νέων τους περικύκλωσαν. Κινούμενοι προς το μέρος τους, τους έκαναν νοήματα ότι θα τους κόψουν το λαρύγγι και τους έλεγαν: «Είστε νεκροί». Στις 11 Σεπτεμβρίου, λίγο μετά το σούρουπο, μια μεγάλη ομάδα νεαρών μαζεύτηκαν στην μπροστινή αυλή, πετώντας μπουκάλια, τούβλα και πέτρες στο σπίτι, και σπάζοντας το τζάμι της τραπεζαρίας. Στις 14 Σεπτεμβρίου, ένας από τους δίδυμους έλαβε ανώνυμες απειλές στο facebook και έγιναν νέες επιθέσεις στο σπίτι και το αυτοκίνητο των Deghayes. Στις 22 Σεπτεμβρίου, καθώς περπατούσαν από το σπίτι στο σχολείο, οι δίδυμοι δέχτηκαν επίθεση από μία ομάδα που φορούσε κουκούλες. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, πάτησαν τον Αabdullah επανειλημμένα στο κεφάλι και τον κλώτσησαν στα πλευρά.
Τα αρχεία της αστυνομίας για τον μήνα Σεπτέμβριο του 2009 σταματούν εδώ – αλλά υπάρχει μία προσθήκη που λέει ότι «η οικογένεια δεν ανέφερε πολλά άλλα περιστατικά που συνέβησαν τον ίδιο μήνα».
Στο Μπράιτον, ο καλύτερος φίλος του Amer, ο Ibrahim, περνούσε το δικό του μαρτύριο. Έφτασε στη Βρετανία με τη μητέρα του το 2004 σαν πρόσφυγας από τη Σιέρα Λεόνε. Όταν ήταν ενός έτους, οι αντικυβερνητικοί αντάρτες από το Επαναστατικό Ενωμένο Μέτωπο επιτέθηκαν στο χωριό τους έξω από την πρωτεύουσα, τη Freetown. «Πήρα το μωρό μου και τρέξαμε να σωθούμε. Η βία δεν είναι αστείο για μένα. Την έζησα, έχω δει τι μπορεί να κάνει», μου είπε η Khadijah, μητέρα του Ibrahim, όταν μιλήσαμε νωρίτερα φέτος.
Ο Ibrahim γνωρίστηκε με τον Amer στο τζαμί al-Quds στην οδό Dyke Road στο Μπράιτον, όπου ο πατέρας του Amer είχε σημαίνουσα θέση. Οι δύο έφηβοι ταίριαξαν με τη μία: σε ένα περιβάλλον όπου το να είσαι σκληρός μετράει, και οι δύο ήταν φανερά χαλαροί, έβγαλαν από πάνω τους τις κοροϊδίες των ρατσιστών νταήδων και φαίνονταν σαν συμπαθητικοί και κοινωνικοί νεαροί. Επιπλέον θεωρούνταν αρκετά καλοί ράπερς – μέσα στους καλύτερους του περίγυρού τους. «Ήταν αρεστοί, ευχάριστα παιδιά», είπε ο φίλος τους Tommy Simmons, που είναι τώρα 19. «Ο Ibrahim έκανε τους πάντες να γελούν, ήταν κάποιος που σε έκανε να νιώθεις καλύτερα.» Όταν δεν ράπαρε, ο Ibrahim βοηθούσε τη μητέρα του στο φιλανθρωπικό κατάστημα που διατηρούσε, στην οδό Lewes Road στο Μπράιτον.
Την άνοιξη του 2010, o Ibrahim χτυπήθηκε άγρια στους δρόμους του Bevendean, στο βόρειο Μπράιτον. Σύμφωνα με τη μητέρα του, ο πατέρας ενός έφηβου που νωρίτερα είχε βρίσει ρατσιστικά αυτή και το γιο της «πλήρωσε κάποιον να χτυπήσει τον Ibrahim». Ο γιος της ήταν στο νοσοκομείο για μέρες. «Μας έλεγαν Πακιστανούς, νέγρους, τα πάντα», θυμάται.
Το 2010, υψηλά ιστάμενοι των κοινωνικών υπηρεσιών που είχαν την ευθύνη να προσέχουν την οικογένεια Deghayes, κατέληξαν ότι ο ρατσισμός διάβρωσε την ικανότητα της οικογένειας να ανταπεξέλθει. Ενώ οι δίδυμοι, ο Abdullah και ο Abdulrahman, αναλώνονταν καθημερινά σε καυγάδες με τους «βασανιστές» τους, ο Amer παρέμενε χαλαρός. «Η θέση μου, ακόμα και όσον αφορά το ρατσισμό, ήταν να λύνω τέτοια προβλήματα με μη βίαιο τρόπο. Δεν το άφηνα να με επηρρεάζει, δε το άφηνα να με ρίχνει», μου είπε σε μία συνέντευξη στις αρχές του έτους.
Η οικογένεια ζήτησε προστασία από την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια των συνεχών επιθέσεων στο σπίτι τους το 2009, έγιναν εφτά συλλήψεις αλλά σε κανέναν δεν αποδόθηκαν κατηγορίες. Άλλα περιστατικά που περιλάμβαναν ρατσιστική βία έναντι των αγοριών Degahayes δεν διερευνήθηκαν από τη γενική Εισαγγελία, σε κάποιες περιπτώσεις λόγω ελλιπών στοιχείων, και σε άλλες δεν θεωρήθηκε αναγκαίο για το δημόσιο συμφέρον.
Τον Μάρτιο του 2010 οι δίδυμοι, Abdulrahman και Abdullah, είπαν στους κοινωνικούς λειτουργούς ότι ένιωθαν ότι ο ρατσισμός ήταν υπαρκτός και μέσα στην αστυνομία και ότι δεν υπήρξε επαρκής δράση σχετικά με τις καταγγελίες τους για παρενόχληση και αντικοινωνική συμπεριφορά. Ένιωθαν ότι οι καταγγελίες τους «δεν διερευνήθηκαν». Η Jackie Chase, μία φίλη της οικογένειας, μου είπε. «Οι αρχές μετατράπηκαν σε κάτι απειλή αντί για προστασία». Το 2010, ο πατέρας του αγοριού, ο Abudaker, είπε στην αστυνομία ότι «οι γιοι του ριζοσπαστικοποιήθηκαν λόγω της αδράνειας της αστυνομίας σχετικά με τις καταγγελίες τους».
Η αστυνομία του Sussex δεν κοινοποιεί υποθέσεις σε μεμονωμένα άτομα αλλά είπε ότι διερεύνησε όλες τις καταγγελίες που έγιναν ενάντια στο σώμα. Παρόλα αυτά, δεν ήταν παρά στο τέλος του 2011 που η αστυνομία κανόνισε ένας μη λευκός αστυνομικός να συναντήσει τα αγόρια Deghayes και επίσημα να συζητήσουν γιατί ένιωθαν ότι η αστυνομία δεν τους συμπεριφέρθηκε δίκαια.
Ενώ υπόκεινταν συστηματικά στο ρατσισμό και αβέβαιοι για τον αν μπορούν να εμπιστευτούν τις αρχές, τα αγόρια Deghayes θα πρέπει να ένιωσαν τον πειρασμό να βρουν καταφύγιο στη σταθερότητα της οικογένειάς τους. Αλλά η ζωή μέσα από τους ασπρισμένους τοίχους του σπιτιού τους στο Saltdean μόνο ήρεμη δεν ήταν. Για χρόνια, η αστυνομία δεχόταν ισχυρισμούς ότι η οικογένεια υπέμενε επίσης τη βίαιο χαρακτήρα του Abubaker. Καταγγελίες σχετικά με τις συγκρούσεις στο σπίτι τους, ήρθαν ξανά στην επιφάνεια τον Νοέμβριο του 2010 όταν κάποιος τρίτος ανησύχησε και απευθύνθηκε σε μια φιλανθρωπική οργάνωση για βοήθεια.
Όσο οι αρχές διερευνούσαν, υπήρξαν και άλλες καταγγελίες, συμπεριλαμβανομένης μίας όπου ο Abubaker μαστίγωσε τους γιους του με ηλεκτρικά καλώδια. Πληγές και πολλές μελανιές βρέθηκαν στις πλάτες των παιδιών. Ο Abubaker διαψεύδει έντονα αυτούς τους ισχυρισμούς.
Στις 23 Νοεμβρίου του 2010, σε ένα συνέδριο προστασίας ανηλίκων, κοινωνικοί λειτουργοί, αστυνομία και υπάλληλοι υγείας κατέληξαν ότι ο Amer, ο Abdylrahman, ο Abdullah και ο Jaffar, «δέχονταν πραγματική συναισθηματική και σωματική κακοποίηση».
Παρότι οι αξιωματικοί συνέταξαν σχέδιο προστασίας για τα αγόρια, φαίνεται ότι οι αρχές ξανά απέτυχαν στο να τα προστατέψουν αποτελεσματικά. O Abubaker συνελήφθη και αφέθηκε λίγο αργότερα. Οι αυστηροί όροι εγγύησης του απαγόρευαν να επισκέπτεται το σπίτι της οικογένειας, και ακόμα και το Saltdean. Παρόλα αυτά ο πατέρας «παρενέβη συστηματικά τους όρους εγγύησης και συνέχισε να επισκέπτεται τα αγόρια, σύμφωνα με την αστυνομία. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης λέγεται ότι ο Abubaker απέτρεψε κλήσεις για βοήθεια, αποσυνδέοντας το τηλέφωνο.
Στο τέλος, τα παιδιά απέσυραν τις αρχικές δηλώσεις τους ενάντια του πατέρα τους και δεν αποδόθηκαν κατηγορίες. « Τα παιδιά έστειλαν γράμματα, αποσύροντας την ζήτηση δίωξης. Αργότερα είπαν στην αστυνομία ότι τους είχε πει ο Abubakerτι να γράψουν», σύμφωνα με τα αρχεία της αστυνομίας.
O Abubaker συστηματικά αρνιόταν οποιαδήποτε πράξη βίας ενάντια στη γυναίκα του ή τους γιους του. Λέει ότι τέτοιοι ισχυρισμοί ήταν μέρος της ρατσιστικής βεντέτας που προωθούσαν οι εχθροί του.
Για τον Amer και τους αδερφούς του, ο αθροιστικός αντίκτυπος όλων αυτών ήταν βαθύς. Η ομάδα του δήμου για τη βοήθεια προβληματικών οικογενειών πιστεύει ότι τα παιδιά ήταν θύματα «σοβαρής συναισθηματικής κακοποίησης». Η έκθεσή τους στη βία υπήρξε τόσο επιβλαβής που πιθανότατα είχαν «συμπτώματα μετατραυματικού στρες».
Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 2011, η Εinas και οι γιοι της τράπηκαν σε φυγή από το Saltdean για το Μπράιτον. H έκτακτη κατοικία τους, στο Preston Drove, ήταν μια βικτωριανή μεζονέτα μεταξύ των τακτοποιημένων ομοιόμορφων σπιτιών των προαστίων στο Preston Park. Το σπίτι, το οποίο τους παραχωρήθηκε από τον δήμο, ήταν γεμάτο υγρασία, και νερό έσταζε από τους τοίχους όταν έβρεχε. Είχε τόσο κακή μόνωση που τα έξοδα θέρμανσης συντέλεσαν στην υπερχρέωση της οικογένειας.
Ένας δημόσιος υπάλληλος από την υπηρεσία του δήμου για τις διαπολιτισμικές οικογένειες, κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου ρουτίνας τον Μάρτιο του 2011, περιέγραψε μία απαράδεκτη σκηνή. Όλη η οικογένεια ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. «Το σπίτι ήταν παγωμένο και το νερό έτρεχε από μία ηλεκτρική υποδοχή στο ταβάνι, πάνω στον Jaffar ο οποίος προσπαθούσε να κοιμηθεί στο βρεγμένο κρεβάτι του.»
Η οικογένεια συνέχισε να υπόκειται σε ρατσιστική βία, σύμφωνα με τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως και ο Ibrahim Kamara και η μητέρα του Khadijah. Η Khadijah λέει ότι αναγκάστηκε να μετακομίσει συνολικά 11 φορές σε διάστημα 6 χρόνων αφότου στοχοποιήθηκε από ρατσιστές. «Έπρεπε να μετακομίσουμε σε ένα μέρος στο Seaford όπου δεν υπήρχε ψυγείο, ούτε κουζίνα. Τα παιδιά μου κι εγώ ζούσαμε με φαγητό απ’ έξω», μου είπε τον περασμένο Δεκέμβρη. Για οχτώ εβδομάδες το 2013, ο Ibrahim και η μητέρα του κοιμόνταν στο πάτωμα του καταστήματός της. «Το να πρέπει να μετακομίζουμε εξαιτίας ρατσιστικής παρενόχλησης επηρέασε τα παιδιά μου πολύ και για αυτό επηρέασε και μένα, είπε η Khadijah.
O Amer εστίασε τις προσπάθειές του στις σπουδές του, κάνοντας μια πρακτική στη βιβλιοθήκη του Saltdean.Οι δίδυμοι όμως, είχαν ήδη αρχίσει να ανταποδίδουν τα χτυπήματα. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 2011, ο Αbdullah και ο Αbdulrahman κέρδισαν μια σειρά από καυγάδες στο δρόμο ενάντια των νεαρών που τους παρενοχλούσαν στο παρελθόν. Μέχρι το καλοκαίρι είχαν εξασφαλίσει το σεβασμό άλλων προβληματικών εφήβων, πολλοί από τους οποίους ήταν ήδη γνωστοί στους κοινωνικούς λειτουργούς και την αστυνομία της πόλης.
Οι 15-χρονοι δίδυμοι σύντομα έγιναν αρχηγοί μιας συμμορίας περίπου 20 νεαρών που τους φοβόντουσαν στο Μπράιτον. Ο Abdullah έκανε μικροκλοπές στο δρόμο και σε καταστήματα. Τον ανέκριναν και για μία βίαιη επίθεση ενάντια ενός Ιταλού φοιτητή. Η νότια πλευρά του London Road, μία περιοχή υποβαθμισμένη με πολλά καταστήματα «ό,τι πάρεις μία λίρα» και ηλεκτρονικά παιχνίδια, έγινε το στέκι της συμμορίας.
O Amer παρακολουθούσε αβοήθητος τον μικρό αδερφό του Jaffar, 13 ετών να βουλιάζει στη βία. Κοντά στο τέλος του 2011, οι κοινωνικοί λειτουργοί παρατήρησαν μία σημαντική μεταστροφή των αδερφών του Amer, που από θύματα είχαν μετατραπεί σε θύτες: «Τα αγόρια είναι δράστες και κάνουνε νταηλίκια στην πόλη, ψάχνοντας για ενσωμάτωση και την αίσθηση του ανήκειν στην κουλτούρα των συμμοριών.» Η αστυνομία εκείνον τον καιρό έβλεπε τους τρεις μικρότερους αδερφούς σαν «ένα οικογενειακό κύμα εγκληματικότητας».
Μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, οι δίδυμοι είχαν γίνει τόσο διαβόητοι που η σύμπραξη για τη μείωση της σγκληματικότητας στο Μπράιτον, μία συμμαχία μεταξύ αστυνομίας και δημοτικών υπαλλήλων, συμφώνησαν σε μια ανακοίνωση που απαγόρευε την είσοδο στον Abdullah και τον Abdulrahman σε μια μεγάλη περιοχή της πόλης, που εκτεινόταν από το κέντρο μέχρι την μαρίνα, 3χλμ πιο πέρα.
Με τον πατέρα τους να μην μένει πια μαζί τους, οι δίδυμοι άρχισαν να παίρνουν τον έλεγχο τους σπιτιού, προσκαλώντας άλλα μέλη της συμμορίας τους να μένουν μαζί τους. Οι νέοι συγκάτοικοι έλεγα ψέματα στην Einas για να εκμεταλλευτούν την καλοσύνη της – λέγοντάς της ότι είναι άστεγοι και ότι πεινούν. Ένας υπάλληλος από την υπηρεσία στέγασης περιέγραψε ότι είδε τους δίδυμους να «διατάζουν με φωνές» τη μητέρα τους. Η Αστυνομία λάμβανε συχνά καταγγελίες για αγνοούμενους εφήβους, για να διαπιστώνει ύστερα ότι έμεναν στο σπίτι των Deghayes. Κατά τη διάρκεια του 2012. Οι γείτονες ανέφεραν δυνατή μουσική μέχρι τις πρωινές ώρες, πόρτες να χτυπάνε, και ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
Η Einas την οποία περιγράφουν ως γλυκιά και γενναιόδωρη αυτοί που την γνωρίζουν, φαίνεται να έχει εξαντληθεί εντελώς, με το να φροντίζει τα παιδιά της αλλά και τους άλλους έφηβους που έρχονταν να μείνουν σπίτι της. Καθ’ όλη αυτή την περίοδο έχει μόνο έναν σύμμαχο, τον Amer. Ενώ οι αδερφοί του συνεχώς προκαλούν προβλήματα, ο Amer ποτέ δεν τράβηξε την προσοχή της αστυνομίας. Μπροστά σε όλο αυτό το χάος, οι κοινωνικές υπηρεσίες τον περιέγραφαν σαν βράχο, προσφέροντας αμέριστη συμπαράσταση στη μητέρα του και δρώντας ως αντικαταστάτης του πατέρα του, προσπαθώντας με μεγάλη δυσκολία να βάλει κάποια όρια. Αυτό τον άφησε ευάλωτο καθώς ήταν μόνος του, τα αδέρφια του τον παρενοχλούσαν και του επιτίθονταν.
Παρατηρήσεις από δημόσιους λειτουργούς που είχαν σχέσεις με την οικογένεια, στις αρχές του 2012 περιγράφουν έναν 17-χρονο με στενούς δεσμούς με την κοινωνία, που διαπρέπει στο κολέγιο του, όντας πολύ δημοφιλής και ταυτόχρονα χτίζοντας τη φήμη του ως ταλαντούχος ράπερ. Εστιάζοντας στο μάθημα οικονομικών σπουδών του, ο Amer είναι αποφασισμένος να πάει στο πανεπιστήμιο. Είχε αρχίσει επίσης να πηγαίνει συχνότερα στο τζαμί al-Quds, μαζί με τον Ibrahim΄η όλο και πιο βαθιά τους σύνδεση με τη θρησκεία αντιμετωπιζόταν από τις υπηρεσίες περισσότερο ως αφοσίωση παρά ως δογματισμός.
Αντιθέτως, οι αδερφοί του Amer δεν τα πήγαιναν καλά. Στον τελευταίο τους χρόνο στο Longhill, οι δίδυμοι σπάνια πήγαιναν στα μαθήματα, παρόλο που κάποιες φορές εμφανίζονταν για τα δωρεάν γεύματα του σχολείου. Οι υπάλληλοι στο σχολείο ανέφεραν ότι ήταν απρόθυμοι να έρθουν αντιμέτωποι με τους δίδυμους, φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν για ρατσισμό εάν το έπρατταν. Άλλοι μαθητές στο σχολείο, φοβόντουσαν αντίποινα από τη συμμορία. Ένας εκπρόσωπος για το δημοτικό συμβούλιο, μιλώντας εκ μέρους του σχολείου, είπε ότι δε θα σχολίαζαν συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώ συνεργάζονταν με το τοπικό συμβούλιο ασφάλειας ανηλίκων του Μπράιτον πάνω σε μία σοβαρή υπόθεση σε εξέλιξη.
Στο μεταξύ ο Jaffar, είχε μεταφερθεί στο σχολείο Varndean στο βόρειο Μπράιτον για να αποφύγει το ρατσισμό που είχαν αντιμετωπίσει τα αδέρφια τους, αλλά τα ίδια προβλήματα παρουσιάστηκαν και στο καινούριο σχολείο. Σε ένα περίσταση, ο Jaffar, που τότε ήταν 13, νοσηλεύτηκε μετά από έναν καυγά στην αυλή. Παρά το γεγονός αυτό και τη συμμετοχή του Jaffar στη συμμορία των αδερφών του, οι κοινωνικές υπηρεσίες, πίστευαν ότι αυτός είχε πιο πολλές πιθανότητες να ξεφύγει από την «κουλτούρα των συμμοριών». Οι κοινωνικοί λειτουργοί παρατήρησαν ότι είχε αρχίσει να βλέπει τον Amer σαν το αντρικό πρότυπο που ήθελε να μιμηθεί. Μία σχολική αναφορά από το σχολικό έτος 2012-2013, περιέγραφε τον Jaffar σαν έναν προσαρμοσμένο έφηβο «στον οποίο είναι ευχάριστο να μιλάς και που του αρέσει να συζητά με ενηλίκους». Παρά τη μικρή συμμετοχή στην τάξη του, που ήταν μόλις 59%, οι δάσκαλοί του ήταν επιεικείς, γνωρίζοντας ότι ξαγρυπνούσε τα βράδια, λόγω της αναταραχής στο σπίτι του.
Παρόλα αυτά ο Jaffar τελικά αποβλήθηκε από την συμβατική εκπαίδευση λόγω βίας και στάλθηκε στην Μονάδα Παραπομπής Μαθητών (ΜΠΜ), η οποία προσφέρει ειδικά μαθήματα για «ιδιαίτερα ανήσυχα» παιδιά.
Ο Jaffar έδωσε τις εξετάσεις του στην ΜΠΜ τον επόμενο Ιούνιο. Οι προηγούμενοι δάσκαλοί τους είχαν προβλέψει ότι θα έπιανε τουλάχιστον 8 μαθήματα. Τελικά πέρασε μόνο 3. «Αυτό του κόστισε πολύ, το ότι τον έστειλαν στην ΜΠΜ συντέλεσε στο να απομακρυνθεί από μελλοντικές επαγγελματικές ευκαιρίες, μου είπε ένας οικογενειακός φίλος που επιθυμεί να μείνει ανώνυμος. «Μπορούσες να δεις την ελπίδα να στερεύει μέσα του».
Λίγο πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές του 2012, η συμπεριφορά του Jaffar χειροτέρεψε απότομα. Τον Ιούλιο, συνελήφθη μαζί με έναν από τους δίδυμους, τον Abdulrahman, γιατί φέρονταν ότι επιτέθηκαν και λήστεψαν ξένους φοιτητές από το Διεθνές κολέγιο του πανεπιστημίου του Μπράιτον. Το προσωπικό στην ΜΠΜ εξεπλάγη, περιγράφοντας τη βία για την οποία κατηγορήθηκε, εντελώς εκτός του χαρακτήρα του.
Ο Amer, προσέφερε υποστήριξη στον Jaffar, παροτρύνοντάς τον να πηγαίνει στο τζαμί. Αλλά και πάλι τα αστυνομικά αρχεία από εκείνη την περίοδο δείχνουν ότι o Jaffar και τα αδέρφια του, εκτός του Amer, ήταν πολύ πιθανό να γίνουν κοινοί εγκληματίες. Τον Μάιο του 2012, η αστυνομία κατέγραψε 15 περιστατικά με τους αδερφούς Deghayes. Οι δίδυμοι θεωρούνταν από την αστυνομία σαν εγκληματίες ντουμπλέρ, αφού είχαν ταλέντο στο να αποφεύγουν τη δίωξη εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ούτε η αστυνομία ούτε τα θύματά τους μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν.
Συνοψίζοντας τη συμπεριφορά του Abdulrahman, του Abdullah και του Jaffar κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 2012, η υπηρεσία νεανικής παραβατικότητας του Μπράιτον κατέληξε ότι «από εγκληματικής απόψεως τα αγόρια είχαν κάνει πολλά και δεν μπορούσαν πλέον να αγνοηθούν».
Νωρίς το απόγευμα της 16ης Σεπτεμβρίου του 2012, η αστυνομία έλαβε καταγγελία από έναν συγκλονισμένο έφηβο στο Τhe Level, ένα μικρό πάρκο κοντά στο κέντρο του Μπράιτον, όπου μαθητές μαζεύονται για να παίξουν μπάλα τα βράδια. Αφορούσε τον Jaffar. Εμφανώς μεθυσμένος, ο 14 χρόνος είχε πολύ επιθετική διάθεση, φωνάζοντας σεξιστικά σχόλια και απειλώντας περαστικούς. «Ο Αλλάχ θα πάρει εκδίκηση για μένα», φώναζε ο έφηβος στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω του. « Κάντε μου ό,τι θέλετε. Θα δείτε τι θα γίνει όταν θα έρθει η μέρα της κρίσης. Θα πάτε όλοι στην κόλαση».
Οι αστυνομικοί υπάλληλοι φαίνεται ότι δεν πήραν στα σοβαρά το ξέσπασμά του, το οποίο δεν φαίνεται να έχει αναφερθεί στο πρόγραμμα Prevent – του πρωταρχικού επιπέδου της κυβερνητικής στρατηγικής κατά της τρομοκρατίας, που στόχος της είναι να σταματά τους ανθρώπους πριν υποπέσουν στη βία και τη ριζοσπαστικοποίηση. (Παρά τους 275,000 κατοίκους το δημοτικό συμβούλιο του Μπράιτον και του Χόουβ, απασχολεί μόνο έναν υπάλληλο στο Prevent με πλήρες ωράριο.
Υπάρχουν υπόνοιες ότι οι αρχές πίστευαν ότι τα αγόρια Deghayes είχαν πολλές πιθανότητες να ριζοσπαστικοποιηθούν – παρότι είχαν γίνει στην αστυνομία αναφορές το 1997 ότι ο πατέρας τους, ο Abubaker, τους έκανε κήρυγμα με τρόπο που μπορούσε να «προκαλέσει ρατσιστικές αναταραχές» και «εξέφραζε δυνατή συμπάθεια προς την Αλ-Κάιντα». Ο Abubaker αρνήθηκε έντονα τέτοιους ισχυρισμούς.
Πιο πρόσφατη, και πιο προφανής ήταν η εμπειρία του θείου των παιδιών, του omar, στο Γκουαντάναμο. Σε μία συνέντευξη νωρίτερα φέτος, o Amer ανέφερε την κακοποίηση του Omar στη φυλακή, και τις από πρώτο χέρι περιγραφές του των βάναυσων αδικιών της κυβέρνησης Μπους ως αντίδραση στην 9/11 – στις οποίες συναινούσε η Βρετανία – ως τις πρώτες αμφιβολίες για το τι σημαίνει να είσαι μουσουλμάνος στη δύση. «Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας ήταν προφανώς πόλεμος κατά των μουσουλμάνων, κατά του ισλαμικού τρόπου ζωής», μου είπε ο Amer.
Τον Ιανουάριο του 2013, έγινε η πρώτη συνάντηση του Channel στο Μπράιτον, μιας πρωτοβουλίας σχεδιασμένης για την προστασία ευάλωτων ανθρώπων που είχαν περιπέσει στον βίαιο εξτρεμισμό. Τον προηγούμενο μήνα, ο πατέρας του Amer ταξίδεψε από το Mπράιτον στη βόρεια Συρία με μια ομάδα αρωγής, παρότι εκείνη την περίοδο, το ταξίδι στη Συρία με σκοπό τη βοήθεια των ανθρώπων στο να αντεπεξέλθουν στον εμφύλιο πόλεμο δεν ήταν αμφιλεγόμενο. Δε φαίνεται να έγινε συζήτηση για τα αγόρια Deghayes στη συνάντηση του Channel.
Τον επόμενο μήνα, το Φεβρουάριο του, ένας από τους φίλους του Jaffar, ένας μουσουλμάνος έφηβος στον οποίο θα αναφέρομαι ως Kadeem, εντοπίστηκε από το προσωπικό του σχολείου Varndean να φεύγει από το δωμάτιο προσευχής του σχολείου κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού. Ο δάσκαλος παρατήρησε κάτι περίεργο: ο Kadeem συνοδευόταν από δύο μαθητές που δεν ήταν Μουσουλμάνοι. Υπενθύμισε σε αυτούς τους δύο ότι δεν επιτρεπόταν σε μη Μουσουλμάνους να φύγουν. Ο Kadeem πήρε το λόγο και εξήγησε ότι τους έπεισε να μεταστραφούν και τους μάθαινε πώς να προσεύχονται.
Ο δάσκαλος άκουγε καθώς ο Kadeem ανέφερε μια λίστα με ονόματα φίλων που πρόσφατα είχαν μεταστραφεί στο Ισλάμ και οι οποίοι είπε, «θα πάνε όλοι στον παράδεισο και θα είναι ασφαλείς». Ο Amer, είπε στο δάσκαλο, ήταν το δεξί του χέρι, έχοντας το καθήκον να εξασφαλίζει ότι οι νέοι θα πηγαίνουν συχνά στο τζαμί. O Kadeem, που ζωήρεψε κατά τη διάρκεια της συζήτησης, έδειξε ένα βίντεο απ’το κινητό του στο δάσκαλο, όπου κατά τα λεγόμενά του, «Εβραίοι επιτίθονταν σε Παλαιστίνιους».
Θορυβημένος, ο δάσκαλος επικοινώνησε με την δημοτική ομάδα κοινωνικής ασφάλειας. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι οι υπάλληλοι της κοινωνικής ασφάλειας είπαν στο προσωπικό ότι δεν ανησυχούσαν σχετικά με το τζαμί Al Quds, προσθέτοντας ότι το σχολείο έπρεπε να θυμάται ότι ο Amer ήταν ο «λογικός» της οικογένειας.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 2013, οι κοινωνικοί λειτουργοί άρχισαν να ελπίζουν ότι ο Jaffar, που γινόταν τώρα 16, άρχιζε να ηρεμεί. Άρχισε να κάνει μαθήματα Αραβικών τα σαββατοκύριακα, και τον ελεύθερο χρόνο του έβλεπε θρησκευτικές εκπομπές στον υπολογιστή του. Το καλοκαίρι παρακολούθησε το Ραμαντάν με δική του πρωτοβουλία για πρώτη φορά.
Καθώς ο Jaffar γινόταν όλο και πιο ήρεμος, ο Amer φαινόταν όλο και πιο ανήσυχος σχετικά με τον πόλεμο στη Συρία. Μια αποφασιστική στιγμή ήρθε στις 21 Αυγούστου του 2013, όταν οι δυνάμεις του Άσαντ εκτόξευσαν ρουκέτες χημικών όπλων στα πυκνοκατοικημένα προάστια ανατολικά της Δαμασκού, σκοτώνοντας εκατοντάδες. Λίγες ώρες αργότερα εμφανίστηκε υλικό στο διαδίκτυο με παιδιά να αφρίζουν από το στόμα, και το δέρμα του μπλαβιασμένο. «Είδα μια ευκαιρία να προσφέρω στη Συρία και την δυνατότητα να απομακρύνω τον κοσμικό Μπααθισμό (του Άσαντ)», μου είπε ο Amer. «Δε θέλω να είμαι αυτός που κάθεται στο περιθώριο και απλώς παρακολουθεί»
Λίγο αργότερα, η μητέρα του Ibrahim, η Khadijah θυμάται τότε που ο γιος της ανέφερε τη Συρία για πρώτη φορά. Ήταν κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού κατά το τέλος του Αυγούστου του 2013, στο τέλος των σχολικών διακοπών, που ο Ibrahim είχε περάσει σχεδόν αποκλειστικά με τον Amer, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο και στο τζαμί. Η Khadijah θυμάται τον Ibrahim και τον Amerνα μιλάνε έντονα για τα δεινά του λαού στη Συρία. « Τους είπα, δεν έχετε λεφτά, δεν έχετε τελειώσει το σχολείο, νόμιζα ότι απλώς περνούσαν μια φάση» είπε.
Όταν στις 29 Αυγούστου, το κοινοβούλιο απέρριψε την επέμβαση του ηνωμένου βασιλείου ενάντια στον Άσαντ, για να αποτρέψει τη χρήση χημικών όπλων, η άποψη του Amer ότι η δύση δεν νοιάζεται για τους Μουσουλμάνους, ισχυροποιήθηκε. «Ρωτούσε συνεχώς, μα γιατί η δύση δε βοηθάει; Το είδε σαν προδοσία προς το Συριακό λαό, προς τους Μουσουλμάνους», είπε ένας παλιός φίλος από το σχολείο.
Στο μεταξύ, ο Jaffar, που μόλις είχε γυρίσει από ένα σύντομο ταξίδι στη Λιβύη σε συγγενείς, φαίνεται επίσης να είχε αναπτύξει παρόμοιες πολιτικές απόψεις. Τον Σεπτέμβριο, ένας νεαρός κρατικός υπάλληλος των κοινωνικών υπηρεσιών βρήκε τους εφήβους εξαιρετικά απόμακρους. Αλλά όταν αναφέρθηκε η αναταραχή που ξεκινούσε στη Λιβύη, η διάθεση του Jaffar άλλαξε αμέσως, και δήλωσε ότι «όλοι οι Αμερικάνοι είναι τρομοκράτες». Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Jaffar αναφέρθηκε στο αντιτρομοκρατικό πρόγραμμα Channel.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν ο Jaffar γράφτηκε σε ένα πρόγραμμα αθλητισμού και εθελοντισμού στο κολέγιο του City, υπάλληλοι στην ομάδα Prevent ήρθαν σε επαφή με το προσωπικό του κολεγίου για να τους ζητήσουν «να αναφέρουν όποια περιστατικά δείχνουν ριζοσπαστικοποίηση», συμπεριλαμβανομένου του Jaffar. Αντ’ αυτού έλαβαν αναφορές για ένα δημοφιλή «πρότυπο άντρα» ο οποίος επιδείκνυε σεβασμό προς τις γυναίκες και αντιδρούσε σε όσους δεν έκαναν το ίδιο.
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 2013, η αστυνομία του Sussex αποφάσισε να χαλαρώσει την αποστολή Blower μία πρωτοβουλία που είχε ξεκινήσει 6 μήνες νωρίτερα για να αποδομήσει τις προβληματικές συμμορίες νεαρών στο Μπράιτον, και μεταξύ αυτών την ομάδα που περιελάμβανε τον Abdulrahman και τον Abdullah Deghayes. Ανώτεροι αξιωματικοί έκριναν την αποστολή ως επιτυχημένη, παρατηρώντας ότι δεν υπάρχει «ανησυχία σχετικά με ριζοσπαστικοποίηση» για κανέναν από τα αγόρια Deghayes. Περίπου την ίδια περίοδο, η ομάδα προβληματικών οικογενειών του δήμου αποφάσισε να σταματήσει αν δουλεύει με την οικογένεια Deghayes, σημειώνοντας ότι δεν είχε γίνει αρκετή πρόοδος ώστε να δικαιολογείται να κρατήσουν την υπόθεση ανοιχτή.
Όχι πολύ αργότερα, στις 15 Οκτωβρίου, ντυμένος στα μαύρα ο Amer ξεκίνησε για τη Συρία. Οι αρχές δεν γνώριζαν για το ταξίδι αυτό.
Δεν ήταν παρά μόνο τον επόμενο μήνα που έφτασε στην αστυνομία ότι ο Amer είχε φύγει από τη χώρα και ακόμα και τότε πίστευαν ότι ήταν για εθελοντική εργασία. Στις 11 Νοεμβρίου του 2013, η επιτροπή του Prevent– συμπεριλαμβανομένων και κάποιων από τους ανώτερους αξιωματικούς της δημοτικής αστυνομίας, υπάλληλων του δήμου και κοινωνικών λειτουργών – συναντήθηκαν κοντά στο βασιλικό συνεδριακό κέντρο του Μπράιτον για να συζητήσουν για τον Jaffar . Η επιτροπή κατέληξε ότι «δεν έδειχνε να υπάρχει μεγάλο ρίσκο να έχει εμπλακεί με τον εξτρεμισμό» σημειώνοντας ότι είχε σταματήσει να καπνίζει κάνναβη και να πίνει, αγνοώντας εντελώς το γεγονός ότι τέτοια συμπεριφορά θα μπορούσε να σημαίνει ότι έχει ισχυροποιήσει τα πιστεύω του. Η επιτροπή αποφάσισε ότι ο Jaffar δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί υποψήφιος για την διαδικασία του Channel– το οποίο θα τον είχε αναγκάσει να μπει σε πρόγραμμα αποριζοσπαστικοποίησης.
Παρ’όλα αυτά ήρθε στην επιφάνεια ένα ζήτημα κρίσιμης σημασίας. Οι κοινωνικοί λειτουργοί είχαν ακούσει ότι ο Amer ταξίδεψε είτε στη Λιβύη, είτε στην Τουρκία σε μια ανθρωπιστική αποστολή. Η αστυνομία του Sussex παραδέχτηκε ότι δεν ήταν ανήμερη, αλλά συμφώνησε να ενημερώσει την ομάδα Prevent για «πιθανούς κινδύνους» που μπορεί να εμφανίζονταν εξαιτίας του ταξιδιού το Amer, ίσως αναφορά στην πιθανή επιρροή που θα μπορούσε να έχει αυτό στα αδέρφια του.
Στις 3 Δεκεμβρίου, η αστυνομία ανακάλυψε έναν λογαριασμό στο facebook από τη Λιβύη, που σύντομα ταυτοποιήθηκε ότι ανήκε στον Jaffar. Με όνομα «Κοινότητα νέων νοτιοανατολικού τμήματος του ισλάμ, περιείχε έναν σύνδεσμο που οδηγούσε σε μια εικόνα με εξοπλισμό μποξ με την επονομομασία «το γυμναστήριο των αδερφών». Οι επιθεωρητές το ταυτοποίησαν ως το γυμναστήριο στο τζαμί al – Quds. Πηγαίνοντας παρακάτω στο χρονολόγιο, οι αστυνομικοί βρήκαν μια φωτογραφία με άντρες με κουκούλες που έφιππων στην έρημο. Στο βάθος ανέμιζε μια μαύρη σημαία όπου έγραφε με λευκά γράμματα, «η μαύρη σημαία της τζιχάντ».
Αλλά και πάλι δε λήφθηκε κανένα μέτρο. Ο Jaffar δεν ξανααναφέρθηκε στο πρόγραμμα Channel, ενώ το γυμναστήριο στο τζαμί δεν φαίνεται να επιθεωρήθηκε. Το σχολείο του Jaffar, φαίνεται όμως, διατηρούσε ανησυχίες για την ομάδα νέων του Amer, αλλά πίστευε ότι το γυμναστήριο συνδεόταν πιο πολύ με εγκληματικότητα παρά με ριζοσπαστικοποίηση.
Κανείς δε φαίνεται να ήξερε ότι ο Jaffar διατηρούσε επαφή με τον Amer, ο οποίος είχε φτάσει ασφαλής στη βόρεια Συρία και γράφτηκε στην Jabhat al-Nusra, το συριακό σύνδεσμο της αλ-Κάιντα, την πιο ισχυρή ισλαμική ομάδα που πολεμούσε κατά του Άσαντ εκείνη την περίοδο. Μιλώντας με τον Jaffar στο facebook, ο Amer είπε στον μικρότερο αδερφό του ότι το φαγητό και η διαμονή στη Συρία ήταν καλύτερα από ότι περίμενε. Υπήρχαν και άλλοι Βρετανοί πολεμιστές μαζί του, είπε, και Μουσουλμάνοι από κάθε γωνιά του κόσμου. «είμαστε κομμάτια κάτι μεγαλύτερου εδώ, προσπαθώντας να ξαναφέρουμε το Ισλάμ και δικαιοσύνη στην γη των Μουσουλμάνων», είπε στον Jaffar.
Την πρώτη εβδομάδα του 2014, ένας υπάλληλος από την υπηρεσία νεανικής εγκληματικότητας, περιέγραψε την έκπληξή του μπροστά στην κακή εμφάνιση του Abdullah. «είναι πολύ ευάλωτος και πάντα μοιάζει λυπημένος και χαμένος, σαν μικρό παιδί». Αυτό που δεν ήξερε η υπηρεσία νεανικής εγκληματικότητας είναι ότι στα μέσα Ιανουαρίου, ο Abdullah είχε κλέψει το διαβατήριο από την τσέπη της μητέρας του. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα θα ξεκινούσε για τη Συρία. Αντίθετα με τον Amer, δε θα ταξίδευε μόνος. Ο Jaffar,16 χρονών, θα πήγαινε μαζί του, μαζί με τον καλύτερο φίλο του Amer, τον Ιμπραήμ.
Εκείνη την περίοδο, εκτιμάται ότι περίπου 500 Βρετανοί πήγαν στη Συρία για να πολεμήσουν, και οι συνοριακοί έλεγχοι ήταν έντονοι. Παρόλα αυτά στις 26 Ιανουαρίου του 2014, τρεις έφηβοι από το Μπράιτον – ένας από τους οποίους, ο Ιμπραήμ, κρατώντας το διαβατήριο του 15χρονου μικρότερου αδερφού του, που δεν του έμοιαζε και πολύ – πέρασε από το αεροδρόμιο του Λούτον και αναχώρησε με εισιτήριο μιας διαδρομής, με 59 λίρες, προς το Συριακό μέτωπο.
Φαίνεται ότι οι υπάλληλοι της αντιτρομοκρατικής δεν ενημέρωσαν την αστυνομία του Sussex ότι παρακολουθούσαν την οικογένεια – μία ειδοποίηση που έγινε μόλις στις 14 Φεβρουαρίου του 2014, 19 ημέρες αφότου ο Ibrahim, ο Abdullah και ο Jaffar έφυγαν από τη Βρετανία. Σημαντικότατες πληροφορίες που θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τα αγόρια από το να ταξιδέψουν δε μεταδόθηκαν ποτέ.
Όταν ο Jaffar, o Abdullah και ο Ibrahim έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη στο τέλος τους Ιανουαρίου του 2014, πήραν ένα νυχτερινό λεωφορείο για την Anatakya, στα σύνορα με τη Συρία. Από εκεί, ένα σκονισμένο λεωφορείο τους πήγε στην Bab al-Hawa περνώντας μέσα από τη βόρεια Συρία. Το έδαφος στο οποίο εισήλθαν ήταν υπό την κατοχή της Jabhat al-Nusra. Για να μπουν στο ισλαμικό στράτευμα, οι τρεις έφηβοι έπρεπε να αποδείξουν ότι μιλούν Αραβικά. Επίσης χρειάζονταν κάποιον που θα εγγυόταν για αυτούς. Ο Amer είχε στρώσει το δρόμο.
Πίσω στο Μπράιτον, ανώτεροι αξιωματικοί είχαν σοκαριστεί όταν ανακάλυψαν ότι τέσσερις έφηβοι είχαν φύγει για να πολεμήσουν στη Συρία. Συνειδητοποίησαν ότι θα χρειαζόταν να κινηθούν γρήγορα προκειμένου να αποτρέψουν κι άλλους νεαρούς κατοίκους της περιοχής απ’ το να ακολουθήσουνε τα αδέρφια Deghayes. Σύμφωνα με μία αναφορά, χρονολογημένης το Φεβρουάριο του 2014, «η αστυνομία άρχισε να λαμβάνει πληροφορίες και κλήσεις από γονείς που ανησυχούσαν για τα παιδιά τους που είχαν επαφές με τους Deghayes και την στροφή τους στο Ισλάμ και μετέπειτα τη φυγή τους στη Συρία».
Η αστυνομία σύντομα ανακάλυψε ότι ένας πέμπτος νεαρός, ο Mohammed Khan, είχε επίσης αφήσει το Μπράιτον για να πάει στη Συρία. Συγκεκριμένα, ταξίδεψε με το ίδιο γκρουπ όπως και ο Amer. O Khan, που ανήκει στην Βεγγαλική κοινότητα του Μπράιτον, θεωρούταν από τις τις αρχές «καθαρός», καθώς ποτέ μέχρι τότε δεν είχε έρθει στην προσοχή τους. Υπάλληλοι της αντικατασκοπικής πιστεύουν ότι ο Khan, ετών 22, έχει γίνει ανώτερος διοικητής στην Jabhat al-Nusra, διοικώντας αποστολές στην περιοχή Idlib.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες αφού έμαθαν ότι ο Ibrahim, o Abdullah και ο Jaffar είχαν φύγει από τη Βρετανία, η αστυνομία του Sussex ταυτοποίησε μία ομάδα 20 άλλων νεαρών – τουλάχιστον 13 εκ των οποίων κάτω των 18 – που φαινόταν πιθανό να επιχειρούσαν να ταξιδέψουν στη Συρία. Πολλοί από αυτούς ήταν από τη συμμορία και είχαν μείνει στο σπίτι των Deghayes στο Preston Park.
«Ο εξτρεμισμός ήταν μεταδοτικός σε αυτή την ομάδα φίλων», είπε κάποιος σχετικός με την υπόθεση.
Στις 11 Μαρτίου, θορυβημένοι από το ενδεχόμενο 12 ριζοσπαστικοποιημένων εφήβων στο Μπράιτον, οι αστυνομικοί αρχηγοί, οι υπεύθυνοι για τα θέματα δημόσιας ασφάλειας και ο διευθύνων του δημοτικού συμβουλίου συναντήθηκαν για να συζητήσουν «την πάταξη της τρομοκρατίας σε σχέση με κάποιους νεαρούς κατοίκους της πόλης». Στις 2 Απριλίου – επτά εβδομάδες αφότου οι νέοι έφυγαν από το Ηνωμένο Βασίλειο – τα στοιχεία των πέντε νεαρών κατοίκων του Μπράιτον που βρίσκονταν στη Συρία πέρασαν στα χέρια του επί κεφαλής της δημόσιας ασφάλειας.
Δύο χιλιάδες μίλια ανατολικά, ένας από αυτούς, ο Abdullah, τελείωνε την εκπαίδευσή του εν όψει μιας επίθεσης της al-Nusra ενάντια των στρατιωτικών του Άσαντ που σκόπευε να τους σπρώξει προς την πόλη Kessab στη βορειοδυτική Συρία. Έντεκα εβδομάδες αφότου έφτασε στη Συρία, στις 14 Απριλίου του 2014, ο Abdullah πήγε στη μάχη. Σκοτώθηκε από έναν σκοπευτή ενώ κυνηγούσε τις εχθρικές δυνάμεις. Μία φωτογραφία που αναρτήθηκε στο facebookαπό τον Jaffar, δείχνει τον Abdullah ξαπλωμένο ανάσκελα, σε στολή μάχης, με κλειστά τα μάτια και ανοιχτό το στόμα.
Πίσω στο Μπράιτον, ο Abdulrahman, πενθώντας ακόμα τον θάνατο του δίδυμου αδερφού του, αναφέρθηκε στους αξιωματικούς επιτήρησης στις 9 Ιουνίου στη βάση «ανησυχιών λόγω εξτρεμισμού που προκύπτουν από την οικογένεια». Λίγο αργότερα, ο Abdulrahman συνελήφθη αφού έγινε καταγγελία για επίθεση σε ένα ζευγάρι με σιδηρογροθιά. Τον έστειλαν στη φυλακή Lewes στο ανατολικό Sussex.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα ανακοίνωσε ότι ένας πύραυλος τύπου Κρουζ στόχευσε έναν πυρήνα της Αλ Κάιντα στην επαρχία Idlib της Συρίας. Ο Ibrahim Kamara σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Η μητέρα του, Khadijah, λέει ότι δε μπορεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του γιου της, αλλά τον έχει συγχωρέσει. «Τον αγαπάς, ήταν το παιδί σου, Τον αγαπούσα τόσο πολύ, ένα γλυκό παιδί. Είναι ακόμα ο γιος μου». Ο Amer μου είπε: «Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο γιος της την αγαπούσε και ότι του στοίχιζε που δεν του μιλούσε και τόσο πολύ». Εκλογίκευσε το θάνατο του καλύτερου του φίλου, λέγοντας ότι είναι το τίμημα για τα πιστεύω τους. «Το Ισλάμ είναι και ευθύνη. Όταν βρίσκεται υπό επίθεση, το χρέος μας είναι να βοηθήσουμε».
Τον επόμενο μήνα, σκοτώθηκε και το τελευταίο μέλος του τρίο που είχε φύγει για τη Συρία τον Ιανουάριο. Ο Jaffar πυροβολήθηκε από κυβερνητικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια πυροβολισμών μέσα στα ερείπια της Idlib. Ήταν 17.
Οι θάνατοι των παιδιών του Μπράιτον, και η απειλή του να ακολουθήσουν κι άλλοι τα βήματά τους, ενεργοποίησε έντονη ενδοσκόπηση στο Μπράιτον. Έγινε μία σειρά από συναντήσεις μέσα στο 2014 μεταξύ της αστυνομίας, των αρχηγών των τζαμιών της πόλης, δημοτικούς συμβούλους και αξιωματικούς της αντιτρομοκρατικής. Τον Νοέμβριο του 2014, το συμβούλιο λάνσαρε μία καμπάνια για να αποτρέψει κι άλλους να φύγουν στη Συρία.
Μία σοβαρή επιθεώρηση λαμβάνει χώρα ώστε να διερευνηθεί η αλληλεπίδραση του κράτους με την οικογένεια Deghayes και αναμένεται να δημοσιευτεί μέσα στον επόμενο μήνα. Αναμένεται να ρίξει φως στην αποτυχία επικοινωνίας μεταξύ της αστυνομίας, του δημοτικού συμβουλίου, το εκπαιδευτικό προσωπικό και τις υπηρεσίες προστασίας ανηλίκων καθώς και στους λόγους για τους οποίους πέντε νεαροί από το Μπράιτον κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν. «Ο καθένας γνώριζε μόνο το 20% του προβλήματος, έπαιρναν αποφάσεις βασισμένοι σε γεγονότα που ήταν πολύ μακριά από την ολόκληρη εικόνα», είπε μία πηγή.
Άλλοι πιστεύουν ότι η ευθύνη για το τι συνέβη πρέπει να μοιραστεί ακόμα πιο ευρέως. «Τα αγόρια απογοητεύτηκαν από την αρχή μέχρι το τέλος, από όλους», μου είπε η Jackie Chase, μία φίλη της οικογένειας. «Πιστεύω ότι τα παιδιά πήγαν στη Συρία επειδή έψαχναν για συλλογικοποίηση, ένιωθαν αποκλεισμένα. Ήταν δυστυχισμένα. Δεν ήξεραν τι έκαναν εδώ».
Η ιστορία του Amer και των άλλων, μπορεί να προσδιορίσει και ένα βαθύτερο θέμα. Το Μπράιτον θεωρείται μια προοδευτική πόλη, αλλά εκπρόσωποι από τις Μουσουλμανικές κοινότητες ισχυρίζονται ότι αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Ο mohammed Asaduzzaman έχει έναν πάγκο σε μια αγορά κοντά στην περιοχή που σύχναζαν τα αγόρια Deghayes, έχει ζήσει την πόλη από το 1966 και είναι σεβαστό πρόσωπο μεταξύ των 6000 Μουσουλμάνων. Κατηγορεί τον δήμο ότι εκμεταλλεύεται τις εθνικές μειονότητες χρησιμοποιώντας τη στήριξή τους για να παίρνει επιχορηγήσεις. «Μας χρησιμοποιούν και μετά μας ξεχνούν. Δεν λαμβάνουμε μέρος στις αποφάσεις», λέει ο Asaduzzaman. (Ένας δημοτικός εκπρόσωπος αρνήθηκε αυτούς τους ισχυρισμούς. «Αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση η προσέγγισή μας και δεν μας είναι κατανοητό σε ποια βάση λέγονται όλα αυτά. Κάθε αίτημα κρίνεται μεμονωμένα».
Πέρυσι, έγινε μία σειρά από συναντήσεις ώστε να συζητηθεί η κοινωνική ενσωμάτωση στο Μπράιτον. Σύμφωνα με εσωτερικές παρατηρήσεις, βρέθηκε ότι πολλά μέλη της Μουσουλμανικής κοινότητας ένιωθαν «περιθωριοποιημένα», με δυσανάλογα δυσκολότερη πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες. Ο δήμος δεν απασχολεί ούτε έναν υπάλληλο με πλήρες ωράριο ο οποίος να ασχολείται ειδικά με τις ανάγκες της Μουσουλμανικής κοινότητας του Μπράιτον.
Στις αρχές Φεβρουαρίου, κατάφερα να επικοινωνήσω με τον Amer, οποίος βρισκόταν λίγο παραπάνω από τέσσερα μίλια από το μέτωπο μεταξύ του Aleppo και της Idlib. Παρά το θάνατο των δύο αδερφών του και του φίλου του, ο Amer είπε ότι ένιωθε ευχαριστημένος και απελευθερωμένος αφήνοντας πίσω του τον υλισμό και την κενότητα της κοσμικής ζωής. «Δε νομίζω ότι οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι γίνονται σκλάβοι», είπε. Δεν υπήρχε αμφιβολία, είπε ο 21-χρονος, ότι ένιωθε να «ανήκει» στο συριακό πεδίο μάχης πιο πολύ, από όσο ένιωσε ποτέ στο Μπράιτον. «Νιώθω ότι κάνω κάτι χρήσιμο και σημαντικό, σε σχέση με το να βρισκόμουν στο Μπράιτον και να έκανα μια κανονική ζωή, να είχα μια κανονική δουλειά. Πάντα αναρωτιόμουν ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μου».
O Amer περιέγραψε τον εαυτό του ως μέλος “mujahideen” αντί για πολεμιστή της al-Nusra. Προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε όλο το Μουσουλμανικό έθνος. Δεν δουλεύω για μία συγκεκριμένη ομάδα». Παρόλα αυτά επέμεινε ότι ποτέ δε θα πήγαινε με το ISIS: «Οι αποκεφαλισμοί έβλαψαν τους mujahideen, τους επαναστάτες. Οι εικόνες τους θα έπρεπε να δείχνουν το έλεος του Ισλάμ».
Την περίοδο της συνέντευξης, ισλαμικές ομάδες ήταν απασχολημένες με έντονη αμυντική δράση προσπαθώντας να προστατέψουν τα εδάφη τους στα βορειοδυτικά της Συρίας. Βοηθούμενοι από Ρωσσικές εναέριες ρίψεις, οι δυνάμεις του Άσαντ κέρδιζαν έδαφος. O Amer επιβεβαίωσε ότι η μονάδα του δεχόταν «πίεση από όλες τις πλευρές» και, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στις 12 Φεβρουαρίου, παραδέχτηκε ότι ήταν αγχωμένος για το αποτέλεσμα της σύρραξης.
Λίγες εβδομάδες νωρίτερα, τον Ιανουάριο, ο πατέρας του έφτασε στην επαρχία Idlib, εκλιπαρώντας τον να επιστρέψει στο Μπράιτον. Ο Amer του απάντησε ότι δε θα επέστρεφε ποτέ. «Τη στιγμή που το δεξί μου πόδι πάτησε έξω από τη Βρετανία, δεν ήταν το σπίτι μου πλέον», είπε ο Amer, αν και παραδέχτηκε ότι του έλειπε η θάλασσα.
Τότε, και ενώ η γραμμή είχε παρεμβολές και διακοπές, ο Amer είπε ότι ήλπιζε να πεθάνει. «Φυσικά, ένας από τους κύριους λόγους που το κάνω αυτό είναι ώστε ο Αλλάχ να με χρίσει μάρτυρα και να σκοτωθώ πάνω στην πιο έντιμη πράξη σ’ αυτή τη ζωή. Θα μπορούσες να πεις ότι πουλάς τη ζωή σου για τη θρησκεία του, για τον δικό του τρόπο ζωής».
kollectnews.org