Μπήκαμε οριστικά στην
άνοιξη. Το λένε τα δελτία καιρού της τηλεόρασης; Όχι, το λένε οι μαργαρίτες και
οι ανεμώνες στα άχτιστα οικόπεδα, το λένε τα αρθριτικά μας που πονάνε λιγότερο,
το λένε και τα χελιδόνια που ακούγονται ήδη καθώς πετούν προς την Ελλάδα για θα
ξαναβρούν τις φωλιές τους στα μπαλκόνια, στις εσοχές των τοίχων. Άνοιξη μες στη
βαθιά κρίση, μέσα στις δυσκολίες και στην ανέχεια, μέσα στις ατέλειωτες
περικοπές που έγιναν και σ’ εκείνες που έρχονται. Ποιος, όμως, μπορεί να
περικόψει τη φύση;
Ποιος μπορεί να σταματήσει
την άνοιξη; Ποιος μπορεί να εμποδίσει εκείνη τη μαργαρίτα να ξεφυτρώσει μέσα
από το.....
τσιμέντο και να φουντώνει στο πεζοδρόμιο βγάζοντας τη γλώσσα στο
καυσαέριο; Ποιος μπορεί να σταματήσει την άνοιξη, που δε χαμπαριάζει από
μνημόνια και κυβερνήσεις, που επελαύνει χωρίς αντίπαλο και γεμίζει τις
μπαταρίες μας, προκειμένου ν’ αντέξουμε τον δύσκολο χειμώνα που μας περιμένει;
Ξεχωριστή εποχή. Όλα γύρω
ανασαίνουν σαν ανήσυχα πνεύματα. Μαζί με τις ορμόνες που γλεντούν πάνω στη
λογική και τα όνειρα που σκάβουν βαθιά στις επιθυμίες για να ξεθάψουν μυστικά
και μειδιάματα. Όλα αυτά όμως δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τον τρόπο που
καίγονται οι τσιμεντένιες πόλεις το καλοκαίρι με τις μεγάλες ζέστες, ούτε με τη
δύναμη που σκάνε τα κύματα όταν φυσάει αγριεμένος άνεμος.
Υπάρχει μια υπόγεια δύναμη
σε όλα, σαν μια καλά κρυμμένη κι άσβηστη φλόγα κάτω από τον πάγο. Τον λιώνει
σιγά σιγά και από μέσα. Κρύβεται πίσω από τη φύση και εξατμίζει το νερό με αργό
κι αδιόρατο ρυθμό, ώστε να χαθεί και η τελευταία σταγόνα. Τότε η κόκκινη φλόγα
θα αναδειχθεί ένδοξη, τροπαιοφόρα. Ίχνος στάχτης δε θ’ αφήσει, σε καμιά πληγή
δεν θα μπορέσουμε ν’ απλώσουμε το χέρι οι άπιστοι Θωμάδες. Η φλόγα όμως θα
κάνει τη δουλειά της. Ό, τι υγιές έχει χαϊδέψει θα λάμπει με το ροδοκόκκινο της
ζωής, θα μυρίζει σαν ανθισμένο μπουκέτο και θα φέρει τη γεύση αρωματικού
ημίγλυκου αφρώδες οίνου.
Ωστόσο, κανένα δέντρο δε
θα θεριέψει, ούτε θα δώσει καρπούς αν οι ρίζες του βρίσκονται σε λάθος χώμα.
Καμιά ασθένεια δε θα γιατρευτεί αν ο ασθενής φοβηθεί το σαράκι. Και κανένα
καρποφόρο καλοκαίρι δε θα ωριμάσει αν τα φυτά δεν αφήσουν τα λουλούδια τους ν’
ανθίσουν.
Υπάρχει φυσικά η ίαση. Και
είναι απλή κι εξίσου αποτελεσματική: εκείνα τα μικρά υπέροχα τίποτα. Η βόλτα με
τους φίλους, ένα φλιτζάνι καφέ στο μπαλκόνι με συντροφιά την ησυχία. Να
περπατάς με κοντομάνικο στον ήλιο και ν’ αφήνεις να σε κοιτάζει στα μάτια χωρίς
γουλιά. Ν’ αγοράζεις εισιτήρια για τις πρώτες συναυλίες. Ν’ ανοίγεις το
ραδιόφωνο κάθε πρωί, αφήνοντας το μυαλό να περιπλανιέται σ’ εκείνο το παλιό
αγαπημένο τραγούδι.
Έχει περάσει δοκιμασίες
και πόνους μεγάλους αυτή η πατρίδα, αλλά πάντα ερχόταν η άνοιξη. Μπορεί να μην
την έφερνε ο Μόσχοβος, μπορεί να μην την έφερναν οι κατά καιρούς κηδεμόνες,
αλλά την έφερνε εκείνος ο μικρός φτερωτός θεός με το τόξο και τα βέλη του.
Κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει την άνοιξη. Ούτε οι πρωινοί τελάληδες των
καθημερινών εκπομπών, ούτε οι αφέντες των Βρυξελλών και του Βορρά. Ας την
απολαύσουμε με τα ελάχιστα που μας απέμειναν. Εμείς έχουμε τον ήλιο, τη
θάλασσα, τον ουρανό μας. Έχουμε εκείνα που ονειρεύονται. Ποιος μπορεί να μας τα
πάρει;