Του Στέλιου Συρμόγλου
...Προυποθέτει τον παραμερισμό του ορθολογιστικού περίπλοκου μηχανισμού της επιστημονικής μεθοδολογίας και της λογοκρατικής έρευνας και τον προσανατολισμό μας με ανορθολογιστικές τάσεις στην άμεση επαφή με τα πράγματα, με την πραγματικότητά μας, με σημείο εκκίνησης τον άνθρωπο και με κατεύθυνση την οντολογική αναζήτηση...
Η παραπάνω σκέψη, που έχει να κάνει με τη διερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, προσκρούει στην αδυσώπητη καθημερινότητα μας και στον καταιγισμό των προβλημάτων που τη διατρέχουν, οπότε και ανέτως θα μπορούσε να προσελκύσει το ειρωνικό μειδίαμα του καθενός ως απότοκο μιας βεβιασμένης και ανάλαφρης εκτίμησης της ίδιας της πραγματικότητας του...
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η όποια πραγματικότητα είναι ταυτισμένη με την "ύπαρξη". Υπό αυτή την έννοια "ύπαρξις" είναι ο άνθρωπος, ο οποίος φροντίζει με την παρουσία του στον κόσμο, κατανοεί τις δυνατότητές του, όσον αφορά τη δράση του και υποτίθεται ότι είναι σε θέση να αποφασίζει για την ποιοτική και ποσοτική πραγματοποίησή τους.
Αν δεν συμβαίνει έτσι, τότε ο άνθρωπος, ούτε ονομάζεται και ούτε λογίζεται ως "ύπαρξις". Τότε συμβαίνει να μεταπίπτει στο επίπεδο της βιολογικής βαθμίδας, του ζώου. Η "ύπαρξις" είναι ένα από τα πολλά προβλήματα του νου, ο οποίος "φιλοσοφεί", κατά την ευρύτατη έννοια της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά απαντάται και στον Χριστιανισμό έντονη υπαρξιακή συνείδηση.
Ιδιαίτερα μάλιστα στους τέσσερις πρώτους αιώνες, τόσον ως συναίσθημα της παροδικότητας της ζωής, όσον και ως πίστη ότι την παροδικότητα της ζωής διαδέχεται η άλλη ζωή της αιωνιότητας με το πλήρωμά της.
Απειρες οι συζητήσεις και αντικρουόμενες οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις μέχρι και σήμερα για το επίμαχο θέμα του Υπαρξισμού, με κορυφαίες τις απόψεις των Χάιντεγγερ, Γιάσπερς, Σάρτρ, Χέγκελ και τόσους άλλους...
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο τεχνοκρατικός πολιτισμός σάρωσε, κυριολεκτικώς, το άτομο σε αμελητέα ποσότητα και ασημότητα. Προ αυτής της πραγματικότητας και στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει το άτομον την πίεση του συνόλου, καταλαμβάνεται από ένα ακατανίκητο δέος και βασανίζεται από την αγωνία.
Αυτή η αχαλιναγώγητη αγωνία εξελίχθη σε προσπάθεια για μια συνεχή μέριμνα υπέρ της δυνατότητας της περαιτέρω ύπαρξής του. Αγωνία και μέριμνα, έξοδός του από την ασημότητα, στην οποία τον κατακρήμνισε η υπεροχή του συνόλου, δια μιας εσωτερικής ψυχικής καλλιέργειας. ιδικής του, προσωπικής αξίας, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωσή του από την καταπίεση του συνόλου.
Αυτή η προσπάθειά του συνιστά τη μορφή και το περιεχόμενο της ύπαρξής του, τόσον πολύ μάλιστα, όταν περιορίζεται σ' ένα νούμερο, έναν αριθμό, ένα μόριο της μάζας. Ετσι εξηγείται ο λόγος για τον οποίο όλες οι αποχρώσεις της Υπαρξιακής Φιλοσοφίας επήγασαν από το θεμελιώδες συναίσθημα της αγωνίας!..
Είναι το συναίσθημα, που οδήγησε το άτομο στην αυτοαποξένωση, με επακόλουθο την αποξένωση από τον Θεό (του), τον συνάνθρωπό του και την ευαισθησία. Με κύριο χαρακτηριστικό της αυταποξένωσης να είναι η συναίσθηση της "ανεστιότητας", που δεν έχει "που την κεφαλήν κλίναι", με επακόλουθον την ακατάπαυστη "φυγή".
Κι αυτή η "φυγή" φέρει τον άνθρωπο-άτομο προς εξασφάλισή του στους κόλπους της ομάδας, γιατί στην ομάδα νομίζει ότι θα απαλλαγεί από κάθε ατομική ευθύνη, αλλά και θα λυτρωθεί από την έμμονη ιδέα, ότι είναι ύπαρξη πεπερασμένη.
Στην ομάδα, όμως, που καταφεύγει ο άνθρωπος, για να περισώσει την ατομική του υπόσταση, απαλλασσόμενος από το βάρος της αγωνίας της ατομικής ευθύνης, όταν η ζωή είναι τέτοια που δίκην οδοστρωτήρα ισοπεδώνει τα άτομα, τότε ο άνθρωπος κατακρημνίζεται σε υπαρξιακή κατάπτωση.
Από αυτή την κατάπτωση δύναται να εξέλθει τότε μόνον, όταν στρέψει την μέριμνά του προς τον ίδιο τον εαυτό του, με σκοπό να κατανοήσει τα όρια των δυνατοτήτων του και της πραγματικότητας που τον περιβάλλει.
Οπότε και θα αντλήσει την ιδέα ότι είναι "όν πεπερασμένον" και ταυτόχρονα θα αντιληφθεί ότι δεν είναι μια απλή υπαρκτή οντότητα, αλλά ύπαρξη, η οποία δρα ελευθέρως και πραγματοποιεί νέες δυνατότητες δημιουργίας ενός ιστορικού κόσμου. Κατά πάντα διάφορον του υλικού κόσμου, επειδή επί του πρώτου επενεργούν οι ψυχολογικοί ή πιθανολογικοί νόμοι, ενώ επί του δευτέρου οι φυσικοί νόμοι του αιτίου και του αποτελέσματος.
...Προυποθέτει τον παραμερισμό του ορθολογιστικού περίπλοκου μηχανισμού της επιστημονικής μεθοδολογίας και της λογοκρατικής έρευνας και τον προσανατολισμό μας με ανορθολογιστικές τάσεις στην άμεση επαφή με τα πράγματα, με την πραγματικότητά μας, με σημείο εκκίνησης τον άνθρωπο και με κατεύθυνση την οντολογική αναζήτηση...
Η παραπάνω σκέψη, που έχει να κάνει με τη διερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, προσκρούει στην αδυσώπητη καθημερινότητα μας και στον καταιγισμό των προβλημάτων που τη διατρέχουν, οπότε και ανέτως θα μπορούσε να προσελκύσει το ειρωνικό μειδίαμα του καθενός ως απότοκο μιας βεβιασμένης και ανάλαφρης εκτίμησης της ίδιας της πραγματικότητας του...
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η όποια πραγματικότητα είναι ταυτισμένη με την "ύπαρξη". Υπό αυτή την έννοια "ύπαρξις" είναι ο άνθρωπος, ο οποίος φροντίζει με την παρουσία του στον κόσμο, κατανοεί τις δυνατότητές του, όσον αφορά τη δράση του και υποτίθεται ότι είναι σε θέση να αποφασίζει για την ποιοτική και ποσοτική πραγματοποίησή τους.
Αν δεν συμβαίνει έτσι, τότε ο άνθρωπος, ούτε ονομάζεται και ούτε λογίζεται ως "ύπαρξις". Τότε συμβαίνει να μεταπίπτει στο επίπεδο της βιολογικής βαθμίδας, του ζώου. Η "ύπαρξις" είναι ένα από τα πολλά προβλήματα του νου, ο οποίος "φιλοσοφεί", κατά την ευρύτατη έννοια της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά απαντάται και στον Χριστιανισμό έντονη υπαρξιακή συνείδηση.
Ιδιαίτερα μάλιστα στους τέσσερις πρώτους αιώνες, τόσον ως συναίσθημα της παροδικότητας της ζωής, όσον και ως πίστη ότι την παροδικότητα της ζωής διαδέχεται η άλλη ζωή της αιωνιότητας με το πλήρωμά της.
Απειρες οι συζητήσεις και αντικρουόμενες οι φιλοσοφικές προσεγγίσεις μέχρι και σήμερα για το επίμαχο θέμα του Υπαρξισμού, με κορυφαίες τις απόψεις των Χάιντεγγερ, Γιάσπερς, Σάρτρ, Χέγκελ και τόσους άλλους...
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο τεχνοκρατικός πολιτισμός σάρωσε, κυριολεκτικώς, το άτομο σε αμελητέα ποσότητα και ασημότητα. Προ αυτής της πραγματικότητας και στην προσπάθεια να αντιμετωπίσει το άτομον την πίεση του συνόλου, καταλαμβάνεται από ένα ακατανίκητο δέος και βασανίζεται από την αγωνία.
Αυτή η αχαλιναγώγητη αγωνία εξελίχθη σε προσπάθεια για μια συνεχή μέριμνα υπέρ της δυνατότητας της περαιτέρω ύπαρξής του. Αγωνία και μέριμνα, έξοδός του από την ασημότητα, στην οποία τον κατακρήμνισε η υπεροχή του συνόλου, δια μιας εσωτερικής ψυχικής καλλιέργειας. ιδικής του, προσωπικής αξίας, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωσή του από την καταπίεση του συνόλου.
Αυτή η προσπάθειά του συνιστά τη μορφή και το περιεχόμενο της ύπαρξής του, τόσον πολύ μάλιστα, όταν περιορίζεται σ' ένα νούμερο, έναν αριθμό, ένα μόριο της μάζας. Ετσι εξηγείται ο λόγος για τον οποίο όλες οι αποχρώσεις της Υπαρξιακής Φιλοσοφίας επήγασαν από το θεμελιώδες συναίσθημα της αγωνίας!..
Είναι το συναίσθημα, που οδήγησε το άτομο στην αυτοαποξένωση, με επακόλουθο την αποξένωση από τον Θεό (του), τον συνάνθρωπό του και την ευαισθησία. Με κύριο χαρακτηριστικό της αυταποξένωσης να είναι η συναίσθηση της "ανεστιότητας", που δεν έχει "που την κεφαλήν κλίναι", με επακόλουθον την ακατάπαυστη "φυγή".
Κι αυτή η "φυγή" φέρει τον άνθρωπο-άτομο προς εξασφάλισή του στους κόλπους της ομάδας, γιατί στην ομάδα νομίζει ότι θα απαλλαγεί από κάθε ατομική ευθύνη, αλλά και θα λυτρωθεί από την έμμονη ιδέα, ότι είναι ύπαρξη πεπερασμένη.
Στην ομάδα, όμως, που καταφεύγει ο άνθρωπος, για να περισώσει την ατομική του υπόσταση, απαλλασσόμενος από το βάρος της αγωνίας της ατομικής ευθύνης, όταν η ζωή είναι τέτοια που δίκην οδοστρωτήρα ισοπεδώνει τα άτομα, τότε ο άνθρωπος κατακρημνίζεται σε υπαρξιακή κατάπτωση.
Από αυτή την κατάπτωση δύναται να εξέλθει τότε μόνον, όταν στρέψει την μέριμνά του προς τον ίδιο τον εαυτό του, με σκοπό να κατανοήσει τα όρια των δυνατοτήτων του και της πραγματικότητας που τον περιβάλλει.
Οπότε και θα αντλήσει την ιδέα ότι είναι "όν πεπερασμένον" και ταυτόχρονα θα αντιληφθεί ότι δεν είναι μια απλή υπαρκτή οντότητα, αλλά ύπαρξη, η οποία δρα ελευθέρως και πραγματοποιεί νέες δυνατότητες δημιουργίας ενός ιστορικού κόσμου. Κατά πάντα διάφορον του υλικού κόσμου, επειδή επί του πρώτου επενεργούν οι ψυχολογικοί ή πιθανολογικοί νόμοι, ενώ επί του δευτέρου οι φυσικοί νόμοι του αιτίου και του αποτελέσματος.