Γράφει ο Δημήτρης Α.
Δημητριάδης
Πάμε, λοιπόν, στις κοιλάδες της προσμονής και στους
ποταμούς της επόμενης μέρας, με τη μοναξιά των άστρων να διαγράφει λέξεις και
λόγια και προτάσεις και να ενώνει την παλάμη του χρόνου με τους δρόμους της
μνήμης και με τα μονοπάτια της πιο τρελής φαντασίας.
Πάμε, αφήνοντας χρώματα,
λυγμούς, χαιρετισμούς, στα παράθυρα της αυγής, λευκασμένα σεντόνια και βασιλικό
και δυόσμο κι ανθόνερο, στην άμμο της απέναντι όχθης, για να μη νιώθει μοναξιά
το βαθύ κόκκινο.
Πάμε φορτωμένοι, κλάματα
παιδικά και τρομαγμένα μάτια, σημαίες ξεσκισμένες και στιγμές ορφανές,
σιγοψιθυρίζοντας εκείνο το παλιό αγαπημένο μπλουζ του αλλόκοτου κουδουνιστή και
το άλλο της ασυμβίβαστης πριγκίπισσας, με τις αντένες στις παραλίες, όπου.....
μαζεύονται ακόμα θαύματα κι άστρα, ποιήματα και παραμύθια, που κανείς δεν
μπορεί να ξεριζώσει.
Πάμε, με το μυαλό στα ψηλά της ψυχής, όπου ξεπηδούν
μπροσούρες και συνθήματα για τα μπουρλότα της κάθε Βαστίλης, ανάβουν θρυαλλίδες
για πολιορκητικούς κριούς- σήματα στίγματα για ψυχουλκούς και φιλοκλόπους κι
απογειώνονται μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις, γέλια φωνές – μια ιδιότυπη μουσική
(α)συμφωνία.
Πάμε, σ’ άλλα νερά, πέρα
από κλούβες ανθρώπων, πεδία βολής, διυλιστήρια και ρημαγμένα βλέμματα. Μακριά
απ’ το τίποτα των σκοτεινών τεφρών καιρών που μας ριζώνει, τρυπώντας τοίχους
και συνειδήσεις, παραδομένοι στα μυστήρια που αγωνιούν, που σκουραίνουν, που
τραντάζονται, μα δεν οπισθοχωρούν. Που
τρέφουν τη λαχτάρα και τρέφονται απ’ τις επιθυμίες τους, για να μεγεθυνθούν και
να γίνουν ακαταπόνητα. Κι ας λένε ότι θέλουν οι μάστορες φαυλοδιδάσκαλοι για
κανονισμούς για κανονισμούς και κανόνες- εμείς εκεί, ξεσηκώνοντας κι άλλες πιο
δυνατές φωνές, κόντρα στ’ άχρηστα «δώρα» και τους παραμορφωτικούς καθρέφτες των
εξολοθρευτών ονείρων.
Πάμε, λοιπόν. Πάμε. Με την πρώτη αποκάλυψη του φωτός