Γράφει
ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Όλους τους ήρωές του τους
έχουν σκοτώσει. Όλοι νεκροί. Κι η ψυχή αδιανόητο τοπίο, λάθος χώμα – σκυθική
έρημος λεηλατημένη από φόβους και κλειδοκράτορες. Η απώλεια γλιστράει παντού
ματώνοντας τις αισθήσεις, τις συνειδήσεις, ό, τι πιο φιλικό. Μέσα της ελλοχεύει
το μαύρο. Στις καρδιές των ανθρώπων νυχτώνει νωρίς.
Καμιά φορά νομίζει πως
είναι παιδί. Αναρριχάται απ’ το πράσινο της αυλής ως το παράθυρο, γλιστρά μέσα
αρπάζοντας ζαχαρωτά και παιχνίδια, παίζει ποδόσφαιρο ξυπόλητος στην πλατεία της
γειτονιάς ή σκαρφαλώνει με σαρδόνιο χαμόγελο στο μαντρότοιχο του θερινού
σινεμά. Βλέπει τις μουντές επιφάνειες και θέλει να τις ζωγραφίσει. Συχνά απορεί
με τους μεγάλους κι όταν βολτάρει στην αμμουδιά, μαζεύοντας βότσαλα και
κογχύλια, άλλο δε σκέφτεται παρά μονάχα, όταν μεγαλώσει, να βλέπει συνέχεια τη
θάλασσα.
Στον αστερισμό της εποχής
του, οι.......
σηματοδότες σπασμένοι. Δεν υπάρχει Γρηγόρης και Σταμάτης, ποιητής
ουρανού και γης, η αγκαλιά καταφύγιο. Πονάει βαθιά σαν νιώθει πως ο κόσμος
στερεύει, εξαντλείται, παραδίνεται στην αγωνία και τη δίψα για το «αλλού» που η
επιβολή του μεγαλώνει αδιάκοπα κι ο καθένας παραφυλάει να μη γλείψει κανείς απ’
το κόκαλο που του αναλογεί. Ο μεγάλος πόνος δεν έρχεται όταν γυρνάς την πλάτη
στ’ όνειρο, αλλά όταν σου γυρνάει εκείνο την πλάτη.
Ο αέρας μυρίζει χαμό. Η
συντριβή δεδομένη κι οι Πιλάτοι πολλοί. Δεν έχει τίποτα να πει. Βλέπει μονάχα
το άγαλμα του εαυτού του στημένο: σ’ έναν σταθμό, σ’ ένα επάγγελμα, σε μια
καριέρα, σ’ ένα αυτοκίνητο, σε μια οθόνη. Τι να πιστέψει; Όλα φεύγουν κι
έρχονται την Αχίλλειο του πτέρνα σημαδεύοντας. Τι να ζυγίσει; Πόσο τοις εκατό
σκουριά, πόσο τοις εκατό χαμόγελο; Το κοντέρ μηδενίζει. Πώς ξεχνούν οι άνθρωποι
ότι ζουν; Γιατί έγιναν πέτρες;
Δεν περιμένει, βεβαίως,
πολλά. Κάποτε, όμως, αυτή η ιστορία θα τελειώσει. Με μια ασπίδα που αλαφραίνει
την καρδιά και διώχνει την πλημμύρα της φρεναπάτης. Μ’ εκείνη την απροσδόκητη
δύναμη που καταφέρνει σε κάθε περίπτωση να κυριαρχεί. Όταν οι άνθρωποι θα
πράττουν και δεν θα είναι. Με τη συλλογικότητα του εμείς και μ’ όλες τις
ευθύνες και παραμέτρους. Προσφέροντας τα τιμαλφή της ψυχής γενναιόδωρα, σίγουρα
κι απλά και φυσικά βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη. Ξαγρυπνώντας, απαλοί σαν
αύρα ποντιάς κι άγριοι κι ορμητικοί σαν καταιγίδα, εν πλήρη «μέθη», μαζί με το
θρίαμβο της ζωής: τον έρωτα.