Σημειώνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Παραμέλησε
τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία ο Αλέξης Τσίπρας, διαπράττοντας ένα
στρατηγικού χαρακτήρα σφάλμα, το οποίο ωστόσο θα μπορούσε σήμερα να
διορθώσει.
Η υποκρισία,
η φοβία και η παρελκυστική τακτική, όπως και «πετώντας το μπαλάκι» των
Ελληνοτουρκικών-σχέσεων στην ΕΕ, δεν είναι ασφαλώς η καλύτερη μέθοδος για την
δόμηση μιας ειλικρινούς και έντιμης σχέσης της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και
του ιδίου προσωπικά με την πολιτική
ηγεσία του μεγάλου μας γείτονα – με την οποία δεν υπάρχει καμία
ανάγκη/υποχρέωση να ταυτίζεσαι κοσμοαντιληπτικώς, ιδεολογικώς ή έστω πολιτικώς!
Ξέρεις,
αναγνώστη μου, πως σπανίως επικαλούμαι την γνώση μου σε ζητήματα εξωτερικής
πολιτικής και αντιμετώπισης διενέξεων στο επίπεδο των διεθνών πολιτικών και των
διμερών σχέσεων της Ελλάδας. Πιστεύω πως η επαγγελματική ενασχόληση δεν πρέπει να
κυριαρχεί στον ....
ελεύθερο σχολιασμό και στη γενικότερη κριτική πολιτική ανάλυση.
Σήμερα όμως δεν θα αποφύγω το «ατόπημα»! Θα διατυπώσω την γνώμη μου αποφθεγματικώς,
αποφεύγοντας να υπεισέλθω σε αναλυτικές κατηγορίες και μεθοδολογία που την
υποστηρίζουν με έναν επιστημονικώς ορθό τρόπο. Άρα, θεώρησε πως οι αράδες αυτές
αποτελούν το συμπέρασμα μιας εργασίας που δεν έχει θέση εδώ και το οποίο θα
μπορούσε να αποτελέσει υπόθεση εργασίας για μελέτη στη συνέχεια από άλλους, ή
από εμένα τον ίδιο και ασφαλώς στοιχείο άσκησης πρακτικής πολιτικής.
Ισχυρίζομαι,
λοιπόν, πως ο Αλέξης Τσίπρας κάνει σπασμωδικές κινήσεις χωρίς σοβαρό και
καλομελετημένο στρατηγικό περιεχόμενο στο ζήτημα των διμερών σχέσεων της χώρας.
Επιπόλαια έσπευσε, για παράδειγμα, να προσεγγίσει τον Πούτιν, όπως με
παρεξηγήσιμο ύφος ήρθε αντιμέτωπος με ευρωπαίους ηγέτες και την ίδια την ηγεσία
της ΕΕ. Σε λανθασμένη βάση, όπου εμπλέκονται τρίτοι, έχει κτίσει και την σχέση του με τον πρόεδρο
των ΗΠΑ.
Η
πραγματικότητα στην αρένα των διεθνών πολιτικών απαιτεί καλές διαπροσωπικές σχέσεις
εμπιστοσύνης και εντιμότητας μεταξύ των (ουσιαστικώς) πολιτικών ηγετών. Και με
την έννοια αυτή, καλώς επεδίωξε ο κύριος Τσίπρας, αλλά με άσχημο τρόπο το
έκανε, τέτοιες σχέσεις με τον Πούτιν ή την Μέρκελ και τον Ολάντ, μετά από παλινωδίες
και παιδιάστικη-λαϊκιστική αντιδραστικότητα στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Το
ζήτημα είναι, όμως, αυτές οι σχέσεις να μην διέπονται από μονισμό, υπερβάλλοντα
ενθουσιασμό, υποδήλωση πατρωνίας, εθελοδουλίας και πελατειακής συμπεριφοράς ή «συζυγισμού»,
ούτε να είναι ένα «θέατρο», υπερφίαλων δημοσίων σχέσεων – όπως δυστυχώς
συνήθιζε να «παίζει» ο Γιώργος Παπανδρέου. Απαιτείται καταρχήν μέτρο,
σοβαρότητα και πολύ καλή οργάνωση από το επιτελείο του Έλληνα πρωθυπουργού, σε
στενή συνεργασία με το υπουργείο εξωτερικών και την ελληνική διπλωματία, στο πλαίσιο
ασφαλώς της γενικότερης ευέλικτης πολιτικής στρατηγικής της κυβέρνησης, με εναλλακτικά
σενάρια και με ξεκάθαρο ένα πράγμα: οι διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ της πολιτικής
ηγεσίας της Ελλάδας με άλλες ηγεσίες υψηλού εθνικού ενδιαφέροντος να μην
ορίζουν κάποιο καθεστώς μυστικής (συνωμοτικής) πολιτικής. Αυτό στην περίπτωση της
Ελλάδας θα ήταν εγκληματικό, ενώ αντίθετα είναι μάλλον αναπόφευκτο στη σχέση Μέρκελ-
Ολάντ, για παράδειγμα.
Κοίταξε
αναγνώστη μου, επιχειρώ να μην πω τα πράγματα με το όνομα τους – γιατί έτσι θα
έθιγα πρόσωπα και πράγματα, πράγμα που αυτή την ώρα θα ήταν σφάλμα επικοινωνιακής
στρατηγικής από την πλευρά μου, δημιουργώντας πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
– αλλά ωστόσο δεν θέλω να μασήσω τα λόγια μου και να παραπληροφορήσω άθελά μου.
Θα είμαι λοιπόν σαφής και όχι αναλυτικός: Ο κ. Τσίπρας θα πρέπει αμέσως – έχει ήδη
καθυστερήσει πολύ – να συνδεθεί σε διαπροσωπικό επίπεδο με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και να οικοδομήσει σχέσεις
ειλικρίνειας, μέσω ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας,
με τον Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω διαθέτει οξεία αντίληψη
με χαρακτηριστικά διανοούμενου που θα διευκόλυναν θεωρητικώς έναν προοδευτικό ηγέτη.
Ήρθε η
στιγμή να δομηθεί σε μια νέα βάση μια εποικοδομητική συμμαχία Ελλάδας και
Τουρκίας με άμεσο τρόπο. Η στρατηγική της «εξημέρωσης του θηρίου» έφαγε τα ψωμιά
της, ξεπεράστηκε από την εποχή και το δράμα της ελληνικής κρίσης, ενώ περιπλέκεται
σε σημείο πλήρους διαστροφής στις σχέσεις εξαιτίας της πρακτικής που ακολουθεί
η ΕΕ στο προσφυγικό.
Ο κ. Τσίπρας
πρέπει αμέσως να πάψει να κρύβεται στην ποδιά της κ. Μέρκελ και να προσβλέπει
στο νεύμα του κ. Ολάντ ή σε μια μυθοποιημένη από εθνικιστές βοήθεια από τον κ.
Πούτιν σε ό, τι αφορά στα ελληνοτουρκικά. Το ζήτημα είναι πως αντικειμενικά
έχει ξεπεραστεί η Συμφωνία του Ελσίνκι (1999),
η οποία επέφερε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και τις λεγόμενες «διερευνητικές
επαφές Αθήνας – Άγκυρας», παράλληλα, ωστόσο, με τις «γκρίζες ζώνες» και την άκρως
προβληματική ιδέα της «επιλεκτικής επέκτασης».
Ήρθε η
στιγμή το οικονομικό «πειραματόζωο» της ΕΕ που τείνει να ολοκληρωθεί ως «πειραματόζωο»
με τον άκρως επιβλαβή και υποκριτικό τρόπο που χειρίζεται η ΕΕ το προσφυγικό,
να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα στρατηγικού χαρακτήρα, θέτοντας τα (νέα) θεμέλια
μια στενής συνεργασίας με την Τουρκία, η οποία αυτή τη στιγμή θα είχε σοβαρούς
λόγους να κάνει ένα ολοκληρωμένο άνοιγμα
φιλίας προς την Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό Ερντογάν και Τσίπρας πρέπει να έρθουν κοντά
ο ένας στον άλλον για να κτίσουν ένα νέο σύστημα συνεργασίας και ασφάλειας στην
περιοχή, χωρίς προκαταλήψεις, μεσολαβητές και προαπαιτούμενα με το Κυπριακό να
μεταφέρεται στο περιθώριο.
Μέχρι σήμερα
ο κ. Τσίπρας πολιτεύεται ως προς την Τουρκία όχι απλώς στη βάση του Ελσίνκι,
αλλά και σε μία ιδεοληπτική βάση που αφορά στο κυπριακό, δίχως ουσιαστικό πολιτικό
έρμα και κάποια νέα θεώρηση στο ζήτημα. Την ίδια μάλιστα ώρα που στην Κύπρο
γίνονται καθημερινά ουσιώδη βήματα τα οποία τείνουν προς έναν γνήσια
εποικοδομητικό δρόμο που θα οδηγήσει στην επίλυση αυτής της πλέον μακροχρόνιας
κρίσης στις διεθνείς σχέσεις.
Υποστηρίζω πως
θα πρέπει να αφήσουμε πίσω την ιδέα για μια συνολική διευθέτηση των
ελληνοτουρκικών διαφορών σε ευρωπαϊκό πλαίσιο και σε συνάρτηση με το κυπριακό και
να αναπτύξουμε μια στρατηγική που θα αντιμετωπίσει αυτές τις διαφορές υπό το
πρίσμα του κονστρουξιονισμού και όχι του υποκριτικού, νεοφιλελεύθερου
θετικισμού. Αυτό σημαίνει πως από εδώ και εμπρός δεν θα πρέπει να αρνούμαστε
την πολιτική φύση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας - και έτσι να κουβεντιάζουν οι
ηγεσίες των δύο χωρών για όλα τα ζητήματα, ανοιχτά - καθώς η άρνηση αυτή
διαμορφώνει μεσοπρόθεσμα ένα φορτισμένο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, το οποίο
θέτει ευθέως σοβαρά ζητήματα ασφαλείας, άμυνας, πολεμικής προετοιμασίας και διαιτησίας.
Το τελευταίο σε καμία περίπτωση δεν υπηρετεί το ελληνικό συμφέρον στη συγκυρία…