Γράφω τα παρακάτω ορμώμενος από σχόλια αναγνωστών κάτω από το άρθρο για την Ιωάννα της Ανατροπής. Κοινός τόπος τους, ότι όποιος δεν έζησε τη δικτατορία του ΄67-΄74 καλύτερα να μη μιλάει για δήθεν χούντα σήμερα...
Για μερίδα αναγνωστών λοιπόν, η όποια σύγκριση και μόνο συνιστά ασέβεια. Για έναν άλλον αναγνώστη, η οικογένειά του στη Χούντα είχε να φάει. Σήμερα δεν έχει. Και του απαντούν, ότι το κύριο σε μια δικτατορία είναι η (μη) ελευθερία έκφρασης.
Έτερος απαριθμεί άρθρα του Συντάγματος που κατά μια άποψη παραβιάζονται. Άλλος δεν θεωρεί ότι παραβιάζονται.
Όλοι έχουν το δίκιο τους.
Για μερίδα αναγνωστών λοιπόν, η όποια σύγκριση και μόνο συνιστά ασέβεια. Για έναν άλλον αναγνώστη, η οικογένειά του στη Χούντα είχε να φάει. Σήμερα δεν έχει. Και του απαντούν, ότι το κύριο σε μια δικτατορία είναι η (μη) ελευθερία έκφρασης.
Έτερος απαριθμεί άρθρα του Συντάγματος που κατά μια άποψη παραβιάζονται. Άλλος δεν θεωρεί ότι παραβιάζονται.
Όλοι έχουν το δίκιο τους.
Όμως ακόμη ένα ερώτημα θα μπορούσε να είναι «πόση αστική δημοκρατία έχουμε σήμερα;».
Παρότι το 1967-1974 ήμουν αγέννητος, φαντάζομαι ότι άλλο πράγμα σήμαινε η Χούντα για έναν τραπεζίτη, έναν εφοπλιστή, έναν καλοζωισμένο φιλήσυχο νοικοκυραίο, και άλλο για έναν φτωχό, έναν μισθωτό ή έναν νέο που απλώς ήθελε να συντονιστεί με τα vibes της εποχής του.
Εκτός κι αν κανείς έχει πηγές μόνο την επίσημη ιστορία, είναι αστείο να πιστέψει κανείς ότι οι στρατιωτικοί κίνησαν τα τανκς προκειμένου μόνο να περιοριστεί η ελευθερία έκφρασης σε μια κατά τα λοιπά αγγελικά πλασμένη κοινωνία.
Μαζί με την ελευθερία του λόγου, περιορίστηκε μεταξύ άλλων και μια ευρεία γκάμα εργατικών δικαιωμάτων, οδηγώντας στην εκτόξευση των κερδών του κεφαλαίου που εκμεταλλεύθηκε, πάλι μεταξύ άλλων, την αδυναμία άρθρωσης συνδικαλιστικών πρακτικών και δημοκρτικών διεκδικήσεων του λαϊκού κινήματος που είχαν ενταθεί τα τελευταία χρόνια πριν από το 1967 (με αποκορύφωμα την κρίση των Ιουλιανών), και αυτό εν τέλει τείνει να είναι και το βασικό συμπέρασμα της σύγχρονης έρευνας για τα αίτια του πραξικοπήματος: εν τέλει, η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της περιόδου.
Μα «η Χούντα έδωσε αυξήσεις». Έδωσε όσες μπορούσε να δώσει, όχι όσες μπορούσαν να δοθούν αντικειμενικά. Να ξανακοιτάξουμε τα νούμερα: Ποιος ο ρυθμός ανάπτυξης παγκοσμίως εκείνη την περίοδο; Πόση η αύξηση των εργοδοτικών κερδών; Πόση η αύξηση του εργατικού εισοδήματος. Πόσες οι φοροαπαλλαγές, οι διευκολύνσεις και χαριστικές ρυθμίσεις για τις μονοπωλιακές μερίδες;
Η Χούντα δε, άρχισε να κλονίζεται, όταν το διεθνές οικονομικό κλίμα έτεινε να στραβώσει, με αποκορύφωμα την κρίση του 1974. Και τότε, αυτά που έδινε για να μπορεί να εξασφαλίζει την πολιτική της επιβίωση, δεν μπορούσε πια να τα δώσει, με συνέπεια σταδιακά, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον ανόδου της κοινωνικής διεκδικητικότητας και σημαντικής βελτίωσης των όρων αναπαραγωγής της εργασίας, να χάνει τα κοινωνικά της ερείσματα.
Πού θέλω να το πάω: Ορισμένοι άνθρωποι που το 1965 κυκλοφορούσαν με ανοιγμένα κεφάλια υπερασπιζόμενοι το «1-1-4», οι ίδιοι άνθρωποι που φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν στην Επταετία, είναι οι ίδιοι που σήκωσαν πρόθυμα το χεράκι την Άνοιξη του 2010 να υπερψηφίσουν το πρώτο μνημόνιο ή επικρότησαν την υιοθέτησή του, ως τη μόνη ρεαλιστική λύση για τη χώρα.
Πολλοί τέτοιοι άνθρωποι δεν έχουν υποστεί σημαντική μείωση μισθού, που τις τελευταίες δεκαετίες αύξησαν. Ενίοτε είναι και κοντά στο ΠΑΣΟΚ, νιώθουν δημοκράτες (δεν έχω πρόθεση να το αμφισβητήσω), αισθάνονται ότι το 2010 η χώρα έλαβε μια σωστή πολιτική επιλογή.
Είναι άνθρωποι που τότε κύριο μέλημά τους ήταν να συνεχίζει να έρχεται ροή χρημάτος προς τη χώρα. Να μην κινδυνεύσει το βιοτικό τους επίπεδο, που με όποια έλλη πολιτική απόφαση θα έμενε μετέωτο. Να μπορούν να σηκώνουν λεφτά από το ΑΤΜ γιατί είχαν. Να μην τεθεί σε κίνδυνο ο ευρωπαίκός προσανατολισμός της, ο οποίος εν πολλοίς τους εξασφάλιζε ό,τι είχαν. Να μην μπούμε σε περιπέτεις αθέτησης πληρωμών, να μη χαθεί η επιδότηση, να μην κλείσει το κοινοτικό πρόγραμμα που έτρεχε.
Για άλλους, το τίμημα όλων αυτών ήταν οι αλλαγές στην εργασιακή νομοθεσία, το στράγγισμα της αγοράς, η αδυναμία να πάρουν δάνειο για τη δουλειά τους. Να απολυθούν. Να πάει ο μισθός τους από τα 1.200 στα 586 μεικτά με την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Να ανοίγουν εκατοντάδες κεφάλια κάθε φορά που διαμαρτύρονταν για τα παραπάνω. Να έχουν να επισημάνουν ότι πολλά μέτρα ψηφίστηκαν από αμφισβητούμενες πλειοψηφίες. Ότι άλλο κυβερνητικό πρόγραμμα ψήφιζαν στις εκλογές και εντελώς άλλο τους έβγαινε στην πορεία
Άλλο λοιπόν το μνημόνιο για τον τραπεζίτη, τον ιδιοκτήτη μιας εμπορικής αλυσίδας που αύξησε τα κέρδη της, το ανώτερο διοικητικό στέλεχος υπουργείου με το αντιδικτατορικό παρελθόν, και άλλο το μνημόνιο για την καθαρίστρια του ΥΠΟΙΚ, τον σχολικό φύλακα, τον διαδηλωτή του Μεσοπρόθεσμου του Ιουλίου του 2011.
Για τους μεν η αστική δημοκρατία δεν καταργήθηκε ποτέ, για τους δε σταμάτησε να λειτουργεί επαρκώς εδώ και 4-5 χρόνια.
Οι μεν δεν απολύθηκαν, δεν δάρθηκαν, δεν τους πήραν το σπίτι. Οι δε μάλλον πιο πολύ βίωσαν τα γεγονότα από το 2010 και έπειτα ως τομή παρά ως συνέχεια.
Και επιστρέφουμε στο αρχικό ερώτημα: Έχει δίκιο η Ιωάννα της Ανατροπής που ο μπαμπάς της διώχνεται από το Δημόσιο ενώ το Σύνταγμα δεν επιτρέπει απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων;
Αν λοιπόν ως Χούντα ορίζουμε απλώς τη στιγμή εκείνη που στρατός καταλύει μια πρότερη πολιτική κατάσταση δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης και αναστέλλει άρθρα του Συντάγματος, ναι Χούντα δεν έχουμε.
Αλλά πάλι, με μια σειρά άρθρων του Συντάγματος να ερμηνεύονται κατά το δοκούν από την κυβέρνηση και άλλα να αναστέλλονται κατά βούληση, το ερώτημα πιθανώς αντιστρέφεται και μετατρέπεται στο:
«Πόση αστική δημοκρατία μπορεί να αντέξει κανείς σήμερα»;