
Πέσανε τα μπετά από τα γέλια. Ο Χρυσοχοΐδης γελούσε κι εκείνος και ταυτοχρόνως υπέγραφε συμβόλαιο με τον Μπόμπολα για την αναστήλωση των μπετών που μόλις είχαν πέσει. Υπέγραφε και γέλαγε, μέχρι που εμφανίσθηκε στη σκηνή ο θιασάρχης Βαγγελαράς. Πετραδάκι, πετραδάκι την έχτισε την καριέρα του ο Βαγγελαράς, εφτακόσιους νόμους έφτιαξε για να μπορέσει να αποκτήσει δικό του θέατρο. Μικρό είναι το θέατρο, συνοικιακό, δεν πειράζει, το παν είναι να έχεις πρώτο το όνομά σου στη μαρκίζα. Κι ο Πρέκας στα συνοικιακά έκανε καριέρα.
«Τόσα χρόνια υπουργός είσαι, ρε, τώρα την θυμήθηκες την πλουτοκρατία;", έκραξε ο Βαγγελαράς και άρχισε να κλωτσάει τον Μιχάλη, σπρώχνοντάς τον προς τα παρασκήνια. Τότε πετάχτηκε στη σκηνή η γνωστή κομεντιέν Χριστοφιλοπούλου κι άρχισε να κλωτσάει κι αυτή φωνάζοντας, «δεν είναι εικόνα αυτή, δεν είναι εικόνα αυτή!». Κλώτσαγε η Εύη τον Μιχάλη, έριχνε καμιά αδέσποτη και στον Βαγγελαρά, μέχρι που κουτρουβαλιάστηκαν όλοι μαζί και βγήκαν από τη σκηνή.
Βγήκαν οι πρωταγωνιστές, μπήκαν οι ρολίστες. Ο Μιχάλης Κασσής, ο κλασικός βλάχος με το ταγάρι, φώναζε «να φύγει ου Ανδρουλάκς!», εννοώντας τον Νίκο Ανδρουλάκη. Με το που άκουσε «Ανδρουλάκς», ο Απόστολος Κακλαμάνης, ο παλαιός κωμικός του βωβού, που τον κρατούν στον θίασο τιμής ένεκεν, πετάχτηκε στη σκηνή: «Αν μπει στα ψηφοδέλτια ο Μίμης, εγώ θα παραιτηθώ!». «Στα τσακίδια να πάτε!», ακούστηκε από τα παρασκήνια ο Βαγγελαράς, τα μπετά ξανάπεσαν και ο Μιχάλης ξαναϋπέγραψε με τον Μπόμπολα.
Η παράσταση ολοκληρώθηκε με έναν δραματικό μονόλογο του Βαγγελαρά, που μιλούσε επί δίωρο κρατώντας ένα κρανίο- ένας θεός ξέρει ποιανού το κρανίο: «Εγώ σηκώνω τον σταυρό του μαρτυρίου και όλοι βάλετε εναντίον μου. Υπάρχουν συνωμοσίες εναντίον μου. Άλλοι μου έστησαν το Ζάππειο. Κανείς δεν με έχει πει Τούρκογλου στη ζωή μου». Δεν ήταν κακός ο μονόλογος, αλλά όπως παρατήρησαν αργότερα οι κριτικοί, σε αυτό το σημείο το έργο έκανε κοιλιά.
Από την ΑΥΓΗ