Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
Εκείνοι, που μετά το Γερμανο-Γαλλικό πόλεμο του 1870-71 και την ολοκληρωτική ήττα των Γάλλων, πίστεψαν, ότι άρχιζε μια μακρά περίοδος ειρήνης για την Ευρώπη, διαψεύστηκαν με τον πιο τραγικό τρόπο. Ενα χρόνο μετά τον πόλεμο, τα θέματα συζητήσεων σε όλη την Ευρώπη ήταν η οικονομική και πολιτική κρίση. Οι χρεοκοπίες τραπεζών και βιομηχανιών, το χρηματιστηριακό κραχ της Βιέννης, ο επανεξοπλισμός της Γαλλίας, η πρόθεση της Ρωσίας να προσαρτήσει βαλκανικές χώρες από τον μεγάλο ασθενή του Βοσπόρου και άλλα δυσάρεστα διεθνή γεγονότα προμήνυαν αυτό που θα ερχόταν σε λιγότερο από τέσσερις δεκαετίες.
Την ίδια εποχή περίπου, ο Jacob Burckhardt( Ελβετός ιστορικός πολιτισμών), που διαισθανόταν τα μελλούμενα, έγραφε, «μπορεί κανείς.......
εύκολα να αρχίσει έναν πόλεμο αλλά δεν μπορεί ποτέ να τον σταματήσει όταν το επιθυμεί», δίχως φυσικά να εισακουστεί.
Η ιστορία μας έχει δείξει ότι πολλοί πόλεμοι ξεκίνησαν από μια γελοία αφορμή με χαρακτηριστικότερο τον πιο οδυνηρό πόλεμο τον Πρώτο Παγκόσμιο, που ξεκίνησε ένα ωραίο κυριακάτικο πρωινό στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ο οδηγός ενός αυτοκινήτου που μετέφερε τον Αρχιδούκα και διάδοχο του θρόνου της Αυστροουγγαρίας και τη σύζυγό του, έστριψε σε λάθος δρόμο και σταμάτησε σε ένα αδιέξοδο, ακριβώς μπροστά στο δεκαεννιάχρονο Σερβοβόσνιο φοιτητή Πρίντσιπ , που ήταν μέλος της σερβικής τρομοκρατικής οργάνωσης «Μαύρη Χείρα».
Αυτό που εν πρώτοις φαίνεται ως ένα τυχαίο γεγονός, ήταν η αφορμή μιας κατάστασης που μόνο τυχαία δεν ήταν, αφού αυτό που είχε αρχίσει να διαφαίνεται σαράντα χρόνια νωρίτερα, ολοκληρώθηκε με τον πιο τραγικό τρόπο. Όπως γράφουν οι ιστορικοί της εποχής λίγο πριν την έναρξη του πολέμου «οι λαοί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ήταν (ή πείσθηκαν να είναι) υπέρ του πολέμου απλώς και μόνο γιατί είχαν απηυδήσει από την αδράνεια και τη στασιμότητα στην πολιτική και οικονομική ζωή». Ιδού πως περιγράφει ένα αυτόπτης μάρτυρας τα συναισθήματα του πλήθους στο Βερολίνο λίγο πριν την έναρξη του πολέμου, «κανείς δεν ήξερε το διπλανό του αλλά όλοι διακατεχόμασταν απ’ το ίδιο έντονο πάθος: πόλεμος και πάλι πόλεμος και ένα αίσθημα συναδέλφωσης», όπως πριν το θάνατο.
Σήμερα, 100 χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ζει ολόκληρη η ανθρωπότητα τους ίδιους περίπου, τεχνητούς ή πραγματικούς, φόβους και αγωνίες και θα περίμενε κανείς περισσότερη σύνεση και σωφροσύνη από τους ηγέτες, κυρίως εκείνων των δυνάμεων, που μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στο δίλημμα Ειρήνη ή Πόλεμος.
Πριν περάσουν 25 χρόνια από την τυπική παύση του ψυχρού πολέμου, συναντιόνται στην Ουαλία οι αρχηγοί των χωρών του ΝΑΤΟ για να συζητήσουν μέτρα κατά της Ρωσίας του Πούτιν, λες και η Ρωσία είναι ένα μικρό άτακτο παιδί που πρέπει να πειθαρχηθεί με τη βία. Μεταξύ άλλων, ετοιμάζουν μια μεγάλη άσκηση στην αυλή της Ρωσίας( Λετονία, Εσθονία, Ουκρανία) με τη συμμετοχή όλων των χωρών της ατλαντικής συμμαχίας. Το περίεργο της υπόθεσης είναι το γεγονός ότι Πούτιν και Ομπάμα δηλώνουν ότι είναι κατά του πολέμου, αλλά συγχρόνως είναι δέσμιοι των δηλώσεών τους, ο πρώτος στα ρωσικά ΜΜΕ ότι δεν θα επιτρέψει στο ΝΑΤΟ να μπει στην αυλή του και ο δεύτερος των δηλώσεών του ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα υπερασπιστούν την εθνική κυριαρχία των χωρών της Βαλτικής και της Ουκρανίας με κάθε μέσο και το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι «πως θα γίνει αυτό, όταν όλοι οι στρατιωτικοί αναλυτές τονίζουν ότι η εθνική κυριαρχία των χωρών αυτών δεν υπερασπίζεται με συμβατικά μέσα έναντι της ρωσικής υπεροπλίας και ο ίδιος ο Πούτιν λέει ότι αν θέλει μέσα σε λίγες μέρες μπαίνει μέσα στο Κίεβο»;
Την ίδια εποχή με τον Jacob Burckhardt, ο ιδιοφυής μουσικοσυνθέτης Βάγκνερ, στο μουσικό του έργο «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν», παρουσίαζε την ανθρώπινη βούληση που στην προσπάθειά της να φτιάξει ένα κόσμο σύμφωνα με τις επιθυμίες της, βρίσκει την υπέρτατη ικανοποίησή της στον ενταφιασμό της κάτω από τα ίδια τα ερείπια του θαυμαστού κόσμου που έφτιαξε. Δε θέλω να πιστέψω ότι μπορεί να επαληθευτεί 140 χρόνια αργότερα. Αν οι λαοί παραμείνουμε αδρανείς και αφήσουμε τους ηγέτες να αποφασίσουν για εμάς δίχως εμάς, όλα τα σενάρια είναι πιθανά