
Δεν ανήκουν οι δημοσιογράφοι που πουλάνε την πένα τους σε όποιον πληρώνει τα περισσότερα, ή οι χρονογράφοι που γλείφουν τις μπότες και παριστάνουν πώς τάχα θέλουν να τις γυαλίσουν, οι νταβατζήδες, οι πονηροί, οι παντογνώστες γραφιάδες, όλα αυτά τα ξεπουλημένα γουρούνια;… Ξεπουλημένα γουρούνια είναι όλα εκείνα τα ανθρωπάκια που κάποτε παρίσταναν τους ενθουσιώδεις ή τους σκληρούς και τους άκαμπτους, που επιδείκνυαν την υποτιθέμενη ανεξαρτησία και εκκεντρικότητά τους, ενώ κάποιο ωραίο πρωϊ, εντελώς αδειασμένοι, διαλυμένοι, αποκαμωμένοι, τελειωμένοι, έδεσαν σφιχτά ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, πρόσθεσαν στο κεφάλι τους ένα τετράγωνο καπελίνο, όπως τα αδέλφια τους τα γουρούνια των πανηγυριών, και, τελικά, στριφογυρίζοντας και γρυλίζοντας, περπάτησαν αυτόβουλα προς το χοιροστάσιο της χυδαιότητας… Θεωρούν τους εαυτούς τους προστατευόμενους κάποιου υπουργού, ή εθελοντές μιας κάποιας πολύ σπουδαίας υπόθεσης!
Δεν είναι όμως εθελοντές, αλλά ξεπουλημένα γουρούνια! Δεν διατρέχουν κανέναν άλλον κίνδυνο πέραν του να σκεπαστούν είτε από μία βροχή φτυσιμάτων, είτε από την ανουσιότητα των λιβανισμάτων!»
Κείμενο της 30/11/1876 του Ζυλ Βαλέ.
