Του Δημήτρη
Γιαννακόπουλου
Δεν υπάρχει πιο φαντασιακή πολιτική κοινότητα από εκείνη των
δημοσιογράφων. Στους περισσότερους μάλιστα η άσκηση της (επαγγελματικής)
δημοσιογραφίας ταυτίζεται ιδεαλιστικά ως αναφερόμενη ταυτότητα με κάποια μορφή
άσκησης εθνικισμού ή κάποιου άλλου «-ισμού» που ισχυρίζεται ότι αναζητεί,
αναδεικνύει και παρουσιάζει την αλήθεια. Αυτό, σε κάθε περίπτωση αποτελεί άσκηση πολιτικής
πρακτικής, η οποία αποκρύπτει εντέχνως ή άγαρμπα τα ιδιαίτερα συμφέροντα που
υπηρετεί ή απλώς εξυπηρετεί η ......
παραγωγή της συγκεκριμένης αλήθειας, με τη μορφή
της είδησης ή της κριτικής σε μια συγκεκριμένη πολιτική συμπεριφορά.
Η επαγγελματική δημοσιογραφία είναι πολιτική πρακτική που προφασίζεται
πως βρίσκεται έξω από το σύστημα που παράγει αυτή την συγκεκριμένη πρακτική.
Πως είναι κάτι διαφορετικό από την προπαγάνδα. Είναι! Είναι ετούτο που
αγωνίζεται να δώσει στην προπαγάνδα τη μορφή της κοινής λογικής. Η κοινή γνώμη
δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά η κοινωνικοπολιτική έκφραση της πολιτικά
ορθής (κοινής) λογικής σε ένα ορισμένο χωροχρονικό πλαίσιο και αυτό είναι η πιο
σοβαρή πολιτική διαδικασία για την διαμόρφωση πολιτικής συμπεριφοράς σε μια
κοινωνία. Τον ρόλο αυτό του διαμορφωτή της δράσης ή μη-δράσης, επιλογής ή
μη-επιλογής των πολιτών αναλαμβάνει ο επαγγελματίας δημοσιογράφος ως αυθεντικός
φορέας κάποιου δήθεν λανθάνοντος κοινωνικού μηνύματος, το οποίο μέσω του
διαύλου του αποκτά συγκεκριμένη πολιτικότητα. Μόνον με αυτή την έννοια θα
μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως το Μέσον είναι (πολιτικό) μήνυμα, που εκφράζει
ασφαλώς την μορφή των σχέσεων κυριαρχίας
σε μια κοινωνία, κατά το συμφέρον αυτού που ελέγχει το μέσον και κατ’ επέκταση
αυτού που μισθώνει την «πένα» του δημοσιογράφου.
Αν αυτή η πολιτική διαδικασία δεν δομείται ως ρατσιστικός ή
πολιτισμικός εθνικισμός, τότε έχουμε να κάνουμε με αστικό εθνικισμό στο όνομα
του δημοκρατικά συνταγματοποιημένου δημοσίου συμφέροντος υπό την γενική αρχή
της νομιμότητας. Ενός δημοσίου συμφέροντος που ταυτίζεται ωστόσο με το ιδιωτικό
συμφέρον αυτού που ελέγχει το Μέσον - στο βαθμό που ο δημοσιογράφος συνεχίσει
να εργάζεται εκεί μετά την αποκάλυψη κάποιας… αλήθειας! Αν τίποτα από αυτά δεν
συμβαίνει, τότε πρόκειται για ιδεολογικοπολιτικά στρατευμένη δημοσιογραφία, η οποία
εμφανίζεται να αυτοπροσδιορίζεται είτε στο πλαίσιο της αναπαραγωγής
καπιταλιστικών συμπεριφορών που δομούνται πίσω από ένα πέπλο άγνοιας της ίδιας της πολιτικής ουσίας
αυτών των συμπεριφορών, είτε στο πλαίσιο αντικαπιταλιστικών συμπεριφορών που
καλύπτονται από το πέπλο άγνοιας της ύπαρξης του σοσιαλισμού εντός μιας
παγκόσμιας καπιταλιστικής δομής.
Όλα αυτά συνιστούν ασφαλώς αφηρημένες κατηγοριοποιήσεις.
Σπάνια θα συναντήσεις μια καθαρή μορφή δημοσιογραφίας στο πλαίσιο ενός
παραδοσιακού ΜΜΕ, ή ενός Νέου ΜΜΕ. Ακόμη
και παραδοσιακά, διεθνή οικονομικά περιοδικά ή εφημερίδες κύρους ή όργανα
προπαγάνδας αριστερών κομμάτων δεν αποφεύγουν την ανάμειξη ρατσιστικού,
πολιτισμικού και αστικού εθνικισμού για να υπηρετήσουν είτε το καπιταλιστικό
ιδεολόγημα, είτε κάποια μορφή σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Σε κάθε περίπτωση το
χαρμάνι αυτό τείνει να οδηγήσει σε συγκυριακή πολιτική στάση και συμπεριφορά
που αναφέρεται σε κάποιο μέλλον, υπονοώντας ένα συγκεκριμένο, παθολογικά
οριζόμενο παρελθόν, που προβληματοποιεί το παρόν.
Στην περίπτωση των συντηρητικών ΜΜΕ το μέλλον αυτό
υπαινίσσεται τον εναρμονισμό των κοινωνικών συγκρούσεων μέσα από αφηρημένες
δοξασίες περί αποκαταστάσεως του δικαίου εντός μιας δήθεν ενιαίας βιολογικής ή
πολιτισμικής δομής (κρατικής ή ακόμη και υπερεθνικής), στη περίπτωση των
προοδευτικών ΜΜΕ προπαγανδίζεται η κοινωνική μεταρρύθμιση ως μοχλός
αποκατάστασης της οικονομικής δυσλειτουργίας του καπιταλισμού, ενώ στην
περίπτωση των ΜΜΕ της μαρξιστικής παράδοσης το μέλλον φαντάζει είτε ως
επανάσταση του σύγχρονου προλεταριάτου για κυριαρχία και επιβολή σε δεύτερο
στάδιο της αταξικής κοινωνίας, είτε ως οικονομική μεταρρύθμιση με αναδιανομή
από πάνω προς τα κάτω και ενδυνάμωση των εργαζομένων, ώστε να αποκατασταθεί η
κοινωνική ισορροπία μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, μεταξύ ελευθερίας και
ισότητας (αριστερή μεταρρύθμιση).
Ωστόσο και αυτά εμπεριέχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη δόση
αφηρημένης προσέγγισης – υπεραπλούστευσης. Στην πραγματικότητα ο δημοσιογράφος
υπηρετεί αυτόν που τον απασχολεί, ασχέτως του βαθμού και της κατεύθυνσης
ιδεολογικοποίησης του αντικειμένου του (συμβάν ή σχέσεις υπό κρίση). Η επαγγελματική
δημοσιογραφία σε κάθε περίπτωση και στο βαθμό που δεν αποτελεί χυδαίο
κουτσομπολιό είναι μια αφήγηση της κρίσης – κάποιας κρίσης (κοινωνικής,
οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής, τεχνολογικής, βιολογικής, ηθικής,
περιβαλλοντικής κλπ) – που πολιτικοποιεί εμμέσως ή αμέσως την συγκυρία για την
επίτευξη ενός κοινωνικού αγαθού στο μέλλον. Το αγαθό αυτό καταδηλώνεται, ή
προδηλώνεται, ή συχνότερα υποδηλώνεται ως σκοπός, που δυστυχώς αγιάζει τα ΜΜΕ
και τους επαγγελματίες σε αυτά κατά την προβολή και δημοσιογραφική αντιμετώπιση
του συμβάντος της συγκυρίας. Η καθαγίαση της δημοσιογραφίας οδηγεί στην
συγκεκριμένη παράσταση ή αναπαράσταση ενός συμβάντος με όρους αντικειμενικότητας.
Το καθιστά δηλαδή φαντασιακά, ιδεαλιστικά, από απλό συμβάν, γεγονός. Κι ως
γεγονός περικλείει πλέον μια ολοκληρωμένη πολιτική δομή που ορίζει άρρητα
συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας και σχέσεις κοινωνικής ισχύος, οι οποίες
υποδηλώνουν, καταδηλώνουν ή προδηλώνουν την πολιτική πρακτική για την επίλυση
της συγκεκριμένης κρίσης. Με μια κουβέντα, ο δημοσιογράφος δομεί κατά το
συγκυριακό συμφέρον του εργοδότη του, ή του χρηματοδότη του, ή γενικότερα του
πάτρωνά του, μια μορφή αλήθειας, ως κρίση, για να προσφέρει ο ίδιος ή άλλος
συνάδελφος του, στο πλαίσιο του ίδιου του Μέσου ή συμπληρωματικών ως προς αυτό
ΜΜΕ, μια λύση που θα ικανοποιεί τον επενδυτή, το αφεντικό ή τα αφεντικά του
συγκεκριμένου Μέσου, ή μιας ομάδας ΜΜΕ που αποτελούν συνεργατικές επιχειρήσεις.
Το παράδοξο μάλιστα είναι πως, στο πλαίσιο αυτής της γενικής
λειτουργίας, ελάχιστα ΜΜΕ συμπεριφέρονται ως σύγχρονες καπιταλιστικές δομές. Το
συνηθέστερο είναι να δομούν φεουδαλικές σχέσεις στο εσωτερικό τους. Και είναι
ακριβώς αυτή η φεουδαρχική τους μορφή που διασκεδάζει το πολιτικό τους
περιεχόμενο. Όσο πιο φεουδαρχικό είναι το καθεστώς σε ένα ΜΜΕ, τόσο περισσότερο
οι δημοσιογράφοι του επιχειρούν να πείσουν (ή ακόμη και να πειστούν οι ίδιοι)
πως δεν παράγουν πολιτική, αλλά απλώς
κρίνουν την πολιτική, τους πολιτικούς και τις πολιτικές σχέσεις …και μάλιστα
απροκατάληπτα, αν όχι αντικειμενικά! Ή μοιάζει να πιστεύουν πως, ως φορείς μιας
δογματικής αλήθειας, υπηρετούν ένα ανώτερο από την συγκυρία σκοπό. Εδώ ο
υπερ-σκοπός είναι που προσδίδει μια φαντασιακή μορφή αποστόλου στον
δημοσιογράφο, ο οποίος δεν παρουσιάζει την κρίση με την μορφή της είδησης, αλλά
την είδηση ως ανυπόστατο κομμάτι της διαρκούς καπιταλιστικής, ή πολιτισμικής, ή
ανθρωπιστικής, ή ακόμη στενότερα εθνικής κρίσης.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση κατά την οποία μια
πολυσύνθετη κρίση σαν την ελληνική σήμερα,
ξεπερνά την συγκυριακή αναγωγή του συμβάντος σε γεγονός μέσω της
παραδοσιακής δημοσιογραφικής τεχνικής; Τι γίνεται εκεί όπου η κρίση ξεπερνά στη
συνείδηση των περισσότερων πολιτών την ίδια την είδηση; Εκεί όπου το ατομικό
βίωμα ξεπερνά ως δράμα την δραματοποίηση συμβάντων από τον δημοσιογράφο; Απλώς
η είδησή (του) χάνει την ικανότητα της να προκαλεί αντιδράσεις και
πολιτικοποίηση. Μετατρέπεται σε χαλαρό θεσμό κοινωνικοποίησης και χάνει το
κοινωνικό της βάρος. Γίνεται ασθενές μήνυμα, ενώ το ίδιο το Μέσον χάνει την
ισχύ του. Τότε ο δημοσιογράφος (μας) αισθάνεται την ανάγκη να γίνει ο ίδιος
είδηση! Να γίνει ο ίδιος αναπαράσταση της κρίσης, αλλιώς νοιώθει πως είναι
«ξοφλημένος» επαγγελματικά. Κάποιοι (μεγαλο)δημοσιογράφοι το διαπράττουν
ασυνείδητα, ενώ μερικοί φίλοι και γνωστοί μου μεγαλοδημοσιογράφοι στην πατρίδα
μας το κάμουν συνειδητά και μάλιστα θεωρούν πως αποτελούν μαστόρους στο είδος.
Δεν πρόκειται να διολισθήσω σε ηθικιστή παρέμβαση στο
ζήτημα. Καλά κάνουν, με την έννοια: αυτά ξέρουν, τόσα καταλαβαίνουν και μέχρι
εκεί εκτείνεται η πολιτική τους ικανότητα στην απάτη! Αλλά… αλλά δεν είναι
τρόπος αυτός ο (επαγγελματίας) δημοσιογράφος ή «δημοσιογράφος-εκδότης» να
υποδηλώνει πως τάχαμου αυτός ο ίδιος δεν αποτελεί μέρος της κρίσης στην Ελλάδα,
προδηλώνοντας παράλληλα πως η αφεντιά του αποτελεί μέρος μιας κάποιας κοινωνικής,
φιλολαϊκής και εθνικής λύσης! Μια τέτοια στάση δείχνει «διανοητική φτώχεια»,
κουτοπονηριά και η αντίστοιχη συμπεριφορά, πως ο καραγκιόζης δεν αλλάζει!
Καραγκιόζης παραμένει και μάλιστα όσο η κρίση στην Ελλάδα διευρύνεται και
βαθαίνει τόσο μεγαλύτερος καραγκιόζης θα γίνεται ο μεγαλοδημοσιογράφος μας. Για
να αποφύγει τον διασυρμό και την πολιτική διαστροφή προτείνω μια απλή στρατηγική:
Ανυπόκριτα όσοι μεγαλοδημοσιογράφοι θεωρούν πως χάνουν τον έλεγχο των πολιτικών
παρασκηνίων και της παραπολιτικής, στο βαθμό μάλιστα που οι έλληνες τραπεζίτες και
μεγαλοεπιχειρηματίες πάτρωνές τους αναδιπλώνονται και ανασυγκροτούνται ως
υπερ-τάξη στην χώρα, αντί να προσπαθούν εναγωνίως να δείξουν πως
διαφοροποιούνται από την πολιτική πρακτική της συγκυρίας και πως δήθεν η
δημοσιογραφική τους οντότητα υπερβαίνει την πολιτική, να πράξουν το αντίθετο.
Να μετατρέψουν δηλαδή τον μύθο και τις μνήμες της ελληνικής δημοσιογραφίας της
μεταπολίτευσης ευθέως σε πολιτικούς φορείς. Αντί να κοιτάνε πώς θα περισωθούν
ατομικά από την διάλυση του πολιτικού συστήματος - μέρος του οποίου είναι και
οι ίδιοι και μάλιστα το πιο σκοτεινό και ελεεινό – ας δείξουν αρετή, όσοι
διαθέτουν κάποια ίχνη από δαύτην, και ας εγκαταλείψουν την δημοσιογραφία και
τις τηλεπολιτικές, στρεφόμενοι εντίμως και καθαρά στην επίσημη πολιτική. Ας
φτιάξουν νέα κόμματα, εάν τα υπάρχοντα δεν τους εξυπηρετούν! Ας μετατρέψουν τον ίδιο τον μύθο και τις
μνήμες της ελληνικής δημοσιογραφίας σε
κόμμα ή κόμματα εάν επιθυμούν, αλλά ας πάψουν να είναι καραγκιόζηδες,
εμφανίζοντας την πλέον ισχυρή φαντασιακή
πολιτική κοινότητα της χώρας μας ως ανεξάρτητη από την πολιτική και την εθνική κρίση της πολιτικοοικονομικής διαδικασίας αυτής
της περιόδου.
Η κρίση της πολιτικής είναι και κρίση της δημοσιογραφίας
στην Ελλάδα της βαθειάς κοινωνικοπολιτικής κρίσης. Μια πρόσκαιρη θεραπεία του
προβλήματος θα ήταν οι δημοσιογράφοι να μεταβληθούν απροκάλυπτα σε πολιτικούς και
οι πολιτικοί σε δημοσιογράφους. Και δεν εννοώ μια διαρκή εναλλαγή μεταξύ των
δύο αυτών κοινωνικών ρόλων! Αυτό θα μετέβαλε την κρίση των ειδήσεων σε πολιτική
κρίση και την πολιτική κρίση σε μη-είδηση. Έτσι θα ακυρώνονταν σε μεγάλο βαθμό
οι τηλεπολιτικές ως διαστροφικοί κοινωνικοποιητικοί μηχανισμοί, ενώ θα άνοιγε ένα
παράθυρο ευκαιρίας για την μαζικοποίηση στην πολιτική αντιπαράθεση, με μεγάλη
δόση απομυθοποίησης των σχέσεων εξουσίας και διαπλοκής στην χώρα. Αυτό θα
αναγεννούσε το πολιτικό φαινόμενο στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας και θα
ξεκαθάριζε τις μορφές τόσο της πολιτικής όσο και της δημοσιογραφικής
δραστηριότητας, δίχως ασφαλώς ποτέ αυτές να αποκτήσουν απολύτως διακριτά
χαρακτηριστικά. Τουλάχιστον έτσι η κρίση θα διαχωριζόταν από τις μυθικές
υπερβάσεις του εθνικισμού και της ιδεολογίας που αποκρύβουν την βούληση για
ιδιωτικοποίηση του δημόσιου συμφέροντος και θα αποκτούσε πραγματιστικά
χαρακτηριστικά, τα οποία όμως για να καταλήξουν σε επωφελή για τα δύο τρίτα της
κοινωνίας λύση, θα έπρεπε να αναχθούν σε μια μορφή σύγχρονου ιδεολογικού
αγωνισμού. Το τελευταίο προϋποθέτει την κατάρρευση
του μύθου της ελληνικής δημοσιογραφίας από τους ίδιους τους φορείς της και
τούτο μόνον από τον χώρο της πολιτικής θα μπορούσαν αυτοί να πράξουν
αποτελεσματικότερα. Όσοι δεν το καταλάβουν εγκαίρως, κόβοντας τα αντιαισθητικά
καραγκιοζιλίκια, θα βιώσουν αναπόδραστα έναν προσωπικό εφιάλτη στο άμεσο
μέλλον, τον οποίο κανείς πολίτης δεν θα έχει όρεξη να «απολαύσει», ούτε καν σαν
κουτσομπολιό!