Τη διαφορά στον τρόπο παραγωγής της ντομάτας μεταξύ Ελλάδας και Ολλανδίας, υπογραμμίζοντας «τα προβλήματα και τις τεράστιες διαφορές» που υπάρχουν στην παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα στις διάφορες χώρες της ζώνης του ευρώ, προβάλλει το περιοδικό TIME...
Συγκεκριμένα, συγκρίνοντας την παραγωγή και την εξαγωγή ντομάτας χωρών της Μεσογείου (Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία, που παραδοσιακά ήταν οι μεγαλύτεροι Ευρωπαίοι παραγωγοί και εξαγωγείς του προϊόντος) και της Ολλανδίας, τονίζεται ότι η χώρα αυτή κατάφερε μέσω της αξιοποίησης της τεχνολογίας και την καλή οργάνωση να γίνει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ντομάτας στην Ευρώπη.
Στο εκτενές δημοσίευμά του το περιοδικό TIME προτρέπει, παράλληλα, τον ευρωπαϊκό νότο να μιμηθεί την Ολλανδία, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστικός.
Οπως επισημαίνεται, οι Ολλανδοί παραγωγοί χρησιμοποιούν τελευταίας τεχνολογίας θερμοκήπια, ελέγχουν ηλεκτρονικά τη θερμοκρασία, την υγρασία και το διοξείδιο του άνθρακα και χρησιμοποιούν τεχνητό υπόστρωμα, αντί για χώμα, καθώς και βιολογικούς τρόπους αντιμετώπισης των εντόμων και των ζιζανίων.
Με αυτόν τον τρόπο, επισημαίνει το αμερικανικό περιοδικό, οι Ολλανδοί έχουν καταφέρει να παράγουν 70 κιλά ντομάτας ανά τετραγωνικό μέτρο, την ίδια στιγμή που ένας παραγωγός από τον ευρωπαϊκό νότο παράγει στην καλύτερη περίπτωση 7 κιλά.
Για την Ελλάδα, σημειώνεται ότι τα τελευταία πέντε χρόνια γίνονται μεμονωμένες προσπάθειες από κάποιους παραγωγούς να επενδύσουν σε ολλανδική τεχνολογία (γίνεται αναφορά και στο πρόγραμμα Wonderplant που έχει ξεκινήσει στη Θεσσαλονίκη), αλλά αναφέρεται ότι αυτό αποτελεί μια εξαίρεση και ότι τα τεχνολογικώς προηγμένα θερμοκήπια στην Ελλάδα αποτελούν μόνο το 1,6% των χρησιμοποιούμενων θερμοκηπίων.
Επίσης, τονίζεται ότι η ελληνική αγροτική παραγωγή είναι 44% χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το εργατικό κόστος διπλάσιο -όπως υποστηρίζεται- και ότι, ενώ η αγροτική επιφάνεια που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για την παραγωγή ντομάτας είναι 10 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Ολλανδίας, οι Ελληνες σχεδόν δεν εξάγουν καθόλου φρέσκιες ντομάτες, παρά μόνο κονσερβοποιημένα προϊόντα ντομάτας.
Τέλος, ως αρνητικά στοιχεία της ελληνικής παραγωγής προβάλλονται τα ολιγοπώλια των μεσαζόντων που ελέγχουν τη διανομή της ντομάτας, τα οποία αγοράζουν φτηνά από τους παραγωγούς και τις πωλούν πολύ πιο ακριβά, χωρίς να έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα διανομής που θα τους επέτρεπε να προχωρήσουν και σε εξαγωγές, όπως επισημαίνεται, διατυπώνοντας την άποψη ότι εάν η Ελλάδα εισάγει περισσότερη ολλανδική τεχνολογία και επωφεληθεί από την άφθονη ηλιοφάνεια που έχει, είναι πιθανό να καταφέρει να επιστρέψει στη μεγάλη και επικερδή αγορά της ντομάτας.
Συγκεκριμένα, συγκρίνοντας την παραγωγή και την εξαγωγή ντομάτας χωρών της Μεσογείου (Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία, που παραδοσιακά ήταν οι μεγαλύτεροι Ευρωπαίοι παραγωγοί και εξαγωγείς του προϊόντος) και της Ολλανδίας, τονίζεται ότι η χώρα αυτή κατάφερε μέσω της αξιοποίησης της τεχνολογίας και την καλή οργάνωση να γίνει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ντομάτας στην Ευρώπη.
Στο εκτενές δημοσίευμά του το περιοδικό TIME προτρέπει, παράλληλα, τον ευρωπαϊκό νότο να μιμηθεί την Ολλανδία, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστικός.
Οπως επισημαίνεται, οι Ολλανδοί παραγωγοί χρησιμοποιούν τελευταίας τεχνολογίας θερμοκήπια, ελέγχουν ηλεκτρονικά τη θερμοκρασία, την υγρασία και το διοξείδιο του άνθρακα και χρησιμοποιούν τεχνητό υπόστρωμα, αντί για χώμα, καθώς και βιολογικούς τρόπους αντιμετώπισης των εντόμων και των ζιζανίων.
Με αυτόν τον τρόπο, επισημαίνει το αμερικανικό περιοδικό, οι Ολλανδοί έχουν καταφέρει να παράγουν 70 κιλά ντομάτας ανά τετραγωνικό μέτρο, την ίδια στιγμή που ένας παραγωγός από τον ευρωπαϊκό νότο παράγει στην καλύτερη περίπτωση 7 κιλά.
Για την Ελλάδα, σημειώνεται ότι τα τελευταία πέντε χρόνια γίνονται μεμονωμένες προσπάθειες από κάποιους παραγωγούς να επενδύσουν σε ολλανδική τεχνολογία (γίνεται αναφορά και στο πρόγραμμα Wonderplant που έχει ξεκινήσει στη Θεσσαλονίκη), αλλά αναφέρεται ότι αυτό αποτελεί μια εξαίρεση και ότι τα τεχνολογικώς προηγμένα θερμοκήπια στην Ελλάδα αποτελούν μόνο το 1,6% των χρησιμοποιούμενων θερμοκηπίων.
Επίσης, τονίζεται ότι η ελληνική αγροτική παραγωγή είναι 44% χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το εργατικό κόστος διπλάσιο -όπως υποστηρίζεται- και ότι, ενώ η αγροτική επιφάνεια που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα για την παραγωγή ντομάτας είναι 10 φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Ολλανδίας, οι Ελληνες σχεδόν δεν εξάγουν καθόλου φρέσκιες ντομάτες, παρά μόνο κονσερβοποιημένα προϊόντα ντομάτας.
Τέλος, ως αρνητικά στοιχεία της ελληνικής παραγωγής προβάλλονται τα ολιγοπώλια των μεσαζόντων που ελέγχουν τη διανομή της ντομάτας, τα οποία αγοράζουν φτηνά από τους παραγωγούς και τις πωλούν πολύ πιο ακριβά, χωρίς να έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα διανομής που θα τους επέτρεπε να προχωρήσουν και σε εξαγωγές, όπως επισημαίνεται, διατυπώνοντας την άποψη ότι εάν η Ελλάδα εισάγει περισσότερη ολλανδική τεχνολογία και επωφεληθεί από την άφθονη ηλιοφάνεια που έχει, είναι πιθανό να καταφέρει να επιστρέψει στη μεγάλη και επικερδή αγορά της ντομάτας.