Του Δημήτρη
Γιαννακόπουλου
Το ποτήρι είναι πάντοτε δυνατόν να το παρουσιάσεις
μισογεμάτο ή μισοάδειο. Το ζήτημα είναι γιατί το κάνεις, γιατί να το κάνεις; Ή,
με άλλα λόγια, γιατί να μπλέξεις με την ποζιτιβιστική οντολογία. Το κάνεις για
να εξυπηρετήσεις την πολιτική σου θέση, ή στάση, ή προσδοκία, που δεν είναι
άσχετες με την προσωπική σου αντίληψη περί ισχύος και ικανοποίησης εντός ενός
αναφερόμενου.........
(μελλοντικού) μοντέλου διακυβέρνησης.
Το τελευταίο όμως είναι στρουκτουραλισμός. Διαμορφώνεις
νοερά ένα πλαίσιο διακυβέρνησης, ιδανικής ως προς την μικροπολιτική σου
διάσταση, και εντός αυτού επιχειρείς να ορίσεις την ύπαρξή σου και την δράση
σου. Στο βαθμό που καταλάβαινες πως πράγματι λειτουργείς δομώντας την
πραγματικότητα, την μικρή, υποκειμενική σου αλήθεια, δεν θα έβλεπες, δεν θα όριζες,
δηλαδή, το ποτήρι ούτε «μισοάδειο», ούτε «μισογεμάτο». Το ποτήρι αποκτά «μισοάδεια»
ή «μισογεμάτη» έννοια και μάλιστα ως απόλυτη αντίθεση, στο βαθμό που επιχειρείς
να εντάξεις την δική σου μικρή, υποκειμενική αλήθεια σε μια μεγάλη, καθολική
αλήθεια. Χρησιμοποιείς με άλλα λόγια ποζιτιβισμό κάνοντας πολιτική δίχως να το
ξέρεις ή να το δηλώνεις, η οποία όμως έχει βαθύτατο στρουκτουραλιστικό
χαρακτήρα τον οποίο αγνοείς ή σκόπιμα αντιπαρέρχεσαι κρυμμένος πίσω από ένα
πέπλο άγνοιας, πέπλο αθωότητας.
Αν αφαιρέσεις αυτό το πέπλο θα ξεμείνεις από πολιτικό
ηθικισμό, ή εθνικισμό, ενώ δεν θα ξεμείνεις από πατριωτισμό. Ο τελευταίος είναι
αυτό που συνδέει τον πολίτη με την πολιτική και πολιτειακή δομή αναφοράς του.
Ακόμα και αν αναφέρομαι, γράφοντας ελληνικά, σε διεθνή φαινόμενα ή σε φαινόμενα
που αφορούν σε άλλες χώρες και άλλες περιοχές πολιτικής έκφρασης, το πλαίσιο
ανάλυσης είναι εθνοκεντρικό για να έχει πολιτική έννοια. Αν δεν μιλήσω
πατριωτικά δεν θα εσωτερικεύσεις τίποτα από την προσέγγισή μου. Μπορεί να την
καταλάβεις ή ακόμη και να συμφωνήσεις, αλλά ποτέ αυτή δεν θα έχει τα ποιοτικά
χαρακτηριστικά που θα την αποκρυσταλλώνουν ως προσωπική σου, υποκειμενική δομή,
εντός της οποίας θα αρθρωθεί ως παρακίνηση για συγκεκριμένη δράση (συμπεριφορά)
το (μικροπολιτικό) συμφέρον σου.
Αν απαλλαγείς λοιπόν από τον πολιτικό ηθικισμό ή τον
εθνικισμό, απαλλάσσεσαι ταυτόχρονα από την ανάγκη να προσδιορίζεις τον εαυτό
σου πολιτικά, ορίζοντας το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Απαλλάσσεσαι από το
πέπλο της άγνοιας, παύεις να είσαι αθώος αν το αντέχεις. Δραπετεύεις από την
παγίδα της ποζιτιβιστικής οντολογίας. Αν ωστόσο ξεφύγεις από τον πατριωτισμό,
μιλώντας γενικά για πολιτική και πολιτικές, παύεις στην ουσία να επικοινωνείς.
Υπερβαίνεις την δομή που ορίζει ιστορικά το πολιτικό φαινόμενο δίνοντας του τη
δυνατότητα να παράγει νόημα στην κοινωνία. Το πολιτικό πλαίσιο αναφοράς με
πατριωτικά χαρακτηριστικά είναι το μόνον που παράγει νόημα στις μοντέρνες
κοινωνίες μας, ακόμη και σήμερα που βρισκόμαστε στην φάση μετασχηματισμού προς
ένα μεταμοντέρνο σύμπαν, μια μεταμοντέρνα μεγάλη αλήθεια, η οποία δεν απέκτησε
αυθεντικότητα ακόμη.
Αφού συνεννοηθήκαμε, το ερώτημα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να
εμπνεύσει την ελληνική κοινωνία και να καταστεί ο πυρήνας ανατροπής του
σημερινού πτωχευμένου, όπως και να το δεις, καθεστώτος, αντιλαμβανόμαστε ότι θα
μπορούσε να αντιμετωπιστεί ποζιτιβιστικά ή στρουκτουραλιστικά, αλλά ποτέ έξω
από ένα πατριωτικό πλαίσιο αναφοράς. Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του
καθεστώτος επιχειρεί με γκεμπελίστικη μεθοδολογία να διαχωρίσει την πολιτική
δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ από τον πατριωτισμό τον οποίο εμμέσως πασχίζει η ίδια η
προπαγάνδα να ορίσει με το ιδεολόγημα «πάση θυσία στο ευρώ» και μέσω ενός
πέπλου άγνοιας που διαχωρίζει τους νοικοκυραίους από την οικονομική υπόσταση
του νοικοκυριού. Πατριωτισμός, δηλαδή, κατά την κυβερνητική προπαγάνδα και τα
ΜΜΕ της διαπλοκής, είναι η ευλαβική συμπεριφορά προς το ευρώ και ασφαλώς τους
νεοφιλελεύθερους θεσμούς που το ορίζουν ως οντότητα εντός της αγοράς, καθώς και
μια υπερβατικού (μυθικού) χαρακτήρα ασφάλεια των νοικοκυραίων, η οποία ωστόσο
θίγεται ρεαλιστικά από την οικονομική πολιτική του καθεστώτος διακυβέρνησης
στην Ελλάδα. Έτσι στο πλαίσιο αυτής της προπαγάνδας αναπτύσσεται ένας μύθος που
συντίθεται από σκόρπια στοιχεία τα οποία εμφανίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και
ολόκληρη την αριστερά, ως αντι-πατριωτική δύναμη. Ως παράγοντες δηλαδή έξω από
το πλαίσιο αναφοράς του εθνικού συμφέροντος. Κάπως έτσι το ερώτημα γιατί ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εμπνεύσει την κοινωνία, δέχεται μία και μοναδική απάντηση:
διότι είναι μη-πατριωτικός πολιτικός παράγοντας. Εστιάζει στον εργαζόμενο, σε
ελευθερίες και δικαιώματα, αποφεύγει να ανθρωπομορφίσει την εξωτερική πολιτική
με όρους εγωκεντρικού ελληνικού σύμπαντος, και δεν εξομοιώνει την ασφάλεια των
κρατούντων με την ασφάλεια του νοικοκυριού. Αναφέρεται στο νοικοκυριό και όχι
στον νοικοκύρη. Σχολιάζει δομές κυριότητας και κυριαρχίας και όχι δομές Κυρίων
και Κυρίαρχων. Προσπαθεί, τέλος, έστω και δειλά, να αφαιρέσει το πέπλο άγνοιας
που επί τόσα χρόνια ορίζει την πολιτική κοινότητα των Ελλήνων ως έθνος, ενώ με
αντιφατικό τρόπο επιχειρεί να διαχωρίσει την ιστορία από την συλλογική μνήμη
που δομεί ένα κοινό ερμηνευτικό μηχανισμό της πραγματικότητας για όλους τους
Έλληνες.
Όλα τούτα καθιστούν το «ποτήρι ΣΥΡΙΖΑ» μισοάδειο και ανίκανο
να κορέσει την δίψα του κάθε πατριώτη Έλληνα, ο οποίος έμαθε να νοιώθει ότι η
ισχύς της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους είναι προϊόν ενεργούς
και αδιατάρακτης συλλογικής μνήμης μιας μυθικής, ασφαλώς, αναπαράστασης του
παρελθόντος και όχι της ιστορικής εξέλιξης. Αν την πτώχευση και φτωχοποίηση
στην σημερινή Ελλάδα την μελετήσεις με ιστορικούς και πολιτικούς όρους, θα
αναγκαστείς να βγεις έξω από το πέπλο άγνοιας που σου παρέχει την αυθεντία και
το «κύρος» για να κρίνεις αν το ποτήρι είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Τότε
απλούστατα θα αντιληφθείς το δικό σου κίνητρο που ορίζει ως μισογεμάτο ή
μισοάδειο ένα ποτήρι. Θα ανακαλύψεις, με άλλα λόγια, ανυπόκριτα την πραγματική
διάσταση του εαυτού σου. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα πάψεις να
αναφέρεσαι και να επικοινωνείς με όρους «μισογεμάτων» ή «μισοάδειων» ποτηριών,
αλλά τουλάχιστον θα το κάνεις συνειδητά, γνωρίζοντας την μικροπολιτική αιτία που
σε οδηγεί να παράγεις πολιτικό ηθικισμό ή εθνικισμό, βαπτίζοντάς τον μάλιστα
μονοδιάστατα Πατριωτισμό. Πατριωτισμός ασφαλώς είναι, αλλά κάποιου
συγκεκριμένου είδους (εθνικιστικός, μοραλιστικός, οικονομιστικός) και όχι
κάποιου άλλου (αστικής, απομυθοποιητικής υπευθυνότητας).
Τον τελευταίο, φίλε αναγνώστη, θα αποκαλούσα ΑΣΤΙΚΗ
ΩΡΙΜΟΤΗΤΑ, που έχει ως βάση τον ιστορικό υλισμό δίχως την τελεολογία του (την
δικτατορία του προλεταριάτου) και όχι μυθοπλαστικού χαρακτήρα δοξασίες περί της
δήθεν ανεξάρτητης από την πολιτικοοικονομική εξέλιξη φύσης του ανθρώπου, φύσης
πολιτισμών, φύσης της κοινωνικής οργάνωσης, της επιστήμης και της τεχνολογίας,
ή των διεθνών σχέσεων. Αν αποτολμήσεις αυτήν την προσέγγιση, τότε το «γιατί ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να εμπνεύσει την κοινωνία» θα το απαντούσες με όρους «αστικής
ωριμότητας» στην Ελλάδα και θα το προσέγγιζες με δύο τρόπους: (1) επειδή ο
ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει το αστικό ποτήρι (τους θεσμούς που δομούν το
συνολικό αστικό φαινόμενο στην χώρα) ως μισοάδειο με τάση μάλιστα να λιγοστεύει
το νερό εξαιτίας της οικονομικής τρύπας που προκαλεί η στρατηγική της τρόικας
και (2) επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ανήμπορος ή ανίκανος, αν προτιμάτε, να
προσφέρει μια ολοκληρωμένη πατριωτική αφήγηση ως εθνική ειλικρίνεια, για την
ακρίβεια truthfulness
και όχι ασφαλώς μία καθολική αλήθεια για τον ελληνικό λαό στο πλαίσιο της
παρούσας καπιταλιστικής κρίσης.
Το τελευταίο είναι ιδεολογικά φορτισμένο και αν δεν
προσαρμοστεί στο εθνικό πλαίσιο το οποίο είναι ιστορικά διαμορφωμένο, είναι
αδύνατον να κάνει πολιτική μέσω της μεταρρύθμισης. Αυτό παραπέμπει αποκλειστικά
στην λαϊκή επανάσταση και μάλιστα με έναν απολύτως αφηρημένο τρόπο, ακόμη πιο
αφηρημένο από τον σοσιαλισμό, που εμφανίζεται ικανός να δομηθεί δίχως
συγκεκριμένα στάδια και στρατηγική μετάβασης από την σημερινή συγκεκριμένη
διάρθρωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Αντίθετα το πρώτο (truthfulness) δεν αντιλαμβάνεται την
ιστορία με την μορφή καθολικών ρήξεων στο πλαίσιο φιλοσοφικού χαρακτήρα
αληθειών, αλλά ως πορεία όπου οι μικρές ρήξεις αστικού χαρακτήρα δομούνται σε
ένα πλαίσιο μεταρρύθμισης των θεσμών, το οποίο έχει είτε κοινωνικά προοδευτικό,
είτε κοινωνικά αντιδραστικό χαρακτήρα. Οι ρήξεις που επιχειρεί η Συγκυβέρνηση
στην Ελλάδα είναι αναμφισβήτητα αντιδραστικού χαρακτήρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα
η αριστερά και η δημοκρατική κοινωνία - καθώς δεν πιστεύω ότι είναι μόνον
υπόθεση αυτού του φορέα, αλλά ολόκληρης της μη κομμουνιστικής, κομμουνιστικής
και ριζοσπαστικής αριστεράς, καθώς και όλων εκείνων των δυνάμεων που σέβονται
τις γνήσια σοσιαλδημοκρατικές αξίες και πρακτικές – θα πρέπει να εμφανίσουν ένα
ολοκληρωμένο πρόγραμμα διακυβέρνησης με μεταρρυθμίσεις που θα στηρίζονται στην
εθνική – αστική ειλικρίνεια. Μεταρρυθμίσεις που θα ικανοποιούν τις προϋποθέσεις
της αστικής ωριμότητας. Αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ένα πλαίσιο
στρατηγικά δομημένων ρήξεων με το σημερινό καθεστώς, ως μία γραμμική εξέλιξη
που δεν μπορεί να αγνοεί τις αντικειμενικότητες που ορίζουν την σημερινή
πολιτικοοικονομική δεινή θέση της χώρας.
Πέπλο άγνοιας στην δόμηση αυτής της στρατηγικής και στην
σχετική προπαγάνδα επ’ αυτής δεν έχει θέση και δεν θα πρέπει να δικαιολογείται
ενόψει οποιασδήποτε σκοπιμότητας. Οι αριστερού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις που
απαιτούνται για να αντιμετωπιστεί στρουκτουραλιστικά η σημερινή ελληνική κρίση
δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να βασιστούν σε υπερβατικού χαρακτήρα
ιδεολογικές αναφορές, σε παραμύθια και παραμυθία. Αν συμβεί αυτό, όπως σε
μεγάλο βαθμό συμβαίνει μέχρι τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα ο δημοκρατικός χώρος
δεν θα μπορέσουν να εμπνεύσουν την κοινωνία, αν και δεν αποκλείεται να
κερδίσουν εκλογές. Εάν ωστόσο δεν υπάρξει το πρώτο, το δεύτερο μόνον
ποζιτιβιστικού χαρακτήρα έννοια θα μπορούσε να έχει και καμία δυναμική για την
μεταβολή του πλαισίου ανάπτυξης της πολιτικής στην Ελλάδα.
Στο σημείο αυτό θα ήταν μάλλον υπερφίαλο αν τολμούσα να
αναφερθώ σε προγραμματικές θέσεις που θα αποτελούσαν ένα σύνολο γραμμικής
εξέλιξης η οποία θα όριζε το truthfulness με όρους αριστερής μεταρρύθμισης. Αυτό δεν είναι ζήτημα
μεμονωμένων ατόμων, αλλά συλλογικοτήτων οι οποίες ιδανικά θα μπορούσαν να
συγκροτήσουν αυτό που επανειλημμένως έχω ορίσει ως δημοκρατικό μέτωπο. Και
προφανώς ένα τέτοιο «μέτωπο» δεν θα μπορούσε να πολιτευτεί ποτέ στην βάση της
λογικής των μνημονίων και δίχως την ριζική αναθεώρηση της δανειακής σύμβασης
της Ελλάδας, μετά από μία εξίσου ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους. Και
όλα αυτά ως προϋπόθεση εφαρμογής οποιασδήποτε αριστερού τύπου μεταρρύθμισης.