Την επιστροφή παράνομων κρατικών ενισχύσεων, ύψους 310 εκατ. ευρώ στο ελληνικό κράτος, ζητεί με απόφασή του, την Πέμπτη, το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) από τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά (Ελληνικά Ναυπηγεία)...
Στη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε το ΔΕΚ, υπενθυμίζει ότι από το 1992 το ελληνικό κράτος χορήγησε στην Ελληνικά Ναυπηγεία (ΕΝ) διάφορες ενισχύσεις. Σημειώνει, δε, ότι κατ' εφαρμογή μιας οδηγίας σχετικής με τις ενισχύσεις για τις ναυπηγικές εργασίες, η Κομισιόν έχει εγκρίνει ενισχύσεις ύψους 343 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, η ανακοίνωση του ΔΕΚ υπενθυμίζει ότι με απόφασή του το 2006, η Επιτροπή υποχρέωνε την Ελλάδα να ανακτήσει από την EN, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, ενισχύσεις οι οποίες κρίθηκαν ασύμβατες προς την κοινή αγορά , ύψους 310 εκατ. ευρώ.
Η Ελλάδα όφειλε να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, εντός δύο μηνών, το προς ανάκτηση ποσό, λεπτομερή περιγραφή των ληφθέντων μέτρων, καθώς και έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τον αποδέκτη να επιστρέψει τις ενισχύσεις.
Τον Ιούνιο του 2012, το ΔΕΚ έκρινε ότι η Ελλάδα δεν εκτέλεσε τη συγκεκριμένη απόφαση της Επιτροπής.
Η ΕΝ άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, με απόφαση που εξέδωσε το 2012, απέρριψε το σύνολο των προβληθέντων λόγων και επιχειρημάτων.
Η ΕΝ προσέβαλε την απόφαση του 2006, υποστηρίζοντας ενώπιον του ΔΕΚ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη, καθόσον έκρινε μεν ότι από τα επίδικα μέτρα ενισχύθηκε η δραστηριότητα της παραγωγής μη στρατιωτικού υλικού, χωρίς ωστόσο να προβεί σε κατά περίπτωση εξέτασή τους προκειμένου να διαπιστώσει αν το κάθε μέτρο υπερέβαινε αυτό που ήταν αναγκαίο για την ομαλή άσκηση της στρατιωτικής δραστηριότητας του ναυπηγείου.
Κατά την ΕΝ, το ναυπηγείο είναι επιχείρηση μικτής φύσης και οι μη στρατιωτικές δραστηριότητες είναι αναγκαίες για τη βιωσιμότητα της δραστηριότητας παραγωγής στρατιωτικού υλικού, η οποία είναι η προεξάρχουσα δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, η πλήρης παύση της μη στρατιωτικής δραστηριότητας θα έθετε σε κίνδυνο τη συνέχιση της παραγωγής στρατιωτικού υλικού.
Με τη σημερινή απόφασή του, το ΔΕΚ υπενθυμίζει ότι η Συνθήκη επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα μέτρα που θεωρούν αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφάλειάς τους τα οποία συναρτώνται με την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού.
Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει πάντως να αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού σε σχέση με προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς. Πράγματι, στη Συνθήκη γίνεται αυστηρή διάκριση μεταξύ της παραγωγής ή της εμπορίας πολεμικού υλικού και κάθε άλλης οικονομικής δραστηριότητας, ακόμη και στην περίπτωση που η ίδια επιχείρηση ασκεί τόσο στρατιωτικές όσο και μη στρατιωτικές δραστηριότητες.
Ως εκ τούτου, το ΔΕΚ διαπιστώνει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία που προέβαλε η ΕΝ και ότι ορθώς επιβεβαίωσε ότι η ειδική διαδικασία που προβλέπεται στη Συνθήκη έχει εφαρμογή μόνον επί εκείνων των ενισχύσεων που αφορούν τη δραστηριότητα για στρατιωτικούς σκοπούς.
Εξάλλου, ο επιμερισμός των δραστηριοτήτων του ναυπηγείου σε στρατιωτικές και μη στρατιωτικές (αντιστοίχως 75% και 25%), στον οποίο είχε καταλήξει η Επιτροπή, έγινε δεκτός από τις ελληνικές αρχές και, εν πάση περιπτώσει, οι σχετικές εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά, δεν υπόκεινται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.
Τέλος, το ΔΕΚ τονίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο της διεξαχθείσας από την Επιτροπή διοικητικής διαδικασίας, η EN δεν είχε δικαιώματα άμυνας (όπως έχουν τα κράτη μέλη), αλλά αποκλειστικώς και μόνο το δικαίωμα να μετάσχει στη διαδικασία αυτή (όπερ και συνέβη εν προκειμένω).
Για όλους αυτούς τους λόγους, το ΔΕΚ απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης της ΕΝ και επιβεβαιώνει, ως εκ τούτου, ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν έγκυρη.
Στη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε το ΔΕΚ, υπενθυμίζει ότι από το 1992 το ελληνικό κράτος χορήγησε στην Ελληνικά Ναυπηγεία (ΕΝ) διάφορες ενισχύσεις. Σημειώνει, δε, ότι κατ' εφαρμογή μιας οδηγίας σχετικής με τις ενισχύσεις για τις ναυπηγικές εργασίες, η Κομισιόν έχει εγκρίνει ενισχύσεις ύψους 343 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, η ανακοίνωση του ΔΕΚ υπενθυμίζει ότι με απόφασή του το 2006, η Επιτροπή υποχρέωνε την Ελλάδα να ανακτήσει από την EN, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, ενισχύσεις οι οποίες κρίθηκαν ασύμβατες προς την κοινή αγορά , ύψους 310 εκατ. ευρώ.
Η Ελλάδα όφειλε να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, εντός δύο μηνών, το προς ανάκτηση ποσό, λεπτομερή περιγραφή των ληφθέντων μέτρων, καθώς και έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τον αποδέκτη να επιστρέψει τις ενισχύσεις.
Τον Ιούνιο του 2012, το ΔΕΚ έκρινε ότι η Ελλάδα δεν εκτέλεσε τη συγκεκριμένη απόφαση της Επιτροπής.
Η ΕΝ άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, με απόφαση που εξέδωσε το 2012, απέρριψε το σύνολο των προβληθέντων λόγων και επιχειρημάτων.
Η ΕΝ προσέβαλε την απόφαση του 2006, υποστηρίζοντας ενώπιον του ΔΕΚ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομική πλάνη, καθόσον έκρινε μεν ότι από τα επίδικα μέτρα ενισχύθηκε η δραστηριότητα της παραγωγής μη στρατιωτικού υλικού, χωρίς ωστόσο να προβεί σε κατά περίπτωση εξέτασή τους προκειμένου να διαπιστώσει αν το κάθε μέτρο υπερέβαινε αυτό που ήταν αναγκαίο για την ομαλή άσκηση της στρατιωτικής δραστηριότητας του ναυπηγείου.
Κατά την ΕΝ, το ναυπηγείο είναι επιχείρηση μικτής φύσης και οι μη στρατιωτικές δραστηριότητες είναι αναγκαίες για τη βιωσιμότητα της δραστηριότητας παραγωγής στρατιωτικού υλικού, η οποία είναι η προεξάρχουσα δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, η πλήρης παύση της μη στρατιωτικής δραστηριότητας θα έθετε σε κίνδυνο τη συνέχιση της παραγωγής στρατιωτικού υλικού.
Με τη σημερινή απόφασή του, το ΔΕΚ υπενθυμίζει ότι η Συνθήκη επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα μέτρα που θεωρούν αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφάλειάς τους τα οποία συναρτώνται με την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού.
Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει πάντως να αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού σε σχέση με προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς. Πράγματι, στη Συνθήκη γίνεται αυστηρή διάκριση μεταξύ της παραγωγής ή της εμπορίας πολεμικού υλικού και κάθε άλλης οικονομικής δραστηριότητας, ακόμη και στην περίπτωση που η ίδια επιχείρηση ασκεί τόσο στρατιωτικές όσο και μη στρατιωτικές δραστηριότητες.
Ως εκ τούτου, το ΔΕΚ διαπιστώνει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία που προέβαλε η ΕΝ και ότι ορθώς επιβεβαίωσε ότι η ειδική διαδικασία που προβλέπεται στη Συνθήκη έχει εφαρμογή μόνον επί εκείνων των ενισχύσεων που αφορούν τη δραστηριότητα για στρατιωτικούς σκοπούς.
Εξάλλου, ο επιμερισμός των δραστηριοτήτων του ναυπηγείου σε στρατιωτικές και μη στρατιωτικές (αντιστοίχως 75% και 25%), στον οποίο είχε καταλήξει η Επιτροπή, έγινε δεκτός από τις ελληνικές αρχές και, εν πάση περιπτώσει, οι σχετικές εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά, δεν υπόκεινται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.
Τέλος, το ΔΕΚ τονίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο της διεξαχθείσας από την Επιτροπή διοικητικής διαδικασίας, η EN δεν είχε δικαιώματα άμυνας (όπως έχουν τα κράτη μέλη), αλλά αποκλειστικώς και μόνο το δικαίωμα να μετάσχει στη διαδικασία αυτή (όπερ και συνέβη εν προκειμένω).
Για όλους αυτούς τους λόγους, το ΔΕΚ απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης της ΕΝ και επιβεβαιώνει, ως εκ τούτου, ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν έγκυρη.