Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
Η Ελλάδα έχει οξύ πολιτικό πρόβλημα.
Είναι εγκλωβισμένη στον ατομικό μηχανισμό της τρόικας, παράλυτη οικονομικά και
εξανδραποδιζόμενη κοινωνικά. Φαντάζομαι πως όλοι κατανοείτε ότι η
χώρα είναι παγιδευμένη σε ένα ασφυκτικό πιστωτικό κλοιό –πρόβλημα ρευστότητας - ο οποίος μπορεί να σπάσει - σύμφωνα με την
μέχρι τώρα διαβούλευση - με τρεις
τρόπους: (1) είτε με αλλαγή του θεσμικού
ρόλου της..........
ΕΚΤ και γενική πρωτοβουλία ρύθμισης του κοινού νομίσματος στη βάση
κοινών πιστώσεων από την χρηματαγορά, με κάμποσες παραλλαγές μεταξύ των
οποίων ο άμεσος δανεισμός από την ΕΚΤ με χαμηλό επιτόκιο και
η θέσπιση αμοιβαιοποίησης χρεών, (2) είτε με δυνατότητα μερικής επαναγοράς του
χρέους από την Ελλάδα με αντιπαροχή εκ μέρους της ένα διπλό νομισματικό, (3)
είτε με έξοδο από την ευρωζώνη, αναστολή
εξυπηρέτησης του χρέους και έναρξη διαπραγματεύσεων για ριζική αναδιάρθρωσή
του, σε συνδυασμό με ευρωπαϊκή βοήθεια
(αποζημίωση) για υιοθέτηση εθνικού νομίσματος.
Η λύση (1) είναι η ιδανικότερη με τα
σημερινά δεδομένα στην Ελλάδα και στην ΕΕ, όμως η αρνητικότερη για την
γερμανική ελίτ, καθώς θα προκαλούσε απορύθμιση στο μοντέλο ανάπτυξης της χώρας.
Η στρατηγική λιτότητας των Γερμανών προς τους υπόλοιπους ευρωπαίους, ενισχύει
την δική τους ρευστότητα, ανταγωνιστικότητα
και σταθερότητα στην οικονομική ανάπτυξη. Η γερμανική στρατηγική λιτότητας για την ΕΕ, ενισχύει
τους Γερμανούς δηλαδή οικονομικά, ενώ τους εξασθενεί πολιτικά στο πλαίσιο της
ΟΝΕ και γενικότερα της ΕΕ, εξαιτίας της αντίδρασης των υπολοίπων λαών. Η
λεγόμενη «αμοιβαιοποίηση των χρεών» θα
ζημίωνε συγκυριακά τον μηχανισμό παραγωγής πλεονάσματος στην Γερμανία, αλλά από
την άλλη, στο βαθμό που τα μέλη της ευρωζώνης θα μπορούσαν να λαμβάνουν από
κοινού δάνεια από την χρηματαγορά, σίγουρα με ευνοϊκότερους όρους ενώ παράλληλα
θα θεμελιωνόταν ένα κοινό πλαίσιο ασφάλειας των καταθέσεων, θα αναζωογονείτο το
τραπεζικό σύστημα και θα αντιμετωπίζονταν σταδιακά οι «φούσκες».
Άρα, μεταξύ αυτών των δύο παραλλαγών
του (1), τον ελληνικό λαό - και όχι τους τραπεζίτες - δεν συμφέρει η «αμοιβαιοποίηση», αλλά η αποσύνδεση των δημοσιονομικών
δαπανών από τις αγορές, με διαμεσολάβηση
της ΕΚΤ. Αυτή θα ήταν ριζική λύση, την οποία όμως αντιμάχονται σκληρά οι
τραπεζίτες και οι χρηματιστές μαζί με τους ανθρώπους τους στην κεντροδεξιά και
κεντροαριστερά. Αν μάλιστα το λογαριάσεις, τούτη η πρόταση εμπεριέχει μικρότερο
κόστος διόρθωσης/προσαρμογής για την Γερμανική οικονομία από ότι μια
ολοκληρωμένη μορφή αμοιβαιοποίησης, την οποία επιθυμούν ασφαλώς οι ΗΠΑ, μια και
μετά από ένα χρονικό διάστημα θα
αντιστραφεί η σχέση του συνολικού χρέους της Ευρωζώνης με εκείνο των ΗΠΑ και οι
μεγάλες βιομηχανικές χώρες της Ένωσης, κυρίως η Γερμανία, θα χάσουν το προνόμιο
να λαμβάνουν δάνεια από την χρηματαγορά
με ευνοϊκότερους όρους. Με μια κουβέντα, την ασφυκτιούσα Ελλάδα, όπως και όλους
τους λαούς της ΕΕ, μη-εξαιρουμένων και των Γερμανών εργαζομένων, συμφέρει η
επιλογή «άμεσου δανεισμού των κρατών από την ΕΚΤ» και όχι τα «ευρωομόλογα», που
πλέον, εκτός από ξεπερασμένη οικονομικά αφήγηση, θα κατέληγαν στο να επιβαρυνθούν
οι εργαζόμενοι την διάσωση των τραπεζών
- αμέσως με μείωση των
εισοδημάτων τους και εμμέσως με κάποιο ποσοστό πληθωρισμού.
Ως προς το (2), έχω αναφερθεί μάλλον
διεξοδικά μέχρι τώρα στα διαδικτυακά μου σημειώματα. Είμαι απολύτως αρνητικός.
Η προοπτική αυτή είναι απάτη. Εδώ πρόκειται για παραλλαγές της πρότασης περί
«συναινετικής αναδιάρθρωσης», γνωστής και ως «σχέδιο Μπρέιντλι» η οποία – αν
δεν με απατά η μνήμη μου - αποτελεί ήδη φθαρμένη παραφιλολογία από τις αρχές
του 1990. Η Wall Street Journal επενήλθε τις προάλλες στο ζήτημα, αναφέροντας
πως χώρες της Ευρωζώνης εξετάζουν μία
πρόταση η οποία προβλέπει τη μείωση του ελληνικού χρέους μέσω της επαναγοράς με
έκπτωση, ομολόγων που έχουν στα χέρια
τους ιδιώτες πιστωτές. Το εγχείρημα είναι απατηλό, καθώς θα απαιτηθούν νέα
δάνεια για την Ελλάδα, τα οποία ουδείς στην Ευρώπη διανοείται σήμερα - πέραν του μικρού τελικού
οφέλους για την Ελληνική πλευρά. Αυτοχρηματοδότηση μέσω του προγράμματος
αποκρατικοποιήσεων, είναι αδύνατο να επισυμβεί επίσης, διότι με τα γνωστά
οικονομικά στοιχεία δεν «βγαίνει», εκτός του ότι θα αποτελούσε την απόλυτη
πολιτική ανηθικότητα. Μικρό, παράλληλο «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων που
διαθέτει η ΕΚΤ, πάντα βρίσκεται στο τραπέζι, καθώς είναι η πλέον ανώδυνη
διαδικασία για τον επίσημο τομέα της ευρωζώνης, αλλά τούτο συνδέεται άμεσα με
την εισαγωγή ενός διπλού νομισματικού.
Τούτο οδηγεί στην υπόθεση πως η
πιστωτική κρίση προκλήθηκε για να οδηγήσει σε ρευστοποίηση του ενεργητικού του
δημοσίου, ενώ στη συνέχεια το πλεόνασμα θα διοχετεύεται για την εξυπηρέτηση των
νέων δανείων που ουσιαστικά θα κατευθυνθούν πλήρως στην ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών, οι οποίες παραδόξως – και αντιθέτως με τις αρχές δικαίου –
μεθοδεύτηκε να παραμείνουν υπό τον πλήρη έλεγχο των τραπεζιτών και να μην
περάσουν στον έλεγχο του δημοσίου, παρότι με τις «θυσίες» συνολικά του
ελληνικού λαού διασώζονται. Η εισαγωγή δηλαδή του «διπλού νομισματικού»
αποσκοπεί από τη μια στο να σταματήσουν οι εταίροι μας να μας δανείζουν, ενώ
από την άλλη να αναλάβει αποκλειστικά ο ελληνικός λαός, ως κοινό σώμα, να
καλύψει, με την πρόσθεση συγκαλυμμένης υποτίμησης στην εσωτερική υποτίμηση, την
«τρύπα» στον τραπεζικό τομέα, καθώς κατά το σενάριο αυτό οι τραπεζικές
καταθέσεις και η εξωτερική οικονομική
λειτουργία θα παραμείνουν σε ευρώ, ενώ οι μισθοί και η εσωτερική αγορά
θα κινούνται στην βάση ενός υποτιμημένου σε σχέση με το ευρώ, εσωτερικού μέσου
συναλλαγών («κουρεμένου ευρώ»). Αυτό θεωρητικά θα εναρμονίσει τις αξίες στην
Ελλάδα σε ένα κατώτερο επίπεδο διακύμανσης.
Σχηματικά θα έλεγα ότι το διπλό
νομισματικό σχεδιάζεται έτσι ώστε να συμπληρώσει την συγκεκριμένη αντιλαϊκή/αντεθνική στρατηγική της
αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους που ακολουθείται. Είναι το πιο φυσιολογικό
επακόλουθο αυτής της στρατηγικής. Θα διατηρήσει τυπικά την Χώρα στην ευρωζώνη,
ενώ παράλληλα θα διατηρήσει τους τραπεζίτες στη θέση τους, ως κεντρικούς φορείς
ανάπτυξης και αναδιανομής. Άρα, ως κρίσιμους και καθοριστικούς πολιτικούς παράγοντες,
οι οποίοι θα συνεχίσουν να ορίζουν την διάσταση της διαπλοκής, παράλληλα με την
μορφή του παραγωγικού μοντέλου, με επενδύσεις ιδιωτικού συμφέροντος, που στην
περίπτωση της ελληνικής παραγωγικής τελμάτωσης, αποδιοργάνωσης και στρέβλωσης,
είναι λογικό να αντιφάσκουν με το δημόσιο συμφέρον, το οποίο ορθολογικά
ορίζεται με όρους αναδιανομής από πάνω προς τα κάτω, ορθολογικοποίηση των
δημοσιονομικών και κυρίως ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής εξαγωγικής βιομηχανίας και
όχι βιομηχανίας εσωτερικής στόχευσης χαμηλής τεχνολογίας και υπηρεσιών.
Με μια κουβέντα η «αποκάλυψη» μετά
από δυόμιση χρόνια της απέλπιδος στρατηγικής της τρόικας, έρχεται να
νομιμοποιήσει διεθνώς και στο εσωτερικό την φριχτή ανάγκη ενός «διπλού
νομισματικού» Θα το εμφανίσουν ως μονόδρομο για την παραμονή μας στην ευρωζώνη
και ως προσωρινή διευθέτηση ασφαλώς, που θα τροφοδοτήσει την ανάπτυξη. Θα
δραχμοποιήσουν την εσωτερική αγορά της Ελλάδας δίχως να επανεισάγουν την
δραχμή, όπως έχω από την αρχή της κρίσης εξηγήσει. Αυτό θα θεμελιώσει την ευρωπροτεκτορατοποίηση
της χώρας και την απόλυτη αδυναμία της στην άσκηση εξωτερικής και σχετικά
αυτόνομης εσωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα θα βρίσκεται υπό διαρκή καραντίνα και
αυστηρή εποπτεία με την μορφή της «επιτροπείας», με ειδικές ζώνες εκμετάλλευσης
της εργατικής δύναμης και των πλουτοπαραγωγικών πηγών, εξαιρουμένη των προνοιών
του ελληνικού και ευρωπαϊκού δικαίου. Αυτή την προοπτική προωθεί η Συγκυβέρνηση
με πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά. Μιλάμε για κατάλυση της Ελληνικής Δημοκρατίας,
δίχως υπερβολή, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να επισφραγιστεί από μια τυπική
χούντα, με πρόσχημα ζητήματα ασφαλείας, φυσικά!
Ως προς την περίπτωση (3), την
επανεισαγωγή εθνικού νομίσματος, η θεωρία είναι η ίδια με εκείνη που οδηγεί
στην υιοθέτηση «διπλού νομισματικού», αν και η πολιτική αντίληψη αντίστροφη.
Γενικά θα λέγαμε ότι στην δεύτερη (διπλό νομισματικό) περίπτωση θα
ετεροκαθοριστεί από όργανο της ευρωζώνης η νομισματική πολιτική για την
εσωτερική αγορά, σε συνάφεια με την δημοσιονομική πολιτική που θα καθορίζεται
από τα μνημόνια. Αντίθετα στην περίπτωση
«εθνικού νομίσματος» καί τα δύο εργαλεία, Νομισματική Πολιτική (έλεγχος
κυκλοφορίας χρήματος, επιτόκιο κλπ) και
Δημοσιονομική Πολιτική (Φορολογικό σύστημα, Δαπάνες, Δανεισμός του
δημοσίου κλπ), θα βρίσκονται στα χέρια της κυβέρνησης και των αρμοδίων οργάνων
άσκησης οικονομικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, «διπλό νομισματικό» και «εθνικό
νόμισμα» έρχονται να απαντήσουν στην σημερινή ύφεση της οικονομίας, με
διαφορετικό πολιτικώς τρόπο, αν και στις δύο περιπτώσεις σκοπός είναι η
χρηματοδότηση των αναγκών του δημοσίου από την αύξηση της ποσότητας χρήματος
που κυκλοφορεί στην οικονομία. Αυτό καταλήγει στην χρηματοδότηση των όποιων
ελλειμμάτων και παράλληλα στην υπό προϋποθέσεις μείωση των επιτοκίων δανεισμού,
πράγμα που ευνοεί τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Με μια κρίσιμη διαφορά: με
το «διπλό νομισματικό» θα έχεις το χρέος που θα ανατροφοδοτεί το έλλειμμα, ενώ
με το εθνικό νόμισμα θα ξεφύγεις από αυτόν τον φαύλο κύκλο, ασφαλώς
αποκλειστικά στην περίπτωση που προβείς σε διαγραφή χρεών ή σε άλλες μορφές
απαλλαγής από την εξυπηρέτηση των δανείων, καθώς και σε εντελώς διαφορετικές
παραγωγικές και κοινωνικές πολιτικές από αυτές που ορίζονται από την ΟΝΕ.
Να γιατί κανείς δεν επιθυμεί την
πλήρη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη: θα ζημιωθούν πέραν των ιδιωτών
επενδυτών και του τραπεζικού συστήματος και τα κράτη-δανειστές μας, εκτός από
την πολιτική απορύθμισης που θα προκύψει στην ΕΕ. Έξοδος της Ελλάδας από την
ευρωζώνη σημαίνει διάλυσή της και σοβαρό κλονισμό της ΕΕ. Υπολογίζεται ότι
μόνον στην Γερμανία η υπόθεση αυτή θα κόστιζε ίσως περισσότερα από 80
δισεκατομμύρια ευρώ και τεράστιο πολιτικό πλήγμα στον σημερινό κεντροδεξιό
συνασπισμό, που κυβερνά και διαχειρίζεται πρωταρχικά την κρίση.
Εδώ θέλει προσοχή: με το «διπλό νομισματικό»,
σε αντίθεση με το «εθνικό νόμισμα» - υπό την προϋπόθεση απαλλαγής από το χρέος
- η Νομισματική πολιτική της χώρας μας θα συνεχίσει να ετεροκαθορίζεται από την
ευρωζώνη και η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων, τα οποία θα
επηρεάζονται/αναπαράγονται από το δημόσιο χρέος που έχει πλέον σε μεγάλο βαθμό
«επίσημη» μορφή, θα γίνεται αποκλειστικά με το Δημοσιονομικό εργαλείο, δηλαδή
μέσω φόρων, μείωσης ζωτικών δημόσιων δαπανών και εκποίησης της δημόσιας
περιουσίας, με διομολογήσεις ως προς την εκμετάλλευση από ξένες εταιρείες
πλουτοπαραγωγικών πηγών και στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Αν και η εισαγωγή εθνικού νομίσματος
εμπεριέχει τεράστιους πολιτικούς κυρίως κινδύνους, διαταράσσοντας την
γεωπολιτική και γεωοικονομική ισορροπία στην περιοχή μας, το «διπλό
νομισματικό» αποτελεί «πολιτική αυτοκτονία» της χώρας και υποθήκευση του
εθνικού συμφέροντος. Θα συμβάλει στην παραγωγική στρέβλωση και θα τοποθετήσει
την χώρα σε γεωπολιτική απομόνωση για αρκετά (κρίσιμα) χρόνια, καθιστώντας την
παράλυτη γεωστρατηγικά. Και όλα αυτά πέραν ασφαλώς της φτωχοποίησης και της
ταπείνωσης του ελληνικού λαού και της ηγεσίας του.
Συνεπώς το «διπλό νομισματικό» δεν
θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεμελιωθεί ως συνέχεια των μονόδρομων των
μνημονίων, όπως γενικότερα θα έλεγα ότι μονόδρομος δεν πρέπει να θεωρείται ούτε
η ΕΕ. Στη δεύτερη περίπτωσή όμως (έξοδος) θα έπρεπε να υπάρξει ως αντιστάθμισμα
μια καλά επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική. Δίχως επαναστατική διαδικασία, διεθνείς
συμμαχίες και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, δεν θα μπορούσε κανείς στα σοβαρά να
ορίσει την διαδικασία επιστροφής σε εθνικό νόμισμα. Άλλο πράγμα φυσικά είναι η
επιχειρηματολογία πάνω σε αυτό σε αντίκρουση των πιέσεων από την πλευρά της
ευρωελίτ και του χρηματοπιστωτικού λόμπι και διαφορετικό η εθνική απόφαση να
κινηθούμε δίχως καλά επεξεργασμένο σχέδιο προς τα εκεί. Συνηθίζω να λέω ότι η
Ελλάδα κακώς έως καταστροφικώς υιοθέτησε στο ευρώ, αλλά σήμερα δεν μπορεί η
χώρα να πάρει το καπελάκι της και να φύγει! Συμφωνώ ότι το ευρώ είναι ένας
μηχανισμός που διαμορφώνει ή παγιώνει τρομερές ανισότητες καί εθνικού χαρακτήρα
στην ήπειρο μας, οδηγώντας λαούς στο περιθώριο και στην εξαθλίωση, όπως
συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, μόνον που η επιπόλαια εγκατάλειψή του, μπορεί να
μας εκθέσει σε μεγαλύτερους κινδύνους:
να μας θέσει σε κενό διεθνοπολιτικού equilibrium
και η χώρα να καταστεί εστία ευρύτερης γεωπολιτικής απορύθμισης, με δύσκολα
διαχειρίσιμες επιπτώσεις, εξαιτίας της δομής της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση
πάντα με την πολιτική της συγκρότηση, την δομή και αναφορά των ενόπλων δυνάμεών
της κλπ.
Αυτά οφείλουμε με ειλικρίνεια και
δίχως ίχνος υποκρισίας ή υπερβατικής αφήγησης να τα διατυπώνουμε στο πλαίσιο
του δημόσιου διαλόγου. Οφείλουμε να αρνηθούμε την λογική των «μονόδρομων», που
ασφαλώς παράγονται μέσα από αυταρχικές αφηγήσεις. Τίποτα δεν είναι μονόδρομος:
ούτε η διακυβερνητική δομή της ΕΕ, ούτε η ΟΝΕ, ούτε το ευρώ. Σε καμία περίπτωση
δεν πρέπει να θεωρηθεί μονόδρομος το διπλό νομισματικό σύστημα. Αναγκαία
συνθήκη καταλήγει να είναι το εθνικό νόμισμα μόνον στον βαθμό που τα υπόλοιπα
που αναφέρω και οι σχέσεις ηγεμονίας που περικλείουν, θεωρούνται και
προπαγανδίζονται ως μονόδρομος.
Η λύση στο αδιέξοδο της Ελλάδας θα
μπορούσε να είναι ευρωπαϊκή, μόνον στον βαθμό που αυτή οριζόταν στο πλαίσιο του
συμφέροντος των ευρωπαίων εργαζομένων συνολικά και όχι των χρηματαγορών. Δηλαδή
η λύση στο πιστωτικό και κοινωνικό πλέον δράμα της Ελλάδας περνά μέσα από την ριζική
αναθεώρηση του ρόλου της ΕΚΤ, με την αποσύνδεση των δημοσιονομικών δαπανών από
τις αγορές χρήματος. Μόνον με άμεσο δανεισμό των κρατών από την Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα σοβαρά με όρους ανάπτυξης και
σχετικής ισότητας της Ελλάδας στην παρούσα φάση, εφόσον προηγουμένως διαγραφούν
όλα τα χρέη που οφείλονται στην διεθνή κρίση του τραπεζικού τομέα και ρυθμιστεί
στο πλαίσιο μίας εντελώς διαφορετικής συμφωνίας με την ευρωζώνη, το μέρος του
δημόσιου χρέους της χώρας που έχει αποκτήσει «επίσημο» χαρακτήρα καί μέσω της
ελεεινής αναδιάρθρωσης που αποδέχτηκε η τυχοδιωκτική
πολιτικομεγαλοεπιχειρηματική τάξη της χώρας μας.
Σε άλλη περίπτωση η επιλογή θα είναι
είτε εξευτελιστική υποδούλωση και δραματική φτωχοποίηση του ελληνικού λαού,
είτε εξέγερση, δίχως δυστυχώς κανένα σημάδι ολοκληρωμένης επαναστατικής
διαδικασίας. Αυτοί που οδηγούν βήμα-βήμα προς αυτόν το νέο μονόδρομο, τόσο σε
ο, τι αφορά στην γερμανική ελίτ και στο χρηματοπιστωτικό λόμπυ, όσο και στους
εσωτερικούς παράγοντες που συνδέουν άρρηκτα την πολιτική και οικονομική τους
ισχύ, αλλά και την παρασιτική τους επιβίωση με αυτό το ψευδοδίλημμα, το οποίο
θα καταλήξει σύμφωνα με την θεωρία των πιθανοτήτων στην διάλυση του κοινωνικού
ιστού και σε δραματική υποχώρηση του εθνικού συμφέροντος στην περιοχή μας, θα
πρέπει να περιθωριοποιηθούν πολιτικά σήμερα. Και αυτό είναι ζήτημα κυρίως της
ανοιχτόμυαλης αριστεράς, αλλά και δεξιών, κεντρώων και αριστερών που
αντιλαμβάνονται ότι ο εγκλωβισμός σε αυτό το δίλημμα θα καταστρέψει για πολλά χρόνια,
εκτός από την κοινωνία και την δημοκρατία στον τόπο. Για να μην παρεξηγηθούμε,
το καταστροφικό δίλημμα δεν είναι αν θα προχωρήσουμε ή δεν θα προχωρήσουμε
συντεταγμένα σε στρατηγικές υιοθέτησης εθνικού νομίσματος, ούτε σε στρατηγικές
άσκησης πίεσης για μια φιλολαϊκή ευρωπαϊκή πολιτική που θα απαντούσε στην
πιστωτική κρίση της Ελλάδας. Το ζημιογόνο είναι να εγκλωβίζουμε διαρκώς την
κοινωνία στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», από την στιγμή που ξέρουμε ότι στην πρώτη
περίπτωση υπονοούνται σαφώς αντιλαϊκές και αντεθνικές πολιτικές, ενώ στην
δεύτερη απαιτούνται προϋποθέσεις που ούτε υφίστανται, ούτε καλλιεργούνται στο
επίπεδο του κινήματος και διεθνώς. Επί μέρους λύσεις ευρωπαϊκές και
δημοκρατικές υπάρχουν πολλές στο πνεύμα που ανέφερα. Επ’ αυτού μπορεί να διαμορφωθεί
μία τεράστια λαϊκή – ευρωπαϊκή συμμαχία το επόμενο διάστημα, όπως και μια
ευρεία εσωτερική συμμαχία με την μορφή ενός δημοκρατικού μετώπου.