Γράφει ο Βασίλης Δ. Χασιώτης
Μιλά ο αιδεσιμότατος Thomas Malthus
: «Ένας άνθρωπος που γεννιέται σ’ ένα κόσμο που ήδη κατέχεται από τους
άλλους, αν δεν μπορεί να πάρει τίποτα από τους γονείς, που δικαιωματικά
πρέπει να τους ζητήσει, κι αν η κοινωνία δεν έχει ανάγκη από την εργασία
του, τότε δεν έχει κανένα δικαίωμα να ζητήσει έστω και την ελάχιστη
τροφή, και στην πραγματικότητα σαν άτομο, περισσεύει. Στο μεγάλο τραπέζι
της φύσης δεν υπάρχει κάποιο πιάτο γι’ αυτόν. Η φύση τον προστάζει να
φύγει από τη μέση, και θέτει ήδη σε κίνηση τους μηχανισμούς που μπορούν
να επιβάλουν τη θέλησή της, αν δεν.....
προστρέξει στην ελεημοσύνη ορισμένων
από τους καλεσμένους. Οι καλεσμένοι στριμώχνονται για να του κάνουν θέση
και την ίδια στιγμή και άλλοι περιττοί εμφανίζονται και απαιτούν την
ίδια παραχώρηση για λογαριασμό τους. Ξαφνικά κυκλοφορεί η φήμη ότι
υπάρχουν τροφές για όλους όσους το επιθυμούν. Έτσι η τάξη και η αρμονία
που επικρατούσε προηγουμένως στο τραπέζι διαταράσσεται, η αφθονία που
απολάμβαναν οι καλεσμένοι καταντά συζητήσιμη. Η ευτυχία των καλεσμένων
καταστρέφεται από το θέαμα της αθλιότητας και τις ενοχλήσεις που
προέρχονται από κάθε άκρη της αίθουσας. Οι υπεύθυνοι για το σερβίρισμα
των καλεσμένων αγανακτούν, γιατί με όλη αυτή την κατάσταση που
προκλήθηκε δεν είναι πλέον σε θέση να μετρήσουν τις αναλογίες, όπως
ήξεραν να κάνουν στο παρελθόν. Οι λίγοι καλεσμένοι που δέχθηκαν πρώτοι
τον περιττό ανάμεσά τους καταλαβαίνουν πολύ αργά το σφάλμα τους να
παραβιάσουν τις αυστηρές διαταγές της μεγάλης κυρίας του τραπεζιού.»
Michel Beaud : Η Ιστορία του Καπιταλισμού – από το 1500 ως σήμερα, εκδ. Μαλλιάρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 1987
Αν
τα οικονομικά τουλάχιστον στις θεμελιώδεις τους αρχές δεν άλλαξαν από
την εποχή που εγώ τα σπούδαζα, κοντά σαράντα χρόνια πριν, τότε λοιπόν,
όταν διδασκόμασταν το πώς προσδιορίζονται οι αμοιβές των συντελεστών
παραγωγής, τα εγχειρίδιά μας, εκθείαζαν το σύστημα των τιμών στην
ελεύθερη αγορά, που καλύτερα παντός άλλου, π.χ. του κρατικού
παρεμβατισμού ή της μαρξιστικής προσέγγισης, έλυναν κατά τον πιο ορθό
οικονομικά και πιο δίκαιο κοινωνικά τρόπο το πρόβλημα αυτό.
Και φυσικά, ο συντελεστής «εργασία», με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζονταν ως προς τον καθορισμό της τιμής του.
Οι
παντοδύναμες καμπύλες ζήτησης και προσφοράς (σχηματική απεικόνιση
αντίστοιχων «δυνάμεων») καθόριζαν στο σημείο τομής τους την «τιμή
ισορροπίας», εκεί δηλαδή που προσδιορίζονταν η μέγιστη δυνατή τιμή και η
μέγιστη δυνατή ποσότητα εργασίας, με δεδομένες τις κλίσεις των καμπυλών
αυτών. Και τι λέγαμε; Πάνω απ’ το σημείο αυτό, είχαμε πλεόνασμα
«εργασίας», κάτω δε απ’ το σημείο αυτό είχα έλλειμμα εργασίας, που και
στις δυό περιπτώσεις, οι νόμοι της αγοράς ωθούσαν την αμοιβή και τη
ποσότητα, στο αγοραία «σωστό» μέγεθος.
Μάλιστα,
ήταν, τότε, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, να υπενθυμίζεται και το γιατί, ο
μηχανισμός αυτός των τιμών, εν τέλει κατέρριπτε και την περί «εφεδρικού
στρατού» θεωρία του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία, τούτος ο εφεδρικός
στρατός θα ωθούσε την αμοιβή της εργασίας προς εξαιρετικά χαμηλά
επίπεδα, κοντά στα όρια συντήρησης του μισθωτού. Δηλαδή, να αμείβεται με
όσο χρειάζεται για να στέκεται στα πόδια του και να μην λιποθυμά στη
δουλειά του. Και επιπλέον, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να
υποστηρίζεται η υπεροχή της «ελεύθερης αγοράς» έναντι του «υπαρκτού
σοσιαλισμού» (δηλαδή του κομμουνισμού της εποχής εκείνης), κάτι που
υπονοούσε, πως όσο κι αν το σημείο ισορροπίας έπεφτε προς τα κάτω, πάντα
θα ήταν πολύ υψηλότερα από το επίπεδο του ορίου συντηρήσεως, ένα
επίπεδο στο οποίο περίπου κατατάσσαμε –και όχι άδικα- τις κομμουνιστικές
χώρες της εποχής, συγκρινόμενες με τα αντίστοιχα επίπεδα των Δυτικών
αναπτυγμένων οικονομιών. Αυτή η διακήρυξη ήταν urbi et orbi.
Είχε αποδέκτες και φτωχές χώρες, ΠΟΥ ΤΟΤΕ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, μεγάλα
τμήματα των πληθυσμών τους διαβιούσαν στο όριο της συντήρησης, που τότε
ήταν πεδίο ανταγωνισμού της Δύσης (της ελεύθερης αγοράς και της
δημοκρατίας : αυτά τα δύο πήγαιναν χέρι-χέρι) και της (κομμουνιστικής)
Ανατολής, στις οποίες ο κάθε παγκόσμιος ιδεολογικο-πολιτικο- στρατιωτικός
συνασπισμός της εποχής, προσπαθούσε να διαφημίζει τα στοιχεία της
υπεροχής του, Αλλά, μιας και ο κομμουνιστικός κίνδυνος επί του παρόντος
εξέλιπε, (η Κίνα, πάλι επί του παρόντος, νομίζουμε ότι παίζει το παιχνίδι της «ελεύθερης αγοράς», και βεβαίως, ουδόλως τη θεωρούμε τόσο ικανή ώστε να μας κάνει να νομίζουμε ότι δήθεν
παίζει το παιχνίδι μας), τίποτα πια δεν εμποδίζει τον
νεοφιλελευθερισμό, χωρίς προσχήματα, να σύρει το νέο σημείο ισορροπίας,
ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟ ΗΘΕΛΕ Ο ΜΑΛΘΟΥΣ, ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗΣ
ΦΤΩΧΟΠΟΙΗΣΗΣ. Κι αν η ίδια η ελεύθερη αγορά, στην κλασική αντίληψη που
έχουμε γι΄ αυτή, δηλαδή του γνήσιου ανταγωνισμού, πράγματι ΔΕΝ
θα δικαιολογούσε μια τέτοια κίνηση, τότε, εν ανάγκη, η Νεοφιλελεύθερη
Τάξη Πραγμάτων, δεν έχει κανένα πρόβλημα ν’ αλλάξει κι αυτή τη φύση της
αγοράς, δίνοντας νέα διάσταση στο ζήτημα του τι θεωρείται «ελεύθερη
αγορά», επαναπροσδιορίζοντας και τις δύο έννοιες στη παραπάνω πρόταση :
και την έννοια «ελεύθερη» και την έννοια «αγορά».
Κι
επίσης, αντιστράφηκε και το «κήρυγμα» της «υπεροχής» του δυτικού
(νεοφιλελεύθερου πλέον) συστήματος. Αφού πια κανείς -επι του παρόντος-
δεν το ανταγωνίζεται διεθνώς, τα κράτη με τα μικρά μεροκάματα (που τώρα
πια βαφτίζονται «ανταγωνιστικά»), δεν αποτελούν κάτι το κακό, μα
αντίθετα, αποτελούν μια οικονομικώς «συμφέρουσα πραγματικότητα», και
άρα, τα μεν κράτη με τα «εξορθολογισμένα μεροκάματα» και τις ομοίως
«εξορθολογισμένες εργασιακές ρυθμίσεις», πρέπει να διαφυλάξουν αυτό το
«ανταγωνιστικό» τους «πλεονέκτημα», τα δε κράτη με τους «πλουσιοπάροχα
αμειβόμενους» εργαζόμενους, να αρχίσουν να συνειδητοποιούν ότι κι αυτά
προς τη κατεύθυνση των οικονομιών – «εργασιακών παραδείσων» πρέπει να
«προσαρμοστούν».
Η ΝΕΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ξαναγράφεται και «διορθώνεται» εκ βάθρων!
Οι
κλώνοι του Μεσαίωνα, έχουν τη τιμητική τους. Είναι η ώρα τους. Λίγο
μάλιστα απέχουν από το να «αναστήσουν» και ενός είδους νέα Ιερά Εξέταση,
η οποία θα στέλνει στη πυρά, όπως και τότε, καθένα που έχει μολυνθεί
από τον νέο Αντίχριστο, που θα είναι κάθε ένας που δεν θα ομνύει στη Νέα
Τάξη Πραγμάτων.
Βέβαια,
για να επανέλθω στο θέμα μας, ενώ αυτά μας δίδασκε ο καθηγητής μας στο
μάθημα της πολιτικής οικονομίας, την επόμενη ώρα, στο διπλανό
αμφιθέατρο, ένας άλλος καθηγητής, μας δίδασκε το μάθημα της ιστορίας των
οικονομικών θεωριών, όπου εκεί συναντούσαμε και τον Τόμας Μάλθους, που
με βάση τον «σιδερένιο νόμο του εργατικού μισθού» που είχε διατυπώσει,
πρέσβευε ότι οι μισθοί θάπρεπε ούτως ή άλλως, να βρίσκονται στο επίπεδο του ορίου συντήρησης του μισθωτού.
Ο
Μαρξ, απλά, πίστευε ότι τα πράγματα θα πήγαιναν εκεί, επειδή η ίδια η
λογική του κεφαλαιοκρατικού συστήματος θα τα ωθούσε προς τα εκεί, κάτι
για το οποίο, ΠΟΤΕ δεν διαψεύστηκε ιδίως στο χώρο των αναπτυσσόμενων
χωρών, ενώ στο χώρο των οικονομικά αναπτυγμένων κρατών, μετά μια περίοδο
που φάνηκε να αμφισβητείται η εκτίμησή του αυτή, ιδού που πάλι ΕΠΙ ΤΩΝ
ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ αναβιώνει, κι αυτό κάτι λέει.
Ο
Μάλθους, απ’ την άλλη, απλά, ήθελε να καθοριστεί η εργατική αμοιβή
εκεί, διότι τούτο επέβαλε η εμμονή του υπέρ των «αρετών» -όπως αυτός τις
εννοούσε- που θα είχε μια φτωχοποιημένη κοινωνία.
Σήμερα λοιπόν, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, έρχεται να επαληθεύσει τόσο τη μαλθουσιανή όσο και τη μαρξιστική προφητεία της εξαθλίωσης της μισθωτής εργασίας.
Πράγματι,
η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, και σε πρακτικό επίπεδο, εδώ στη χώρα μας, η
μνημονιακή της πολιτική, δημιουργεί όχι απλά έναν όποιο – όποιο
«εφεδρικό στρατό», μα μια πανίσχυρη στρατιά εφεδρικού στρατού, που λίγο απέχει από το να υπερβεί σε μέγεθος τον «μάχιμο στρατό».
Κι
ενώ ο μηχανισμός των τιμών, δηλαδή οι περίφημοι «νόμοι της αγοράς», στο
επιστημονικό τους περίβλημα, δηλαδή στην επιστημονική θεωρία,
«απαγόρευαν» δια ροπάλου ΩΣ ΚΑΤΙ ΤΟ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΤΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ,
οι αμοιβές της εργασίας να κατέλθουν στο επίπεδο του ορίου συντήρησης,
(που στο ελληνικό Μνημόνιο προβλέπεται με τη βουλγαροποίηση των μισθών),
και φυσικά, με την ίδια λογική των νόμων της αγοράς κατέρριπταν και την
θεωρία του «σιδερένιου νόμου» του Μάλθους, ιδού λοιπόν, που αιώνες μετά
τον Μάλθους και τον Μαρξ, ο νεοφιλελευθερισμός, που θέλει να
παρουσιάζεται ως ό,τι το πιο «φρέσκο», έχει να παρουσιάσει η οικονομική
διανόηση του 21ου αιώνα, έρχεται να συναντήσει τιε
ηθικολογικές ιερατικές εμμονές του Μάλθους και να πιστοποιήσει την
ευστοχία των προβλέψεων του Μαρξ, που και οι δυό τους είχαν για κάμποσο
καιρό θεωρηθεί ότι πλέον, ό,τι καλό ή κακό είχαν να μας πουν το είπαν,
κι ότι εν τω μεταξύ, η σκέψη μας προχώρησε προς τα εμπρός,
ανακαλύπτοντας και επιτυγχάνοντας νέα πράγματα, που θα πήγαιναν την
ανθρωπότητα σε ανώτερα επίπεδα ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ διαβίωσης.
Αλλά, βιαστήκαμε να θεωρήσουμε ότι είχαμε απαλλαγεί απ’ τον Μεσαίωνα.
Τούτη
η βιασύνη μας, ήταν καλό για τα φαντάσματα του Μεσαίωνα, που
ξαναπαίρνουν το πάνω χέρι, και φυσικά ήταν κακό για όσους δεν έχουν
καμία διάθεση να συζούν με αναστημένα φαντάσματα, όπως αυτό του Μάλθους.