Γράφει ο Παναγιώτης Μάνδαλος
Η μεταλλευτική και εξορυκτική
δραστηριότητα είναι από τις αρχαιότερες εργασίες του ανθρώπου αφού είναι
άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέλιξη του ανθρώπου και του πολιτισμού του. Οι
φυλές εξελίχθησαν και η επανάσταση των κατασκευών πέρασε από την λίθινη εποχή
στην χάλκινη και μετά στην εποχή του σιδήρου. Σήμερα στην υπερκαταναλωτική και φυσικά
σύγχρονη εποχή που σπαταλάει με ευκολία τις πρώτες ύλες, αφού μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισε η
ανακύκλωση των χρησιμοποιημένων υλικών. Η ανάγκη εξεύρεσης πρώτων υλών μεγάλη
και φυσικά, οι χώρες που τα παράγουν έχουν.......
σημαντική θέση στην αγορά. Βέβαια σε
πολλές περιπτώσεις στις τριτοκοσμικές χώρες που είναι πλούσιες σε τέτοια
κοιτάσματα η εκμετάλλευση και η παραγωγή τέτοιων υλικών γίνεται σε πραγματικά πρωτόγονες
και απάνθρωπες συνθήκες, όπου άνθρωποι έχουν την ίδια τύχη και μεταχείριση με
τα ζώα.
Η εξορυκτική δραστηριότητα, από την
λατομική και πλέον ακίνδυνη εξορυκτική δραστηριότητα έως και την μεταλλευτική, έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον. Στην λατομική εκμετάλλευση η όχληση είναι
κυρίως αισθητικοοπτικής και ακουστικής μορφής (βλέπε, την αποκρουστική μορφή
ενός λατομείου μέσα σε ένα καταπράσινο βουνό που στην κυριολεξία τρώγεται από
τις μπουλντόζες και τα μηχανήματα που αναπαράγουν θορύβους), έως την βαριά μεταλλευτική
βιομηχανία της εξόρυξης ορυγμάτων όπως χρυσού, αργυρού, κασσίτερου, χαλκού, άνθρακα
και άλλων ορυκτών.
Στο πρώτο μέρος θα ασχοληθούμε με τις
επιπτώσεις στο περιβάλλον αυτών των δραστηριοτήτων για να τελειώσουμε με τα
μέτρα που μπορούν να παρθούν για να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις γιατί δεν
μπορούμε ποτέ να πούμε ότι μπορούμε να τις εκμηδενίσουμε.
Ο ποταμός Ρίο Τίντο «κόκκινος ποταμός»
στην Ισπανία με κόκκινο νερό που περιέχει σίδηρο και τοξικές ενώσεις που
έρχονται από μεταλλείο που χρονολογείται από το 3000 πχ.
Τεχνητή λίμνη που δημιουργήθηκε μετά από
επιφανειακή εξόρυξη μεταλλευμάτων στην Κοκινοπεζούλα όπως είναι σήμερα.
Η γη είναι εναρμονισμένη με τις συνθήκες της απόλυτης ισορροπίας
με το οικοσύστημα που ζούμε και αυτό επιτρέπει την ζωή πάνω σε αυτήν. Η διατάραξη
αυτής της ισορροπίας φέρνει αποτελέσματα που μόνο θετικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν
στο οικοσύστημα.
Έτσι ο άνθρακας αποθηκευμένος στα έγκατα
της γης δεν επηρεάζει την ισορροπία του οικοσυστήματος και φυσικά σε άλλες
συνθήκες και σε συνάρτηση με πετρώματα μπορεί να αποτελέσει και φίλτρο για τον
υδροφόρο ορίζοντα. Άλλα μεταλλεύματα είναι σε ενώσεις και δεν επηρεάζουν την
φυσική επίγεια δομή. Τι γίνεται όμως αν αυτά έρθουν στην επιφάνεια. Η απάντηση;
Το χάος. Ο άνθρακας, αφήνει κρανίου τόπο πίσω του, αν δεν προβλεφθούν αυστηρά
μέτρα ως προς τον τρόπο και την λειτουργία εξόρυξης, όπως ακόμα χειρότερα η
εξόρυξη Κασσίτερου, χαλκού, χρυσού και άλλων ορυκτών. Και μάλιστα ,πολλές φορές,
ποιο επικίνδυνα είναι τα εξορύγματα που είναι σε ενώσεις με αυτά τα στοιχεία.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Στα μεταλλεία
Χαλκιδικής περισσότερο κακό έκαναν τα εξορύγματα χαλκού που κουβαλούσαν τα
φορτηγά και έπεφταν στο δάσος. Τα εξορύγματα αυτά, από πετρώματα που περιείχαν
χαλκό, με την βροχή και τον χρόνο οξειδώθηκαν με αποτέλεσμα να αφήνουν πίσω
τους οξείδια χαλκού που είναι από τα ποιο τοξικά στοιχεία της φύσης, αφήνοντας
βέβαια την τοξικότητα τους στο περιβάλλον. Η ρύπανση, με τις απορροές των
βρόχινων νερών μπορεί να επεκταθεί και σε ποιο μακρινές αποστάσεις με συνέπεια την
νέκρωση κάθε μορφής ζωής. Το ίδιο μπορεί να γίνει και με τις ενώσεις μολύβδου,
ψευδάργυρου και άλλων μεταλλευμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και θειικές
ενώσεις (άφθονές σε υπόγεια πετρώματα αλλά και σε επιφανειακά) που είναι σε
συνάρτηση με τα εκμεταλλεύσιμα στοιχεία, μπορεί να αποβούν μοιραίες για το
περιβάλλον με την διασπορά τους και την επαφή τους με το νερό.
Στις επιφανειακές εξορύξεις η οπτική
πλευρά της ρύπανσης είναι η πλέον ορατή. Όταν όμως, η επιφανειακή εξόρυξη
φτάσει σε μεγάλα βάθη εκτός από την οπτικοακουστική ρύπανση, (σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία οι
εργαζόμενοι σε λατομεία και μεταλλεία έχουν μεγαλύτερα ποσοστά με ακουστικές
διαταραχές) υπάρχουν και οι συνθήκες ρύπανσης των διαφόρων εξορυγμάτων. Έτσι αν
ανασυρθούνε κατά την εκσκαφή και θειικά ή χαλκοφόρα ή άλλα εξορύγματα αυτά θα
έχουν επιπτώσεις στην περιοχή. Ας σκεφτούμε μετά έναν λάκκο , με βάθος 100-150
μέτρα που θα γίνει λίμνη και την επίπτωση στο νερό της λίμνης αν υπάρχουν θειικά,
ή χαλκοφόρα, ή μολυβδούχα πετρώματα. Στην πρώτη τα θειικά θα μετατραπούν στην
επαφή με το νερό σε θειικό οξύ με όξυνση των νερών ενώ στις άλλες περιπτώσεις
τα οξείδια του χαλκού και του μολύβδου θα περιέχουν τοξικές ενώσεις με όλες τις
επιπτώσεις στο νερό της τεχνητής λίμνης.
Σε περίπτωση δε, που ο πυθμένας και τα τοιχώματα της λίμνης είναι ανθρακούχες ή
άλλες μη υδατοστεγείς ενώσεις τότε οι επιπτώσεις με την πάροδο του χρόνου θα
είναι ορατές και στον υδροφόρο υπόγειο ορίζοντα της περιοχής. Επίσης η αποθήκευση
μέχρι την επεξεργασία των εξορυγμάτων μπορεί να είναι ρυπογόνος για το
περιβάλλον αν δεν προβλεφθούν κατάλληλες περιβαλλοντολογικές συνθήκες. Η
απορροή της βροχής, αν εναποτεθούν τα εξορύγματα ελεύθερα, μπορεί να έχει
επιπτώσεις στο περιβάλλον, εφόσον με τα εξορύγματα υπάρχουν τοξικές ενώσεις.
Βέβαια ο παράγοντας της μεταποιητικής
μεταλλευτικής βιομηχανίας, δηλ. ο τρόπος που παίρνουμε τα χρήσιμα και
εκμεταλλεύσιμα μεταλλεύματα είναι και
αυτός ένας παράγοντας υψηλής ρυπαντικής σημασίας. Τα παράγωγα που χρησιμοποιούνται
για τον διαχωρισμό των μεταλλευμάτων, πχ. Κυάνιο για τον χρυσό, κλπ. είναι
υψηλής επικινδυνότητας και για τους
εργαζόμενους αλλά και για το περιβάλλον. Επίσης η ακουστική όχληση στους
εργαζόμενους είναι μεγάλη αφού και όπως αναφέραμε στην κατηγορία των
εργαζομένων αυτών παρατηρούνται συχνά προβλήματα ακοής. Επίσης η εισπνοή
μικροσωματιδίων είναι επιβλαβής στον οργανισμό αφού παρατηρούνται μεγαλύτερα
ποσοστά άσθματος και πνευμονολογικών παθήσεων στα άτομα που εργάζονται σε αυτές
τις εργασίες. Τα απόβλητα των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων και εννοούμε σαν
απόβλητα τα κατεργασμένα μη εκμεταλλεύσιμα εξορύγματα, αποτελούν έναν μεγάλο
κίνδυνο για το περιβάλλον και την δημόσια υγεία. Εκτός των διαφόρων χημικών
στοιχείων που είναι στην διαδικασία της επεξεργασία,ς στα απόβλητα
συγκαταλέγονται και τα διάφορα εξορύγματα που ενώ στα βάθη της γης είναι αδρανή
στην επιφάνεια μπορεί να είναι υψηλού κινδύνου και ρυπογόνοι παράγοντες για το
οικοσύστημα και την ίδια την ζωή. Αν εναποτεθούν, ανεξέλεγκτα ή αφεθούν μετά από
καιρό στην τύχη τους, μπορεί να αποτελέσουν μια βραδυφλεγή βόμβα που θα
ρυπαίνει για μεγάλα χρονικά διαστήματα την περιοχή.
Σε αυτές τις διαδικασίες απαιτείται η
μέγιστη προσοχή και η λήψη μέτρων που θα αποτρέψουν τις παρενέργειες για το
οικοσύστημα και την υγεία των πολιτών. Για τις συνθήκες που πρέπει α υπάρχουν
και να ελαχιστοποιηθούν τα όρια επικινδυνότητας θα αναφερθούμε στο δεύτερο
τμήμα του άρθρου., και λέμε να ελαχιστοποιηθούν γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε
για εκμηδενισμό της επικινδυνότητας μιας τα στοιχεία της φύσης είναι απρόβλεπτα
και οι συνθήκες μεταβαλλόμενες συνεχώς.
Βέβαια η αδιαφορία της πολιτείας στις χιλιάδες εκκλήσεις της τοπικής κοινωνίας
για την αποκατάσταση του ρυπογόνου και εγκαταλειμμένου εδώ και 35 χρόνια
ορυχείου της Κίρκης έχουν πέσει στο κενό. Και φυσικά προκαλεί τρόμο στην τοπική
κοινωνία η κάθε προσπάθεια καινούργιας μεταλλευτικής δραστηριότητας που μπορεί
να αποφέρει τα ίδια αποτελέσματα αν όπως και στην πρώτη περίπτωση δηλώσει
χρεοκοπία και δεν αποκαταστήσει την περιοχή η οποιαδήποτε εταιρεία.
Υ.Γ Το άρθρο αυτό γράφτηκε για την
μεγάλη συζήτηση που γίνεται για το θέμα των χρυσορυχείων και των μεταλλευτικών
δραστηριοτήτων σε Ελλάδα και ιδιαίτερα στην περιοχή μας της Αλεξανδρούπολης
σχετικά με την εξόρυξη του χρυσού.
Ο κ. Παναγιώτης Μάνδαλος είναι Βιολόγος, Υποψήφιος
Διδάκτορας του Εργαστηρίου Υγιεινής και Προστασίας Περιβάλλοντος στο Τμήμα
Ιατρικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και εργάζεται στο Περιφερειακό
Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, (Π. Ε. Δ. Υ. Α. Μ. Θ.)
e-mail: panosmandalos@yahoo.gr