Το μέλλον της Ευρώπης περνά από το Βερολίνο. Έστω με… ενδιάμεσες στάσεις στις υπόλοιπες μεγάλες πρωτεύουσες της ηπείρου μας, το βέβαιο ωστόσο είναι ότι η Γερμανία θα καθορίσει τον πολιτικό βηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή, του μορφώματος που διαδέχτηκε τη γεωγραφική γωνιά του πλανήτη μας, την οποία επιχείρησε δυο φορές να κατακτήσει με τη δύναμη των όπλων...
Σήμερα, τα όπλα έχουν αντικατασταθεί από την οικονομική ισχύ. Όχι τόσο την ισχύ της Γερμανίας, αλλά το ισοζύγιο υπεροχής σε σχέση με τις οικονομίες των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης.
Η Γαλλία, θυμάται με μελαγχολική νοσταλγία την αξιολόγηση «ΑΑΑ», που κάποτε κοσμούσε την οικονομία της. Η Ισπανία και η Ιταλία, δίνουν μάχη με τις αγορές και τους κερδοσκόπους, για να αποφύγουν την προσφυγή στο Μνημόνιο, να μην έχουν δηλαδή την «τύχη» της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. Η δε Μεγάλη Βρετανία, έχει το… λατρεμένο City της, και έτσι δεν εμφανίζεται διατεθειμένη για μεγαλύτερη συμμετοχή στα κοινά της Ευρώπης. Μάλλον με την αντίθετη κατεύθυνση φλερτάρει.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η… εξορθολογισμένη στρατηγική της Γερμανίας η οποία, ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2013, αλλά και της πιέσης που αναμένει να δεχθεί από την πλευρά των ΗΠΑ, εφόσον στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου επανεκλεγεί ο Μπαράκ Ομπάμα, ανακάλυψε ξανά το «ευρωπαϊκό ιδεώδες», επεξεργάζεται τρόπους ανανέωσης της πολιτικής ηγεμονίας της.
Μια τέτοια εξέλιξη περνά εκ των πραγμάτων και αναπόφευκτα μέσα από την πολιτική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με μια πρώτη ανάγνωση, περισσότερη Ευρώπη συνεπάγεται λιγότερη Γερμανία. Όχι απαραίτητα, και σίγουρα όχι στη δεδομένη συγκυρία που διέρχονται σήμερα οι ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Παραχωρώντας μέρος της εθνικής κυριαρχίας της στις Βρυξέλλες, η Γερμανία της Άνγκελα Μέρκελ θα ζητήσει (και θα λάβει) ως αντάλλαγμα, παραχωρήσεις που οι υπόλοιπες χώρες δεν μπορούν να διαχειριστούν. Ένα κοινό υπουργείο Οικονομικών και ένα κοινό διευθυντήριο για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, όπου η αρχή της ομοφωνίας, επομένως και το βέτο, θα έχουν καταργηθεί, για να ικανοποιηθεί η απαίτηση της Γερμανίας για «πλειοψηφικό» σύστημα αποφάσεων, είναι παράμετροι που βρίσκονται ήδη στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Βερολίνου.
Το κεντρικό μειονέκτημα της Γερμανίας βεβαίως, παραμένει η αφόρητη συνέπεια της ιστορικής μνήμης. Που θυμίζει ότι οι ρίζες, αλλά και η καρδιά της Ευρώπης δεν μπορούν να αναζητηθούν στη Γερμανία. Επομένως, δεν μπορεί εκεί να αναζητηθεί ούτε και το κοινό μέλλον της ηπείρου μας.
Η επόμενη Ευρώπη, θα χρειαστεί μια καινούρια, ρηξικέλευθη και σύγχρονη με τις απαιτήσεις της εποχής που βιώνουμε, αξιακή ατζέντα και κώδικα συλλογικών προτεραιοτήτων. Τομείς στους οποίους οι Γερμανοί δεν συνηθίζουν να… μεγαλουργούν.
Σήμερα, τα όπλα έχουν αντικατασταθεί από την οικονομική ισχύ. Όχι τόσο την ισχύ της Γερμανίας, αλλά το ισοζύγιο υπεροχής σε σχέση με τις οικονομίες των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης.
Η Γαλλία, θυμάται με μελαγχολική νοσταλγία την αξιολόγηση «ΑΑΑ», που κάποτε κοσμούσε την οικονομία της. Η Ισπανία και η Ιταλία, δίνουν μάχη με τις αγορές και τους κερδοσκόπους, για να αποφύγουν την προσφυγή στο Μνημόνιο, να μην έχουν δηλαδή την «τύχη» της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. Η δε Μεγάλη Βρετανία, έχει το… λατρεμένο City της, και έτσι δεν εμφανίζεται διατεθειμένη για μεγαλύτερη συμμετοχή στα κοινά της Ευρώπης. Μάλλον με την αντίθετη κατεύθυνση φλερτάρει.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η… εξορθολογισμένη στρατηγική της Γερμανίας η οποία, ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2013, αλλά και της πιέσης που αναμένει να δεχθεί από την πλευρά των ΗΠΑ, εφόσον στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου επανεκλεγεί ο Μπαράκ Ομπάμα, ανακάλυψε ξανά το «ευρωπαϊκό ιδεώδες», επεξεργάζεται τρόπους ανανέωσης της πολιτικής ηγεμονίας της.
Μια τέτοια εξέλιξη περνά εκ των πραγμάτων και αναπόφευκτα μέσα από την πολιτική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με μια πρώτη ανάγνωση, περισσότερη Ευρώπη συνεπάγεται λιγότερη Γερμανία. Όχι απαραίτητα, και σίγουρα όχι στη δεδομένη συγκυρία που διέρχονται σήμερα οι ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Παραχωρώντας μέρος της εθνικής κυριαρχίας της στις Βρυξέλλες, η Γερμανία της Άνγκελα Μέρκελ θα ζητήσει (και θα λάβει) ως αντάλλαγμα, παραχωρήσεις που οι υπόλοιπες χώρες δεν μπορούν να διαχειριστούν. Ένα κοινό υπουργείο Οικονομικών και ένα κοινό διευθυντήριο για τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, όπου η αρχή της ομοφωνίας, επομένως και το βέτο, θα έχουν καταργηθεί, για να ικανοποιηθεί η απαίτηση της Γερμανίας για «πλειοψηφικό» σύστημα αποφάσεων, είναι παράμετροι που βρίσκονται ήδη στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Βερολίνου.
Το κεντρικό μειονέκτημα της Γερμανίας βεβαίως, παραμένει η αφόρητη συνέπεια της ιστορικής μνήμης. Που θυμίζει ότι οι ρίζες, αλλά και η καρδιά της Ευρώπης δεν μπορούν να αναζητηθούν στη Γερμανία. Επομένως, δεν μπορεί εκεί να αναζητηθεί ούτε και το κοινό μέλλον της ηπείρου μας.
Η επόμενη Ευρώπη, θα χρειαστεί μια καινούρια, ρηξικέλευθη και σύγχρονη με τις απαιτήσεις της εποχής που βιώνουμε, αξιακή ατζέντα και κώδικα συλλογικών προτεραιοτήτων. Τομείς στους οποίους οι Γερμανοί δεν συνηθίζουν να… μεγαλουργούν.