Γράφει η Αννίτα Λουδάρου
Είναι πολλές φορές που το έχουμε ακούσει και άλλες τόσες αυτές που τό
έχουμε οι ίδιοι πει, «να πάνε έξω τα παιδιά γιατί εκεί προκόβουν πιο
καλά».
Παραδεχόμαστε έτσι αβίαστα και σε ανύποπτο χρόνο , ένα
μεγάλο κομμάτι της πραγματικότητας που τις άλλες ώρες την κοιτάμε με
θολή ματιά , μη αποφασίζοντας που να σταθούμε στη γη του συναισθήματος
ή της λογικής.
Παραδεχόμαστε πως διαθέτουμε την πιθανότητα να
προκόψουμε και πως είναι μια πιθανότητα περισσότερο πιθανή όταν .....
βγούμε
έξω . Χωρίς να ξεχνάμε και αυτούς που νιώθουν πως μέσα δεν έχουν καθόλου
την πιθανότητα να προκόψουν. Αλλά ούτε και αυτούς που κρατούν μετέωρη
την ιδέα πως, για να πετύχουν κάπου, πρέπει να υποκύψουν ακαθόριστο
από την αρχή σε τι . Τι να είναι, άραγε, αυτό που μας κάνει να
αμφισβητούμε στην επιτυχία μας μέσα , την ίδια ώρα που την προβλέπουμε
και τελικά την γνωρίζουμε έξω;
Σε πολλά που μας λείπουν πάει ο
νους. Ξεκινάμε με ροκανισμένη αυτοπεποίθηση. Το μικρό παιδί έχει
συνηθίσει τον γονιό του ( ιδιαίτερα όταν είναι Ελληνόπουλο) να του
υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει. Γλυστρά το χεράκι του μέσα στην μεγαλύτερη παλάμη και από εκεί η ζωή είναι λιγότερο μετέωρη και ανασφαλής.
Στην
θέση αυτή, φταίνε πάντα όλοι οι άλλοι και δεν αναγνωρίζεις καμιά δική
σου ευθύνη. Από αυτή τη θέση και με την παλάμη σφιγμένη στα δάχτυλα του
μπαμπά , σκέφτεσαι λιγότερο το άρθρο »περί ευθύνης υπουργών» αλλά δεν
κάνεις και καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια αναγνώρισης μικρών και
καθημερινών ολισθημάτων , που όμως θα σε οδηγούσε στην δυνατότητα να
δείχνεις το παράδειγμα της πολιτικής ηγεσίας που επιθυμείς. Μας αρέσει
να έχουμε ένα καλοστημένο μπαμπά , να μας λέει τι να κάνουμε κάθε ώρα
και κάθε στιγμή. Υπάρχει έξω αυτός και είναι και δοκιμασμένος και
έμπειρος. Εμείς χάσαμε τον μπαμπά.
Η μικρή αυτοπεποίθηση μας δεν
μας βοηθά να ξεπεράσουμε τον φυσιολογικό μας φόβο. Γιατί ο φόβος ανήκει
αναπόφευκτα στην ζωή μας. Φοβόμαστε όλοι. Γεννιόμαστε σχεδόν φοβισμένοι ,
νιώθοντας το φθαρτό της ύπαρξης μας. Ο φόβος αυτός μας συντροφεύει
μέχρι τον θάνατο μας , αλλάζοντας μορφές. Δεν είναι ο φόβος για τους
δειλούς, είναι για τους ανθρώπους. Η ιστορία της ανθρωπότητας καταγράφει
συνεχώς προσπάθειες του ανθρώπου να μειώσει , να ελέγξει ή να ξεπεράσει
τον φόβο του. Με προεξέχουσες προσπάθειες αυτές της επιστήμης, της
θρησκείας. Φόβος ο δημιουργός. Όταν διαθέτεις όμως κάποια στοιχειώδη
αυτοπεποίθηση. Ο φόβος χωρίς να είναι πάντα συνειδητός , είναι πάντως
πάντα παρών. Η εμπιστοσύνη, η γνώση είναι από τα βασικά μας όπλα έναντι
του φόβου.
Εμπιστοσύνη σε ποιόν όμως ; Εδώ σου
παίρνει την ψυχή ο πολιτικός που σε αντιμετωπίζει στην καλή, μόνο για
βλάκα. Στην πραγματικότητα το μεγάλο κακό που σου κάνει , είναι πως
πιστεύοντας τον , ίσως και να πιστέψεις πως δεν είσαι άξιος για καλύτερη
τύχη. Αυτά ισχύουν για όλους αυτούς που μας στοχοποιούν και χύνουν κιλά
μελάνι ενοχοποιώντας μας , μην καταφέρνοντας από την μια να γράφουν και
να μιλούν με ένα λόγο που να μας συμπεριλαμβάνει όλους και από την άλλη
αδυνατώντας να αποκαλύψουν μια σταράτη και μεγαλύτερη αλήθεια .
Μειώνουν και άλλο την μειωμένη μας αυτοπεποίθηση. Και τι θα κάνει ο
στενεμένος άνθρωπος ; Θα το ρίξει σε μια εύκολη , ρηχή καλοπέραση , θα
ξανααραχνιάσουν τα βιβλία στην βιβλιοθήκη του , θα δώσει ένα
καταθλιπτικό επεισόδιο, μια μανιοκαταδιωκτική σκέψη και θα αλλάξει
πλευρό να κοιμηθεί.
Και εμπιστοσύνη πώς χωρίς γνώση; Και με αποδυναμωμένη Παιδεία ;
Είναι επιτακτική ανάγκη να σκεφθούμε την Παιδεία σε βάθος και όχι στον
ορίζοντα των εισαγωγικών εξετάσεων. Αντί για αυτό ξαναακούσαμε τον
υφυπουργό παιδείας να προαναγγέλει την έναρξη διαλόγου για το νέο
σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων που προγραμματίζεται να ισχύει το
2015-2016. Παιδεία ως ουσία και όχι σαν διαδικασία. Την Παιδεία μιας
δημοκρατικής Πολιτείας που βοηθά στην διάπλαση του ήθους του
αυτοσεβασμού και της εμπιστοσύνης στους ανθρώπους. Αυτή που θα μας
τραβήξει για τα καλά από την αυτολύπηση που η μειωμένη μας αυτοπεποίθηση
μας ριζώνει.
Όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου στη χώρα μας ζούμε την κουλτούρα του κατακερματισμού.
Η συλλογικότητα πάει περίπατο, δεν την γνώρισα ποτέ. Το καλά
θεμελειωμένο πελατειακό μας σύστημα είναι και αυτό κουλτούρα διάσπασης.
Δείχνουμε να αισθανόμαστε καλύτερα όταν έχουμε κάποιον απέναντι μας , με
τον οποίο είμαστε σε σύγκρουση και για αυτό μπορούμε να τον
αντιπαθούμε. Οτιδήποτε δεν καταλαβαίνουμε , το μισούμε εύκολα και καμιά
προσπάθεια δεν κάνουμε να το καταλάβουμε ως κάτι διαφορετικό μεν ,
εξίσου σωστό δε.
Το ρουσφέτι, επίσης, ο συνδικαλισμός όπως
εξελίχθηκε στα χώματα μας. Φαινόμενα μερικότητας . Επικαλούμενοι λάθη
του παρελθόντος , όλες οι αντιπολιτεύσειις που θυμάμαι δεν συννενούσαν
λέει σε λάθη. Μα το μεγαλύτερο λάθος που έκαναν ήταν που δεν βρίσκανε
βάση συναίνεσης. Παραμείναμε ως πολίτες καθηλωμένοι στον ρομαντισμό
της εικόνας του προστάτη – πατέρα κράτους, με τίμημα την αδυναμία του
μικρού παιδιού να αναγνωρίσει και να προσδιορίσει στον καθρέφτη τον
εαυτό του . Και τώρα που χάσαμε τον μπαμπά , χάσαμε τον μπούσουλα.
Γι΄αυτό
νιώθουμε πως έξω θα πάμε καλύτερα. Γιατί εδώ αν μείνουμε θα ριζώσουμε
στην αναξιοκρατία , στην αλληλοϋπονόμευση, στην συντεχνιακή συναλλαγή.
Νιώθουμε πως έξω δεν θα συναντήσουμε το προκλητικό προσκύνημα του
ισχυρού που ισοπεδώνει τους άξιους, μεταβάλλοντας αργά η γρήγορα την
κοινωνία σε κοιμητήρι της κάθε νέας γενιάς.
Γιατί έξω
νιώθουμε πως υπάρχει ο μπαμπάς που θα μας προστατέψει από τις σκοτεινές
τρύπες της αδικίας. Ενώ ο δικός μας πήγε για δουλειές .
[*Φωτογραφία από την ταινία ''Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές'']