Δεν ήταν απλώς μάχη δημιουργίας εντυπώσεων η διεκδίκηση της
πολιτικής κληρονομιάς της Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη 1974 του
Ανδρέα Παπανδρέου τόσο από τον νυν πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελο Βενιζέλο
όσο και από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα.
Σαφέστατα και ενυπήρχε το εντυπωσιοθηρικό στοιχείο στις ομιλίες τους, υπήρχε όμως μια βαθύτερη σύγκρουση σχεδόν υπαρξιακού χαρακτήρα και για τους δύο πολιτικούς ηγέτες.
Το ΠΑΣΟΚ του 44% του 2009 έγινε ΠΑΣΟΚ του 13,2% τον Μάιο του 2012 και ΠΑΣΟΚ του 12,3% ενάμιση
μήνα αργότερα. Είναι ........
προφανές ότι το κόμμα που με τη δράση και
πρωτίστως την κυβερνητική πράξη του σφράγισε τη μεταπολιτευτική ζωή της
χώρας επί 35 χρόνια, πνέει εκλογικά τα λοίσθια. Το σκάφος του ΠΑΣΟΚ πλέει πλησίστιο προς την πολιτική περιθωριοποίηση.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος κάνει την τελευταία ίσως προσπάθεια να ξαναδώσει ζωή στο κόμμα του. Ενδέχεται η προσπάθειά του να είναι άπελπις
αντικειμενικά – όλα τα κόμματα άλλωστε γεννιούνται και πεθαίνουν. Ο
ίδιος όμως είναι απολύτως λογικό να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του
για να μη μείνει στην πολιτική ιστορία του τόπου ως «ο Ζίγδης του ΠΑΣΟΚ».
Ο Ιωάννης Ζίγδης -για τους νεότερους- ήταν ο αρχηγός της μεταπολιτευτικής Ένωσης Κέντρου, υπό την ηγεσία του οποίου διαλύθηκε ταχύτατα η παράταξη αυτή μετά την εκλογική της ήττα στις βουλευτικές εκλογές του 1977.
Η εκλογική κατακρήμνιση μάλιστα του κόμματος αυτού ήταν λιγότερο απότομη από την καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ. Πήρε 20,4% το 1974 και 12% το 1977. Καθώς όμως είχε πλέον υποσκελιστεί από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα που από το 13,6% το 1974 εκτινάχθηκε στο 25,3% το 1977,
οι διαλυτικές διεργασίες στο κόμμα του Κέντρου προσέλαβαν τέτοια ορμή
που στις εκλογές του 1981, την ώρα που το ΠΑΣΟΚ σάρωνε τα πάντα με 48%, το κόμμα του Γιάννη Ζίγδη πήρε… 0,4%!!!
Την επανάληψη αυτού του εφιάλτη, αυτή τη φορά με θύμα το ΠΑΣΟΚ, θέλει να αποτρέψει πάση θυσία οΕυ. Βενιζέλος. Αντιθέτως, αυτή την επανάληψη με τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970 ονειρεύεται ο Αλέξης Τσίπρας.
Το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να αναλάβει την ευθύνη υπαγωγής της χώρας στο καθεστώς του Μνημονίου. Αυτό είχε ήδη βαρύτατες και ενδεχομένως μοιραίες συνέπειες για το ΠΑΣΟΚ, τόσο εκλογικές όσο και πολιτικές. Αποσυνθετικά φαινόμενα είναι ήδη κραυγαλέα στους κόλπους του.
Τα φαινόμενα αποσυσπείρωσης δεν αναιρούνται από την παρουσία «πολιτικών συνταξιούχων» του ΠΑΣΟΚ
– δηλαδή πρώην στελεχών που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στο παρελθόν και δεν
είναι καθόλου βέβαιο αν γίνει ποτέ δυνατόν να αξιοποιηθούν στο μέλλον,
έστω και προσωρινά.
Ενδεχομένως το ΠΑΣΟΚ να είχε καταρρεύσει ολοκληρωτικά, αν δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση Σαμαρά. Αυτή η συμμετοχή όμως είναι ταυτόχρονα και δίκοπο μαχαίρι. Αφενός ίσως σώζει το ΠΑΣΟΚ προσωρινά
και δεν αποκλείεται να του δώσει χρόνο να ανασυγκροτηθεί στο μέλλον, αν
όλα πάνε ευνοϊκά γι’ αυτό. Αφετέρου όμως παγιδεύει το ΠΑΣΟΚ στη
συνέχιση της υποστήριξης της ίδιας πολιτικής που αποδεδειγμένα το
κατέστρεψε εκλογικά.
Δεν του επιτρέπει έτσι να κάνει οποιαδήποτε αξιόπιστη ανανέωση
ικανή να προσελκύσει ψηφοφόρους. Είναι αδύνατον να συναρπάσει τον λαό
ένα κόμμα που υλοποιεί πολιτική οικονομικής εξουθένωσης όλων των λαϊκών
και μεσαίων στρωμάτων.
Υποχρεώνεται όμως έτσι ο Ευ. Βενιζέλος να προσπαθεί να ανατρέξει στις ρίζες, στα σύμβολα, στα στελέχη του παρελθόντος μήπως και συγκινήσει μέλη, οπαδούς και ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ. Ξεκίνησε για να αλλάξει το όνομα, τον ήλιο, τα όργανα του ΠΑΣΟΚ και κατέληξε να διατηρεί τα πάντα και να εκλιπαρεί στελέχη παρελθούσης χρήσεως!
Με
τον τρόπο αυτόν όμως περιέρχεται σε δύσκολη πολιτική θέση -τουλάχιστον
για την ώρα- και ένα ακόμη μεγάλο πρόβλημα του είναι πως ο χρόνος πολιτικής επιβίωσης αυτού του ΠΑΣΟΚ που έχει στη διάθεση του είναι περιορισμένος.
ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Μια γραμμή που δεν πείθει κανέναν
Μια γραμμή που δεν πείθει κανέναν
Ο ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΣ της μνημονιακής γραμμής με το παρελθόν και τις ρίζες του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου είναι εντελώς αδύνατος πολιτικά. Ο Ευ. Βενιζέλος προσπαθεί να τα συνδυάσει για να σώσει το κόμμα του. Έτσι όμως περιέρχεται σε αδιέξοδο.
Αδυνατεί να ικανοποιήσει αυτούς που ζητούν αστικό εκσυγχρονισμό του ΠΑΣΟΚ σε ακόμη πιο νεοφιλελεύθερες βάσεις, οι οποίοι είναι μεν ισχυροί, αλλά δεν είναι πολλοί.
Από
την άλλη, με την εξοντωτική μνημονιακή πολιτική που προωθεί,
εμφανίζεται αναξιόπιστος στα μάτια εκείνων που λίγο-πολύ συνεχίζουν να
πιστεύουν στα πολιτικά μηνύματα της Διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη του 1974 και τους οποίους προσπαθεί να κερδίσει.
Γιώργος Δελαστίκ