Γράφει ο Βασίλης Δ. Χασιώτης
Μας
λένε, είτε ως μομφή είτε ως έπαινο, ότι είμαστε ένας λαός ανέμελος,
εύθυμος και ενίοτε ανεύθυνος (φυσικά αυτό το τελευταίο, λέγεται ως
ψόγος).
Μας λένε ότι είμαστε αυτό που αξίζουμε : ό,τι κι αν είμαστε τελικά.
Ότι έχουμε αυτό που αξίζουμε : ό,τι κι αν έχουμε τελικά.
Μας κατηγορούν, τρεχόντως, ως λαό, ότι «δεν δικαιούμεθα δια να ομιλούμε», διότι, ακριβώς, μας αξίζει ό,τι μας συμβαίνει.
Μας
αξίζει, ανάμεσα σ’ άλλα, και ίσως πρωτίστως, και το πολιτικό μας
σύστημα, αυτό που κατηγορούνε, και ιδίως το πολιτικό του προσωπικό,
κυρίως δε, εκείνο που συνιστά διαχρονικά εδώ και πάνω από μισό αιώνα
(για να μείνουμε σ’ αυτή τη… πρόσφατη περίοδο) το «σύστημα πολιτικής
εξουσίας» του τόπου αυτού.
Ό,τι μας συνέβη, ΔΕΝ προέκυψε αιφνιδίως ούτε ...........
ΤΥΧΑΙΩΣ χτές, λόγω της κρίσης : μας συμβαίνει ΔΙΑΡΚΩΣ, για δεκαετίες, εικοσαετίες.
Φαντασθείτε
τώρα, ότι υπάρχουν άνθρωποι που λόγω ηλικίας ήδη βρίσκονται σε «ψιλή
κουβέντα» με τον επέκεινα «κόσμο» που τους περιμένει, κι όμως, κάνοντας
έναν απολογισμό της εφήμερης ζωής τους, όταν δεν διαπιστώνουν ότι
«τίποτα δεν άλλαξε», διαπιστώνουν συχνά ότι «κάθε πέρσι και καλύτερα».
Κι αν στο δικό τους απολογισμό, τον απολογισμό μιας ολάκερης ζωής,
προσθέσουμε, προσθέσουν, τους αντίστοιχους απολογισμούς των δικών τους
πατεράδων και μανάδων, των δικών τους παππούδων και γιαγιάδων, τούτες οι
ζοφερές αποτιμήσεις, του «τίποτα δεν άλλαξε» ή «κάθε πέρσι και
καλύτερα», κάνουν να φτάνουμε σ’ ακόμα παλιότερες εποχές.
Αυτά
έχοντας κατά νου, ψάχνουμε με αγωνία να βρούμε με ποιο τρόπο θα
μπορέσουμε να πούμε : «ναι, τα τελευταία πέντε, δέκα χρόνια, πράγματι
μας πήγανε τόσο ΣΤΑΘΕΡΑ μπροστά, ένα «μπροστά» που πατάει τόσο ΓΕΡΑ στα
πόδια ΜΑΣ (τα δικά ΜΑΣ πόδια), που πράγματι, ΔΕΝ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ στο παρελθόν
να είμασταν σε καλύτερη θέση, ένα ΜΠΡΟΣΤΑ, με προοπτική τουλάχιστον μια
γενιάς».
Ναι, είναι αλήθεια!
Ο κάθε λαός, ΤΕΛΙΚΑ, έχει αυτό που του αξίζει.
Αλλά αυτό δεν αποτελεί μομφή.
Μομφή αποτελεί ένας λαός, να μην θέλει αυτό που έχει, κι όμως, να κάνει οτιδήποτε για να το έχει!
Μομφή
αποτελεί ένας λαός, να θέλει ν’ απαγκιστρωθεί απ’ το παρελθόν του, κι
όμως, να ρίχνει τη πιο ανθεκτική του άγκυρα στο πάτο αυτού του
παρελθόντος!
Αν θέλουμε να ξεμπλέξουμε απ’ το παρελθόν που δεν θέλουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να δοκιμάσουμε κάτι άλλο, κάτι ΠΟΥ ΔΕΝ ΈΧΕΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΟΣΟΥΣ ΕΧΤΙΣΑΝ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ.
Όταν
το μέλλον το εναποθέτεις ΣΤΑΘΕΡΑ, δεκαετίες τώρα, στα χέρια του πιο
αποτυχημένου σου παρελθόντος, με βεβαιότητα μπορείς να προφητέψεις το
μέλλον, και δεν πρόκειται να πέσεις έξω.
Εξόν κι ΑΝ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ.
Όμως,
όντας στο χείλος του γκρεμού και με τον κίνδυνο να γκρεμιστούμε κάτι
παραπάνω από ορατό, τότε, καμιά δοκιμή δεν μπορεί να πάει χαμένη, εξόν
από όσες μας υπόσχονται ένα μέλλον δοκιμασμένο ΉΔΗ στο παρελθόν και που
υπήρξε αποτυχημένο ή και αποκρουστικό.
Από
μια δοκιμή, ΥΠ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, και από μια δοκιμή, από τη θέση του
λαού ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΕΞΟΝ ΑΠ΄ΤΗΝ ΑΚΡΑ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ
ΤΗΝ ΑΚΡΑ ΜΙΖΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΥΝ, μονάχα κέρδος μπορούμε να
περιμένουμε, ή, εν πάση περιπτώσει, όχι μεγαλύτερη μιζέρια, αλλά,
τουλάχιστον, έχοντας ξεκαθαρίσει με τη δοκιμή, μια ακόμα προοπτική, για
την οποία προηγούμενα είχαμε αμφιβολία για το πού θα μας έβγαζε,
περιορίζουμε τις εκτιμήσεις μας και πολύ περισσότερο τις αυταπάτες μας,
κάτι το εξαιρετικά κρίσιμο κι αυτό.
ΤΗ ΔΟΚΙΜΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ, ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΟΥΜΕ.
Όμως,
κάθε δόκιμη, υπόσχεται τόσο πιο πολλά και είναι τόσο πιο ανώδυνη, όταν
γίνεται την εποχή, που θεωρείται μάλλον ως προοπτική, παρά ως επιτακτικό
αίτημα.
Η
ΔΟΚΙΜΗ ΤΟΥ «ΑΛΛΟΥ», όταν γίνεται επειδή απλά όλες οι άλλες
«πραγματικότητες» έχουν καεί, έχουν εξαϋλωθεί, όταν γίνεται ούτε καν στο
«παρά πέντε» αλλά στο «και δέκα», τότε ναι μεν προβάλλει επιτακτικά,
αλλά αυτό το επιτακτικά, αυτή η επιλογή υπό την πίεση καταθλιπτικών και
κρίσιμων καταστάσεων, καταντά μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, και ο
κίνδυνος να δοκιμάσεις, να επιλέξεις το λάθος πράγμα, είναι περισσότερο
από ποτέ ορατός.
Εστιάζοντας στο δράμα του ελληνικού λαού, μιλώντας για «δοκιμή» τι εννοώ;
Εννοώ
ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΝΑ ΣΤΕΙΛΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟ, ΑΡΧΗΣ
ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΎ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ.
Εννοώ, πως θα πρέπει να αναζητήσουμε το «νέο».
Αλλά αυτό το «νέο», είναι γεμάτο παγίδες : εύκολα το επικαλείσαι, δύσκολα το βρίσκεις κι ακόμα πιο δύσκολα το αποδέχεσαι.
Και
κυρίως : ακόμα πιο δύσκολα (χωρίς βέβαια να είναι ακατόρθωτο) θα
διαπιστώσεις ότι μπορείς να το προσδιορίσεις εννοιολογικά, σαν έρθει η
στιγμή να απαντήσεις στο ερώτημα : «τι είναι νέο για σένα»;
Αλλά,
αυτό το ενδιαφέρον πιστεύω ερώτημα, το αφήνω αναπάντητο, ως πρόκληση
για ένα μελλοντικό άρθρο που να επιχειρεί να δώσει κάποια απάντηση.