Γράφει ο Μιχάλης Ιγνατίου
Η Αμερική, όπως κάθε χρόνο μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, όταν η Αλ Κάϊντα τη χτύπησε και την αποσυντόνισε, τίμησε τους νεκρούς της με τελετές στο Λευκό Οίκο, στο Κογκρέσο, στη Νέα Υόρκη (που πλήρωσε βαρύτατο τίμημα) και σε άλλες πόλεις της χώρας.
Εκατομμύρια άνθρωποι, Αμερικανοί και ξένοι, θυμήθηκαν εκείνες τις τραγικές ώρες, όταν ουδείς γνώριζε τί ακριβώς συνέβαινε, ποιοί ήταν οι εχθροί που κτυπούσαν τη μεγάλη Αμερική στο........
έδαφός της, με τρόπο θρασύ και με μία πρωτόγνωρη τόλμη, που προκαλούσε τρόμο.
Εκ των υστέρων πληροφορηθήκαμε ότι ήταν τεράστιο το χάος, και προκάλεσε αβεβαιότητα για την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να αμυνθούν σε μία επίθεση, ιδιαίτερα εάν αυτή εκδηλωνόταν ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία της Αμερικής. Ήταν «γυμνή» και απροετοίμαστη η χώρα, επειδή μέχρι τότε δεν είχε διανοηθεί κανείς ότι θα βρισκόταν κράτος ή οργάνωση που θα επιχειρούσε ποτέ να «παίξει» την Αμερική στο γήπεδό της.
Και, πάντα εκ των υστέρων, αποδείχθηκε ότι χρειάστηκε ένας Οσάμα μπιν Λάντεν, τον οποίο είχαν εκπαιδεύσει και χρησιμοποιήσει οι ίδιοι εναντίον των Σοβιετικών, για να ταπεινώσει τη μόνη υπερδύναμη.
Εκείνη την θλιβερή -για την Αμερική- ημέρα, ο τότε αρχηγός της CIA Τζόρτζ Τένετ, βρισκόταν στο ξενοδοχείο Μάντισον της 15ης οδού, για μία σημαντική συνάντηση. Μόλις πληροφορήθηκε τις πρώτες επιθέσεις, έτρεξε σαν …Καρλ Λούις μέχρι τα θωρακισμένα αυτοκίνητα που τον ανέμεναν. Σήκωσε το τηλέφωνο ασφαλείας και ζήτησε από τη γραμματέα του να καλέσει πάραυτα στο Λάνγκλεϊ τον Γκας Λάσκαρη Αβρακώτο, τον Ελληνοαμερικανό μεγαλοπράκτορα που έφυγε αποτυχημένος από την Ελλάδα το 1978 για να καταλήξει στα σύνορα του Πακιστάν με το Αφγανιστάν, όπου ανέλαβε την εκπαίδευση των αντισοβιετικών ανταρτών. Ανάμεσά τους και ο μετέπειτα αρχηγός της Αλ Κάϊντα.
Ο Αβρακώτος ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να δώσει πληροφορίες για τον μπιν Λάντεν. Επίσης, ήταν και ο μοναδικός στην Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ, που θα μπορούσε –εάν χρειαζόταν- να διαπραγματευθεί μαζί του. Το τί συνέβη εκείνες τις δραματικές ώρες, μετά τις επιθέσεις, στο γραφείο του Τένετ, ίσως να μην γίνει γνωστό ποτέ…
Πολλοί άνθρωποι χάρηκαν τότε με τη δυστυχία της Αμερικής. Καλύπτοντας τα γεγονότα ένοιωσα πολλές φορές πως οι Αμερικανοί βρέθηκαν στη δεινή θέση άλλων λαών και ήταν μία διαπίστωση που την αναγνώρισαν και οι ίδιοι. Για πρώτη φορά, ο πόλεμος ήταν μέσα στη δική τους χώρα.
Μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου, η Αμερική έκανε τους πολέμους –δεν υπήρξε ποτέ θύμα επίθεσης. Προς στιγμή οι όροι άλλαζαν και το, πλέον, σημαντικό είναι πως η υπερδύναμη φάνηκε ανέτοιμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Θυμάμαι ότι για 10 σχεδόν ώρες, ο πρόεδρος Τζόρτζ Μπους ήταν εξαφανισμένος και τον τριγύριζαν από βάση σε βάση, μέχρι να βεβαιωθούν ότι ο κίνδυνος πέρασε. Επέστρεψε αργά το απόγευμα στην Ουάσιγκτον.
Ο αντιπρόεδρος Τσέϊνι, ήταν χωμένος σε υπόγεια.
Οι επικεφαλής σημαντικών υπουργείων, καλά προστατευόμενοι, σε καταφύγια. Αλλά, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι πάντες τότε: η υπερδύναμη ήταν ακυβέρνητη. Και μέχρι να ξεκαθαριστεί η κατάσταση ήταν και «μικρή».
Γεγονός είναι ότι συνήλθε πολύ σύντομα, αλλά από στρατιωτικής άποψης –εάν οι επιτιθέμενοι αποτελούσαν σοβαρή απειλή -η Αμερική ήταν σκορποχώρι.
Είναι (σχεδόν) επιβεβαιωμένο ότι οι επιθέσεις στις αμερικανικές εγκαταστάσεις της Αιγύπτου και της Λιβύης, δυό χώρες που ευεργετήθηκαν από τις ΗΠΑ, ήταν έργο μελών της Αλ Κάϊντα. Παρά τις απώλειες που είχε η οργάνωση, με την εκτέλεση του Οσάμα μπιν Λάντεν και τις συλλήψεις ανωτάτων στελεχών της, συνεχίζει να αποτελεί απειλή για την Αμερική, η οποία με συντηρητικούς υπολογισμούς έχει ξοδέψει πάνω από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια –ένα ασύλληπτο ποσό, που θα έλυνε πολλά οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ- για να την εξαρθρώσει.
Δυστυχώς για την Αμερική, η Αλ Κάϊντα έχει εισχωρήσει σ’ όλες τις κοινωνίες και έχει επιτύχει να επιβάλει μέλη της στους κρατικούς μηχανισμούς της Αιγύπτου, της Λιβύης και της Τυνησίας.
Ο πόλεμος εναντίον της διεθνούς τρομοκρατίας δεν έφερε τα προσδοκούμενα αποτελέσματα, αντίθετα έχει αυξήσει τον αντιαμερικανισμό σ’ όλη τη Μέση Ανατολή. Με δεδομένο ότι η Δύση χάνει την Αίγυπτο στους ακραίους ισλαμιστές και τη Λιβύη στους υποστηρικτές της Αλ Κάϊντα, μήπως έφτασε η στιγμή να αποφασίσουν οι Αμερικανοί πως η ανακωχή (ακόμα και με τους τρομοκράτες) είναι πιό επωφελής για τη χώρα τους, αλλά και όλο τον κόσμο;
Η Αμερική, όπως κάθε χρόνο μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, όταν η Αλ Κάϊντα τη χτύπησε και την αποσυντόνισε, τίμησε τους νεκρούς της με τελετές στο Λευκό Οίκο, στο Κογκρέσο, στη Νέα Υόρκη (που πλήρωσε βαρύτατο τίμημα) και σε άλλες πόλεις της χώρας.
Εκατομμύρια άνθρωποι, Αμερικανοί και ξένοι, θυμήθηκαν εκείνες τις τραγικές ώρες, όταν ουδείς γνώριζε τί ακριβώς συνέβαινε, ποιοί ήταν οι εχθροί που κτυπούσαν τη μεγάλη Αμερική στο........
έδαφός της, με τρόπο θρασύ και με μία πρωτόγνωρη τόλμη, που προκαλούσε τρόμο.
Εκ των υστέρων πληροφορηθήκαμε ότι ήταν τεράστιο το χάος, και προκάλεσε αβεβαιότητα για την ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να αμυνθούν σε μία επίθεση, ιδιαίτερα εάν αυτή εκδηλωνόταν ταυτόχρονα σε διάφορα σημεία της Αμερικής. Ήταν «γυμνή» και απροετοίμαστη η χώρα, επειδή μέχρι τότε δεν είχε διανοηθεί κανείς ότι θα βρισκόταν κράτος ή οργάνωση που θα επιχειρούσε ποτέ να «παίξει» την Αμερική στο γήπεδό της.
Και, πάντα εκ των υστέρων, αποδείχθηκε ότι χρειάστηκε ένας Οσάμα μπιν Λάντεν, τον οποίο είχαν εκπαιδεύσει και χρησιμοποιήσει οι ίδιοι εναντίον των Σοβιετικών, για να ταπεινώσει τη μόνη υπερδύναμη.
Εκείνη την θλιβερή -για την Αμερική- ημέρα, ο τότε αρχηγός της CIA Τζόρτζ Τένετ, βρισκόταν στο ξενοδοχείο Μάντισον της 15ης οδού, για μία σημαντική συνάντηση. Μόλις πληροφορήθηκε τις πρώτες επιθέσεις, έτρεξε σαν …Καρλ Λούις μέχρι τα θωρακισμένα αυτοκίνητα που τον ανέμεναν. Σήκωσε το τηλέφωνο ασφαλείας και ζήτησε από τη γραμματέα του να καλέσει πάραυτα στο Λάνγκλεϊ τον Γκας Λάσκαρη Αβρακώτο, τον Ελληνοαμερικανό μεγαλοπράκτορα που έφυγε αποτυχημένος από την Ελλάδα το 1978 για να καταλήξει στα σύνορα του Πακιστάν με το Αφγανιστάν, όπου ανέλαβε την εκπαίδευση των αντισοβιετικών ανταρτών. Ανάμεσά τους και ο μετέπειτα αρχηγός της Αλ Κάϊντα.
Ο Αβρακώτος ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να δώσει πληροφορίες για τον μπιν Λάντεν. Επίσης, ήταν και ο μοναδικός στην Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ, που θα μπορούσε –εάν χρειαζόταν- να διαπραγματευθεί μαζί του. Το τί συνέβη εκείνες τις δραματικές ώρες, μετά τις επιθέσεις, στο γραφείο του Τένετ, ίσως να μην γίνει γνωστό ποτέ…
Πολλοί άνθρωποι χάρηκαν τότε με τη δυστυχία της Αμερικής. Καλύπτοντας τα γεγονότα ένοιωσα πολλές φορές πως οι Αμερικανοί βρέθηκαν στη δεινή θέση άλλων λαών και ήταν μία διαπίστωση που την αναγνώρισαν και οι ίδιοι. Για πρώτη φορά, ο πόλεμος ήταν μέσα στη δική τους χώρα.
Μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου, η Αμερική έκανε τους πολέμους –δεν υπήρξε ποτέ θύμα επίθεσης. Προς στιγμή οι όροι άλλαζαν και το, πλέον, σημαντικό είναι πως η υπερδύναμη φάνηκε ανέτοιμη να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Θυμάμαι ότι για 10 σχεδόν ώρες, ο πρόεδρος Τζόρτζ Μπους ήταν εξαφανισμένος και τον τριγύριζαν από βάση σε βάση, μέχρι να βεβαιωθούν ότι ο κίνδυνος πέρασε. Επέστρεψε αργά το απόγευμα στην Ουάσιγκτον.
Ο αντιπρόεδρος Τσέϊνι, ήταν χωμένος σε υπόγεια.
Οι επικεφαλής σημαντικών υπουργείων, καλά προστατευόμενοι, σε καταφύγια. Αλλά, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι πάντες τότε: η υπερδύναμη ήταν ακυβέρνητη. Και μέχρι να ξεκαθαριστεί η κατάσταση ήταν και «μικρή».
Γεγονός είναι ότι συνήλθε πολύ σύντομα, αλλά από στρατιωτικής άποψης –εάν οι επιτιθέμενοι αποτελούσαν σοβαρή απειλή -η Αμερική ήταν σκορποχώρι.
Είναι (σχεδόν) επιβεβαιωμένο ότι οι επιθέσεις στις αμερικανικές εγκαταστάσεις της Αιγύπτου και της Λιβύης, δυό χώρες που ευεργετήθηκαν από τις ΗΠΑ, ήταν έργο μελών της Αλ Κάϊντα. Παρά τις απώλειες που είχε η οργάνωση, με την εκτέλεση του Οσάμα μπιν Λάντεν και τις συλλήψεις ανωτάτων στελεχών της, συνεχίζει να αποτελεί απειλή για την Αμερική, η οποία με συντηρητικούς υπολογισμούς έχει ξοδέψει πάνω από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια –ένα ασύλληπτο ποσό, που θα έλυνε πολλά οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ- για να την εξαρθρώσει.
Δυστυχώς για την Αμερική, η Αλ Κάϊντα έχει εισχωρήσει σ’ όλες τις κοινωνίες και έχει επιτύχει να επιβάλει μέλη της στους κρατικούς μηχανισμούς της Αιγύπτου, της Λιβύης και της Τυνησίας.
Ο πόλεμος εναντίον της διεθνούς τρομοκρατίας δεν έφερε τα προσδοκούμενα αποτελέσματα, αντίθετα έχει αυξήσει τον αντιαμερικανισμό σ’ όλη τη Μέση Ανατολή. Με δεδομένο ότι η Δύση χάνει την Αίγυπτο στους ακραίους ισλαμιστές και τη Λιβύη στους υποστηρικτές της Αλ Κάϊντα, μήπως έφτασε η στιγμή να αποφασίσουν οι Αμερικανοί πως η ανακωχή (ακόμα και με τους τρομοκράτες) είναι πιό επωφελής για τη χώρα τους, αλλά και όλο τον κόσμο;