Γράφει ο Γιώργος Σωτηρόπουλος
Στην Ελλάδα, από το 2009 και μέχρι τώρα, ζούμε μία ιδιόμορφη επιστροφή της πολιτικής στην καθημερινή μας ζωή. Και πώς, βέβαια, να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που η οικονομική κατάσταση δύσκολα θα μπορούσε να μάς αφήσει ανεπηρέαστους.
Στην Ελλάδα, από το 2009 και μέχρι τώρα, ζούμε μία ιδιόμορφη επιστροφή της πολιτικής στην καθημερινή μας ζωή. Και πώς, βέβαια, να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που η οικονομική κατάσταση δύσκολα θα μπορούσε να μάς αφήσει ανεπηρέαστους.
Έτσι,
λίγο-πολύ έχουμε γίνει «ειδικοί» σε πολλά θέματα, θεωρώντας ότι με
αυτόν τον τρόπο ξορκίζουμε το κακό και αφυπνίζουμε τις συνειδήσεις μας.
Πολλά συνέβησαν αυτά τα μόλις 3 χρόνια, που ο καθένας θα ήθελε να τα
ξεχάσει. Ακούστηκαν πολλές ρήσεις, διατυπώθηκαν περισσότερες
αντιρρήσεις και, τελικώς, ψηφίσαμε, όπως ψηφίσαμε, αλλά το......
αποτέλεσμα είναι σεβαστό παρόλα αυτά.
αποτέλεσμα είναι σεβαστό παρόλα αυτά.
Από
τα αξιοπερίεργα αυτής της τριετίας, εκτός της ανόδου και εισόδου στη
Βουλή της Χρυσής Αυγής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο προπηλακισμός
των πολιτικών. Σαν φαινόμενο αυτό ήταν πρωτόγνωρο για τα ελληνικά
δεδομένα. Είχαμε συνηθίσει να εκθειάζουμε τους πολιτικούς, να τους
αντιμετωπίζουμε σαν κάτι καλύτερο από εμάς, των οποίων η παρουσία
κολάκευε την ύπαρξή μας, εάν βρισκόμασταν στον ίδιο χώρο με αυτούς ή
τουλάχιστον να τους ανεχόμαστε.
Από
το 2009, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Οι πολιτικοί τρώνε κατραπακιές, βλ.
Χατζηδάκης, γεύονται γιαούρτια, βλ. Πάγκαλος, τους φτύνουν ή τους
μουντζώνουν. Κανείς δε θα ήθελε να είναι στη θέση τους….
Η
οργή και η αγανάκτηση του κόσμου ήταν και είναι δικαιολογημένη.
Διαπιστώσεις του τύπου «μαζί τα φάγαμε» δεν αναιρούν την αρρωστημένη
κατάσταση και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης ή τις ουρές όσων
περιμένουν στα συσσίτια. Η κοινωνία δεν είναι άμοιρη των ευθυνών της,
αλλά δεν έχει τέτοιο μερίδιο ευθύνης όσο της καταλογίζουν οι πικραμένοι,
κατά τα άλλα, πολιτικοί.
Έτσι,
ως πολίτες έχουμε την ανάγκη να δούμε στην αρένα τους πολιτικούς να
τρώγονται. Η σάρκα τους να κατακρεουργείται και οι φωνές τους να
γιατρεύουν τη μαραμένη μας αξιοπρέπεια. Είμαστε χαρούμενοι όταν βλέπουμε
το «γαμάτο» Άκη να περιφέρεται στον Κορυδαλλό ή όταν ακούμε πως
πολιτικοί του παρελθόντος δεν τολμούν να ξεμυτίσουν από το σπίτι τους
από φόβο.
Βέβαια,
αυτό μπορεί να λειτουργεί σαν γιατροσόφι παρηγοριάς, ότι, δηλαδή, κάτι
κινείται, το οποίο μας δημιουργεί την εντύπωση ότι το σύστημα
λειτουργεί. Και το έχουμε ανάγκη αυτό ως Έλληνες. Αλλά, πού τελειώνει η
ικανοποίηση της πληγωμένης μας αξιοπρέπειας; Μέχρι ποιου σημείου θα
πούμε «εντάξει, κορέστηκα, δεν μπορώ άλλο»;
Μήπως
κάπου εδώ θα πρέπει να τραβήξουμε μία κόκκινη γραμμή και να πούμε σαν
κοινωνία ότι «ως εδώ ήταν»; Δεν υπάρχει λόγος να ξεχάσουμε προκλητικές
απαντήσεις και συμπεριφορές όπως του κ. Χρυσοχοίδη που δεν πρόλαβε να
διαβάσει το μνημόνιο. Ο ίδιος, εξάλλου, είναι πολύ δύσκολο, πλέον, να
επανεκλεγεί ή να έχει τόση δύναμη όση είχε στο παρελθόν. Η ίδια η
πραγματικότητα αυτόν και τους αντιστοίχους του θα τους τοποθετήσει, εκεί
που αξίζουν να είναι, στη σκιερή πλευρά της Ιστορίας.
Είναι,
ίσως, αυτή και μία πιο άμεση απάντηση της Δικαιοσύνης παρά από την
απάντηση, που θα περιμέναμε να δώσει το σύστημα της Δικαιοσύνης. Χωρίς,
βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι η Βουλή, στην περίπτωση εμπλοκής πολιτικών
προσώπων σε σκάνδαλα, θα «σφυρίζει» αδιάφορα. Κάθε άλλο.
Αλλά,
ως κοινωνία αντιδράσαμε αρκετά με τους «ξεπουλημένους», δε δίνουμε
συγχωροχάρτι, και ίσως να είμαστε τώρα πιο συνειδητοποιημένοι, ώστε να
μην την ξαναπατήσουμε στο μέλλον. Μήπως, όμως, θα πρέπει να αρχίσουμε να
μαζεύουμε τα κομματάκια μας και να στρέφουμε την προσοχή μας, εκτός των
οικονομικών μας αναγκών, σε άλλα θέματα, όπως η άνοδος της Χρυσής Αυγής
ή, πιο γενικά, πώς στη δική μας σφαίρα επιρροής να κάνουμε τα πράγματα
καλύτερα;