Γράφει o Θανάσης Γκότοβος
«Από παιδί κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», λέει μια ελληνική παροιμία. Ο ανώνυμος δημιουργός της μάλλον συγκαταλέγει στους τρελούς τον τύπο του αθυρόστομου, εκείνου που χωρίς ακριβώς να είναι τρελός, μιλά εκτός κοινωνικών συμβάσεων, κόντρα στην πολιτική ορθότητα της εποχής. Ένας τέτοιος, σε ό,τι αφορά την ολοένα επιδεινούμενη κρίση στις ελληνογερμανικές σχέσεις, είναι και ο Τίλο Ζάρατσιν, πρώην υπουργός Οικονομικών του...........
Βερολίνου και τραπεζίτης, νυν συγγραφέας υπερσυντηρητικών βιβλίων και, παρόλα αυτά, μέλος του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Σε μια πρόσφατη παρέμβασή του, ακριβώς την ημέρα των ελληνικών εκλογών, με εκτενές άρθρο στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας Frankfurter Allgemeine, ο Ζάρατσιν συνοψίζει με γλώσσα ωμή την τυπική σκοπιά από την οποία μερίδα της γερμανικής εκδοτικής, πολιτικής και οικονομικής ελίτ βλέπει την κρίση χρέους στην Ελλάδα, αλλά και την αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην κρίση. Η παρέμβαση αυτή πέρασε απαρατήρητη για τους Έλληνες, καθώς ο «δράστης» δεν διαθέτει πλέον πολιτική ιδιότητα.
Ωστόσο, ένας αθυρόστομος τραπεζίτης που παραβιάζει τους κανόνες της επικοινωνιακής κομψότητας, λέγοντας ευθαρσώς εκείνα που πιστεύει μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης στη χώρα του, αλλά που η επίσημη ηγεσία μάταια προσπαθεί να θολώσει τηρώντας τις γλωσσικές συμβάσεις, μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμος. Μας επιτρέπει να δούμε πώς σκέφτεται μια εχθρική απέναντι στην προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μερίδα της γερμανικής ελίτ, η οποία φαίνεται να προτιμά μια Ευρώπη οικονομικά διαστρωματωμένη, μια Ευρώπη των πολλών οικονομικών ταχυτήτων και των αντίστοιχων ανισοτήτων. Το γεγονός ότι μέχρι τώρα η εχθρότητα της γερμανικής κοινής γνώμης στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά εναντίον των Ελλήνων παρουσιάζει μεν ενδιαφέρον, αλλά είναι δευτερεύον. Σημασία έχει η δομή αυτής της σκέψης για την Ελλάδα και τους Έλληνες που, λόγω της όξυνσης της κρίσης, έχει γίνει το «πιστεύω» του μέσου Γερμανού. Ας προσπαθήσουμε να την αποδώσουμε συνοπτικά:
Η Ελλάδα (και οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου με αντίστοιχα οικονομικά προβλήματα) ακολούθησε στο παρελθόν λανθασμένες πολιτικές που οδήγησαν, πρώτον, στην αύξηση του ελλείμματος και τη διόγκωση του χρέους για την κάλυψη της υψηλής κατανάλωσης και των δαπανών του δημοσίου και, δεύτερον, στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας και στην αντίστοιχη μείωση των εξαγωγών.
Για να καλυφθεί η αυξημένη κατανάλωση η χώρα έπρεπε να δανείζεται υπερβολικά από τις «αγορές», κάτι που, λόγω της ένταξης στην Ευρωζώνη, την κατέστησε οικονομικά εξαρτημένη, ενώ ταυτόχρονα ευνοούσε την καταναλωτική ροπή των πολιτών. Εδώ έρχεται να ενταχθεί και το βαρύ πυροβολικό της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας à la Bild για την ερμηνεία της ελληνικής κρίσης, δηλαδή το κεντρικό εξομοιωτικό «αξίωμα» για τα αίτια της κρίσης χρέους στην Ελλάδα: Ζούσατε πέρα από τις δυνατότητές σας. Πίσω από το δόγμα αυτό βρίσκεται η ιδέα μιας ιεραρχημένης – όχι όπως παλιά με βάση τη «φυλή», αλλά τώρα με βάση την ισχύ των εθνικών οικονομιών – Ευρώπης, όπου τα όρια της ευημερίας κάθε λαού (μισθοί, εμπορεύματα, υπηρεσίες, κοινωνικά αγαθά) προσδιορίζονται από την ευρωστία της εθνικής οικονομίας. Αυτό είναι το νεοφιλελεύθερο και νεοεθνικιστικό όραμα για την Ευρώπη: όχι ένα εγγυημένο κοινό ευρωπαϊκό επίπεδο ευημερίας για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά ευημερία ανάλογα με τη θέση κάθε «λαού» στην ιεραρχία που επιβάλλουν οι «αγορές». Κι όποιος αντέξει.
Όταν οι «αγορές», για τους δικούς τους λόγους, σταματούν να δανείζουν τους «άσωτους» με λογικά επιτόκια, οι τελευταίοι ζητούν δάνεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων επωμίζεται η Γερμανία. Ο γερμανός φορολογούμενος πληρώνει τότε το λογαριασμό για την «προκλητική» συνήθεια των λαών του ευρωπαϊκού νότου να θέλουν να ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους, με άλλα λόγια να ζουν με δανεικά που δεν πρόκειται να επιστρέψουν ποτέ, γιατί απλά δεν μπορούν να τα εξοφλήσουν.
Και ενώ η σωστή λύση θα ήταν να επιστρέψουν οι χώρες αυτές στο εθνικό τους νόμισμα, προκειμένου να γίνουν φτηνές, και έτσι ανταγωνιστικές, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών επιμένει να τις κρατά πάσει θυσία στην Ευρωζώνη, επιβάλλοντας μεταρρυθμίσεις οι οποίες όμως εκλαμβάνονται από τους πολίτες ως εξωτερική παρέμβαση στα εσωτερικά τους. Έτσι, αντί οι χώρες που παίρνουν τα δάνεια να ευγνωμονούν τη Γερμανία που τις σώζει, στο τέλος, λέει ο Sarrazin, “εισπράττουμε ύβρεις και συγκρίσεις με τους ναζί”. Ενώ εμείς δανείζουμε υπό τον όρο οι χώρες να γίνουν ανταγωνιστικές, αυτές δεν προχωρούν στην αναγκαία εσωτερική υποτίμηση της τάξεως του 30-50% και εν τέλει γίνονται ένα βαρέλι δίχως πάτο, μέσα στο οποίο η Ευρώπη καλείται να ρίχνει διαρκώς χρήματα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η αλληλεγγύη που δείχνει ο Γερμανός φορολογούμενος για να χρηματοδοτήσει την υπερκατανάλωση του ευρωπαϊκού νότου, αλλά ο νότος, παρέα με τους «αγγλοσάξωνες», ισχυρίζεται ξεδιάντροπα ότι (οι Γερμανοί) έχουμε ηθική υποχρέωση να βοηθήσουμε τις προβληματικές χώρες, επειδή οι παππούδες μας ξεκίνησαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον οποίο η τρίτη μεταπολεμική γενιά ακόμη συνεχίζει να πληρώνει αποζημιώσεις.
«Αυτό είναι άδικο», θα ξεσπάσει ο μέσος Γερμανός. Επί τέλους, έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τον καιρό του Χίτλερ. Δεν είναι δυνατόν κάθε φορά που κάποια χώρα χρειάζεται δάνεια, να μας υπενθυμίζει την ενοχή μας για τον πόλεμο και τις θηριωδίες που έκαναν οι πρόγονοί μας. Δεν θέλουμε να ζούμε διαρκώς με το στίγμα του Ολοκαυτώματος. Η Γερμανία, όπως κάθε χώρα, έχει ζωτικά εθνικά συμφέροντα που οφείλει να υπερασπιστεί. Μετά την πτώση του τείχους έχει γίνει, πλέον, μια κανονική χώρα και είναι καιρός να μάθουν όλοι ότι οι προσδοκίες απέναντι στη χώρα μας δεν μπορούν να διαφέρουν από τις προσδοκίες απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη «νορμάλ» χώρα. Όσοι έχουν οικονομικά προβλήματα, ας φροντίσουν να τα λύσουν μόνοι τους, αφού οι ίδιοι τα δημιούργησαν, με τις λανθασμένες πολιτικές τους. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να πληρώνουμε για τα λάθη σας και για τις κακές σας συνήθειες.
Κάπως έτσι επιχειρηματολογεί στη παρέμβασή του για τα ελληνικά πράγματα – η οποία, προφανώς, έγινε για να διαβαστεί περισσότερο από Γερμανούς και λιγότερο από Έλληνες – ο Ζάρατσιν, προτείνοντας μάλιστα και οικονομικά κίνητρα στην χώρα μας για την έξοδο από την ευρωζώνη. Αλλά δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό του. Εκφράζει μια εχθρική για την Ελλάδα κοινή γνώμη που θεωρεί ότι δεν μπορεί να χρηματοδοτεί εσαεί – λόγω των ευθυνών για το Ολοκαύτωμα – την εξυγίανση χωρών με διεφθαρμένες ηγεσίες, με αναποτελεσματικό κράτος και κακομαθημένους λαούς. Το κλίμα αυτό δεν μπόρεσε, ούτε και θα μπορούσε εύκολα, να αγνοήσει η γερμανική κυβέρνηση, όταν κλήθηκε να διαχειριστεί την ελληνική κρίση. Είναι, όμως, ένα κλίμα που δεν προέκυψε ξαφνικά, καθώς σημαντική μερίδα της γερμανικής ελίτ συνέβαλε στη δημιουργία του. Με τα μέσα που διέθετε, διαμόρφωσε τελικά μια κοινή γνώμη η οποία τώρα την ακολουθεί κατά πόδας. Και μαζί με την κυβέρνησή της κυνηγά και το όραμα για μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η εικόνα της ανεπιθύμητης συλλογικότητας που ζει απομυζώντας τον πλούτο των εργατικών «άλλων», συνδέεται με πολύ δυσάρεστες, με τραγικές στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Είναι χρέος μας να την αποδομήσουμε αμοιβαία πριν είναι αργά.
Ο Ζάρατσιν θα παραμείνει μάλλον αμετάπειστος, το ίδιο και οι «αγορές». Η Μέρκελ θα προσπαθήσει να ισορροπήσει ανάμεσα στα ισχυρά οικονομικά λόμπι, την εκλογική της πελατεία και τον κίνδυνο ευρωπαϊκής απομόνωσης και θα συνεχίζει μιλά σαν μια αυστηρή δασκάλα για μια νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή τάξη, παίζοντας στα ζάρια την ίδια την υπόσταση της Ευρώπης. Κι εμείς; Εμείς θα έπρεπε, αν μπορούσαμε, να κάνουμε τα εξής: πρώτον, να πετάξουμε τον ιδεολογικό ζουρλομανδύα που μας έχουν ετοιμάσει οι ταλιμπάν των «αγορών», δεύτερον να ξηλώσουμε το αμαρτωλό κράτος και να οικοδομήσουμε στη θέση του ένα νέο, και τρίτον να χτίσουμε συμμαχίες με άλλους τιμωρημένους μαθητές της Ευρώπης για να αμφισβητήσουμε από κοινού το κύρος της ευρωδασκάλας με τη βέργα. Θα μπορέσουμε άραγε;
«Από παιδί κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», λέει μια ελληνική παροιμία. Ο ανώνυμος δημιουργός της μάλλον συγκαταλέγει στους τρελούς τον τύπο του αθυρόστομου, εκείνου που χωρίς ακριβώς να είναι τρελός, μιλά εκτός κοινωνικών συμβάσεων, κόντρα στην πολιτική ορθότητα της εποχής. Ένας τέτοιος, σε ό,τι αφορά την ολοένα επιδεινούμενη κρίση στις ελληνογερμανικές σχέσεις, είναι και ο Τίλο Ζάρατσιν, πρώην υπουργός Οικονομικών του...........
Βερολίνου και τραπεζίτης, νυν συγγραφέας υπερσυντηρητικών βιβλίων και, παρόλα αυτά, μέλος του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Σε μια πρόσφατη παρέμβασή του, ακριβώς την ημέρα των ελληνικών εκλογών, με εκτενές άρθρο στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας Frankfurter Allgemeine, ο Ζάρατσιν συνοψίζει με γλώσσα ωμή την τυπική σκοπιά από την οποία μερίδα της γερμανικής εκδοτικής, πολιτικής και οικονομικής ελίτ βλέπει την κρίση χρέους στην Ελλάδα, αλλά και την αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην κρίση. Η παρέμβαση αυτή πέρασε απαρατήρητη για τους Έλληνες, καθώς ο «δράστης» δεν διαθέτει πλέον πολιτική ιδιότητα.
Ωστόσο, ένας αθυρόστομος τραπεζίτης που παραβιάζει τους κανόνες της επικοινωνιακής κομψότητας, λέγοντας ευθαρσώς εκείνα που πιστεύει μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης στη χώρα του, αλλά που η επίσημη ηγεσία μάταια προσπαθεί να θολώσει τηρώντας τις γλωσσικές συμβάσεις, μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμος. Μας επιτρέπει να δούμε πώς σκέφτεται μια εχθρική απέναντι στην προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μερίδα της γερμανικής ελίτ, η οποία φαίνεται να προτιμά μια Ευρώπη οικονομικά διαστρωματωμένη, μια Ευρώπη των πολλών οικονομικών ταχυτήτων και των αντίστοιχων ανισοτήτων. Το γεγονός ότι μέχρι τώρα η εχθρότητα της γερμανικής κοινής γνώμης στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά εναντίον των Ελλήνων παρουσιάζει μεν ενδιαφέρον, αλλά είναι δευτερεύον. Σημασία έχει η δομή αυτής της σκέψης για την Ελλάδα και τους Έλληνες που, λόγω της όξυνσης της κρίσης, έχει γίνει το «πιστεύω» του μέσου Γερμανού. Ας προσπαθήσουμε να την αποδώσουμε συνοπτικά:
Η Ελλάδα (και οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου με αντίστοιχα οικονομικά προβλήματα) ακολούθησε στο παρελθόν λανθασμένες πολιτικές που οδήγησαν, πρώτον, στην αύξηση του ελλείμματος και τη διόγκωση του χρέους για την κάλυψη της υψηλής κατανάλωσης και των δαπανών του δημοσίου και, δεύτερον, στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας και στην αντίστοιχη μείωση των εξαγωγών.
Για να καλυφθεί η αυξημένη κατανάλωση η χώρα έπρεπε να δανείζεται υπερβολικά από τις «αγορές», κάτι που, λόγω της ένταξης στην Ευρωζώνη, την κατέστησε οικονομικά εξαρτημένη, ενώ ταυτόχρονα ευνοούσε την καταναλωτική ροπή των πολιτών. Εδώ έρχεται να ενταχθεί και το βαρύ πυροβολικό της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας à la Bild για την ερμηνεία της ελληνικής κρίσης, δηλαδή το κεντρικό εξομοιωτικό «αξίωμα» για τα αίτια της κρίσης χρέους στην Ελλάδα: Ζούσατε πέρα από τις δυνατότητές σας. Πίσω από το δόγμα αυτό βρίσκεται η ιδέα μιας ιεραρχημένης – όχι όπως παλιά με βάση τη «φυλή», αλλά τώρα με βάση την ισχύ των εθνικών οικονομιών – Ευρώπης, όπου τα όρια της ευημερίας κάθε λαού (μισθοί, εμπορεύματα, υπηρεσίες, κοινωνικά αγαθά) προσδιορίζονται από την ευρωστία της εθνικής οικονομίας. Αυτό είναι το νεοφιλελεύθερο και νεοεθνικιστικό όραμα για την Ευρώπη: όχι ένα εγγυημένο κοινό ευρωπαϊκό επίπεδο ευημερίας για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά ευημερία ανάλογα με τη θέση κάθε «λαού» στην ιεραρχία που επιβάλλουν οι «αγορές». Κι όποιος αντέξει.
Όταν οι «αγορές», για τους δικούς τους λόγους, σταματούν να δανείζουν τους «άσωτους» με λογικά επιτόκια, οι τελευταίοι ζητούν δάνεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων επωμίζεται η Γερμανία. Ο γερμανός φορολογούμενος πληρώνει τότε το λογαριασμό για την «προκλητική» συνήθεια των λαών του ευρωπαϊκού νότου να θέλουν να ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους, με άλλα λόγια να ζουν με δανεικά που δεν πρόκειται να επιστρέψουν ποτέ, γιατί απλά δεν μπορούν να τα εξοφλήσουν.
Και ενώ η σωστή λύση θα ήταν να επιστρέψουν οι χώρες αυτές στο εθνικό τους νόμισμα, προκειμένου να γίνουν φτηνές, και έτσι ανταγωνιστικές, η γραφειοκρατία των Βρυξελλών επιμένει να τις κρατά πάσει θυσία στην Ευρωζώνη, επιβάλλοντας μεταρρυθμίσεις οι οποίες όμως εκλαμβάνονται από τους πολίτες ως εξωτερική παρέμβαση στα εσωτερικά τους. Έτσι, αντί οι χώρες που παίρνουν τα δάνεια να ευγνωμονούν τη Γερμανία που τις σώζει, στο τέλος, λέει ο Sarrazin, “εισπράττουμε ύβρεις και συγκρίσεις με τους ναζί”. Ενώ εμείς δανείζουμε υπό τον όρο οι χώρες να γίνουν ανταγωνιστικές, αυτές δεν προχωρούν στην αναγκαία εσωτερική υποτίμηση της τάξεως του 30-50% και εν τέλει γίνονται ένα βαρέλι δίχως πάτο, μέσα στο οποίο η Ευρώπη καλείται να ρίχνει διαρκώς χρήματα.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η αλληλεγγύη που δείχνει ο Γερμανός φορολογούμενος για να χρηματοδοτήσει την υπερκατανάλωση του ευρωπαϊκού νότου, αλλά ο νότος, παρέα με τους «αγγλοσάξωνες», ισχυρίζεται ξεδιάντροπα ότι (οι Γερμανοί) έχουμε ηθική υποχρέωση να βοηθήσουμε τις προβληματικές χώρες, επειδή οι παππούδες μας ξεκίνησαν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για τον οποίο η τρίτη μεταπολεμική γενιά ακόμη συνεχίζει να πληρώνει αποζημιώσεις.
«Αυτό είναι άδικο», θα ξεσπάσει ο μέσος Γερμανός. Επί τέλους, έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τον καιρό του Χίτλερ. Δεν είναι δυνατόν κάθε φορά που κάποια χώρα χρειάζεται δάνεια, να μας υπενθυμίζει την ενοχή μας για τον πόλεμο και τις θηριωδίες που έκαναν οι πρόγονοί μας. Δεν θέλουμε να ζούμε διαρκώς με το στίγμα του Ολοκαυτώματος. Η Γερμανία, όπως κάθε χώρα, έχει ζωτικά εθνικά συμφέροντα που οφείλει να υπερασπιστεί. Μετά την πτώση του τείχους έχει γίνει, πλέον, μια κανονική χώρα και είναι καιρός να μάθουν όλοι ότι οι προσδοκίες απέναντι στη χώρα μας δεν μπορούν να διαφέρουν από τις προσδοκίες απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη «νορμάλ» χώρα. Όσοι έχουν οικονομικά προβλήματα, ας φροντίσουν να τα λύσουν μόνοι τους, αφού οι ίδιοι τα δημιούργησαν, με τις λανθασμένες πολιτικές τους. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να πληρώνουμε για τα λάθη σας και για τις κακές σας συνήθειες.
Κάπως έτσι επιχειρηματολογεί στη παρέμβασή του για τα ελληνικά πράγματα – η οποία, προφανώς, έγινε για να διαβαστεί περισσότερο από Γερμανούς και λιγότερο από Έλληνες – ο Ζάρατσιν, προτείνοντας μάλιστα και οικονομικά κίνητρα στην χώρα μας για την έξοδο από την ευρωζώνη. Αλλά δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό του. Εκφράζει μια εχθρική για την Ελλάδα κοινή γνώμη που θεωρεί ότι δεν μπορεί να χρηματοδοτεί εσαεί – λόγω των ευθυνών για το Ολοκαύτωμα – την εξυγίανση χωρών με διεφθαρμένες ηγεσίες, με αναποτελεσματικό κράτος και κακομαθημένους λαούς. Το κλίμα αυτό δεν μπόρεσε, ούτε και θα μπορούσε εύκολα, να αγνοήσει η γερμανική κυβέρνηση, όταν κλήθηκε να διαχειριστεί την ελληνική κρίση. Είναι, όμως, ένα κλίμα που δεν προέκυψε ξαφνικά, καθώς σημαντική μερίδα της γερμανικής ελίτ συνέβαλε στη δημιουργία του. Με τα μέσα που διέθετε, διαμόρφωσε τελικά μια κοινή γνώμη η οποία τώρα την ακολουθεί κατά πόδας. Και μαζί με την κυβέρνησή της κυνηγά και το όραμα για μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η εικόνα της ανεπιθύμητης συλλογικότητας που ζει απομυζώντας τον πλούτο των εργατικών «άλλων», συνδέεται με πολύ δυσάρεστες, με τραγικές στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Είναι χρέος μας να την αποδομήσουμε αμοιβαία πριν είναι αργά.
Ο Ζάρατσιν θα παραμείνει μάλλον αμετάπειστος, το ίδιο και οι «αγορές». Η Μέρκελ θα προσπαθήσει να ισορροπήσει ανάμεσα στα ισχυρά οικονομικά λόμπι, την εκλογική της πελατεία και τον κίνδυνο ευρωπαϊκής απομόνωσης και θα συνεχίζει μιλά σαν μια αυστηρή δασκάλα για μια νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή τάξη, παίζοντας στα ζάρια την ίδια την υπόσταση της Ευρώπης. Κι εμείς; Εμείς θα έπρεπε, αν μπορούσαμε, να κάνουμε τα εξής: πρώτον, να πετάξουμε τον ιδεολογικό ζουρλομανδύα που μας έχουν ετοιμάσει οι ταλιμπάν των «αγορών», δεύτερον να ξηλώσουμε το αμαρτωλό κράτος και να οικοδομήσουμε στη θέση του ένα νέο, και τρίτον να χτίσουμε συμμαχίες με άλλους τιμωρημένους μαθητές της Ευρώπης για να αμφισβητήσουμε από κοινού το κύρος της ευρωδασκάλας με τη βέργα. Θα μπορέσουμε άραγε;