Γράφει ο Τάσος Παππάς
Σαν να μην έχει συμβεί τίποτε τα τελευταία χρόνια στη χώρα συμπεριφέρονται μερικά κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Συνεχίζουν την παλιά τους «τέχνη κόσκινο» στο θέμα των πολιτικών συμμαχιών. Παίρνουν το γνωστό αυστηρό ύφος τους, κατακεραυνώνουν τη Δεξιά, απορρίπτουν κάθε ιδέα για συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία και.......
προτείνουν προοδευτική διακυβέρνηση με τη συμμετοχή των κομμάτων της Αριστεράς. Οι άνθρωποι, αν δεν εξαπατούν συνειδητά τους πολίτες, φαίνεται πως έχουν μείνει κολλημένοι στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τότε που η μυθολογία περί συμπόρευσης των προοδευτικών δυνάμεων είχε πολλούς οπαδούς.
Το πώς αντιλαμβανόταν το ΠΑΣΟΚ τη συνεννόηση με τα κόμματα της Αριστεράς το ξέρουν πια και οι πέτρες. Θυμόταν την Αριστερά όταν είχε προβλήματα [περίοδος σκανδάλων 1989] και παραμονές των εκλογών, ενώ από την επόμενη της νίκης του ξεκινούσε τη μονοκομματική πορεία του, χωρίς ωστόσο να παραιτείται από τη ρητορική της συνεργασίας. Στα λόγια ήταν θερμό, στις πράξεις ξινό. Ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμυθιάσματος στην ιστορία της Μεταπολίτευσης έχει μείνει η φράση του Ανδρέα Παπανδρέου στον Χαρίλαο Φλωράκη: «Χαρίλαε μη χάνεσαι, θα σε πάρω τηλέφωνο σύντομα για να κανονίσουμε το σχηματισμό κυβέρνησης» φέρεται να είπε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ στον ιστορική ηγέτη του ΚΚΕ, το βράδυ που εκείνος επικοινώνησε μαζί του για να τον συγχαρεί για τη νίκη του στις εκλογές του 1981.
Το καλαμπούρι συνεχίστηκε, πήρε ταπεινωτικές για την Αριστερά μορφές όταν τα κόμματά της αντιμετωπίζονταν από την πράσινη γραφειοκρατία σαν τσόντες στη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη» [‘ΠΑΣΟΚ και λοιπές προοδευτικές δυνάμεις’ ήταν το τηλεοπτικό σλόγκαν] και είχε αποτέλεσμα αφού πολύς κόσμος έβλεπε τη Δεξιά σαν μπαμπούλα και το ΠΑΣΟΚ ως το προοδευτικό καταφύγιο. Οι αυταπάτες της ηγεσίας της Αριστεράς για τις πραγματικές προθέσεις του ΠΑΣΟΚ σιγά-σιγά υποχώρησαν και οι αριστεροί πολίτες διαπίστωσαν με οδυνηρό τρόπο ότι αυτό το παιχνίδι το χρησιμοποιούσε το ΠΑΣΟΚ για να τους κρατά εγκλωβισμένους στο δίπολο Δεξιά-αντιδεξιά.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς πού ποντάρουν σήμερα οι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ επαναφέροντας στο προσκήνιο το ίδιο μοτίβο. Υπάρχει περίπτωση να «τσιμπήσει» κάποιο από τα κόμματα της; Το ΚΚΕ; Ούτε κατά διάνοια. Ο ΣΥΡΙΖΑ; Αποκλείεται. Η ΔΗΜΑΡ; Δεν έχει κανένα λόγο να βάλει πλάτη για να βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ να εξαγνιστεί πολιτικά και ιδεολογικά και να ανακάμψει εκλογικά. Ενδεχομένως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να πιστεύει ότι μπορεί να δελεαστούν οι οπαδοί του που έχουν μετακινηθεί προς τ’ αριστερά και εκείνοι που το ψήφισαν το 2009 και παραμένουν ακόμη δίβουλοι στην περιοχή των αναποφάσιστων.
Βάση συνεργασίας ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά δεν υπάρχει. Τότε που πράγματι υπήρχε [τη δεκαετία του ‘70] το ΠΑΣΟΚ φρόντισε να την υπονομεύσει για να μην αποκτήσει συνεταίρους στη διακυβέρνηση. Υπάρχει, όμως, ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. Τα δύο κόμματα ψήφισαν τις πολιτικές που εφαρμόζονται, δεσμεύτηκαν απέναντι στους δανειστές ότι δεν θα παρεκκλίνουν και στην παρούσα φάση είναι τα πιο συγγενή σχήματα στην πολιτική ζωή. Αμφότερα ανήκουν στον αστερισμό του νεοφιλελευθερισμού.
Σαν να μην έχει συμβεί τίποτε τα τελευταία χρόνια στη χώρα συμπεριφέρονται μερικά κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Συνεχίζουν την παλιά τους «τέχνη κόσκινο» στο θέμα των πολιτικών συμμαχιών. Παίρνουν το γνωστό αυστηρό ύφος τους, κατακεραυνώνουν τη Δεξιά, απορρίπτουν κάθε ιδέα για συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία και.......
προτείνουν προοδευτική διακυβέρνηση με τη συμμετοχή των κομμάτων της Αριστεράς. Οι άνθρωποι, αν δεν εξαπατούν συνειδητά τους πολίτες, φαίνεται πως έχουν μείνει κολλημένοι στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τότε που η μυθολογία περί συμπόρευσης των προοδευτικών δυνάμεων είχε πολλούς οπαδούς.
Το πώς αντιλαμβανόταν το ΠΑΣΟΚ τη συνεννόηση με τα κόμματα της Αριστεράς το ξέρουν πια και οι πέτρες. Θυμόταν την Αριστερά όταν είχε προβλήματα [περίοδος σκανδάλων 1989] και παραμονές των εκλογών, ενώ από την επόμενη της νίκης του ξεκινούσε τη μονοκομματική πορεία του, χωρίς ωστόσο να παραιτείται από τη ρητορική της συνεργασίας. Στα λόγια ήταν θερμό, στις πράξεις ξινό. Ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμυθιάσματος στην ιστορία της Μεταπολίτευσης έχει μείνει η φράση του Ανδρέα Παπανδρέου στον Χαρίλαο Φλωράκη: «Χαρίλαε μη χάνεσαι, θα σε πάρω τηλέφωνο σύντομα για να κανονίσουμε το σχηματισμό κυβέρνησης» φέρεται να είπε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ στον ιστορική ηγέτη του ΚΚΕ, το βράδυ που εκείνος επικοινώνησε μαζί του για να τον συγχαρεί για τη νίκη του στις εκλογές του 1981.
Το καλαμπούρι συνεχίστηκε, πήρε ταπεινωτικές για την Αριστερά μορφές όταν τα κόμματά της αντιμετωπίζονταν από την πράσινη γραφειοκρατία σαν τσόντες στη «μεγάλη δημοκρατική παράταξη» [‘ΠΑΣΟΚ και λοιπές προοδευτικές δυνάμεις’ ήταν το τηλεοπτικό σλόγκαν] και είχε αποτέλεσμα αφού πολύς κόσμος έβλεπε τη Δεξιά σαν μπαμπούλα και το ΠΑΣΟΚ ως το προοδευτικό καταφύγιο. Οι αυταπάτες της ηγεσίας της Αριστεράς για τις πραγματικές προθέσεις του ΠΑΣΟΚ σιγά-σιγά υποχώρησαν και οι αριστεροί πολίτες διαπίστωσαν με οδυνηρό τρόπο ότι αυτό το παιχνίδι το χρησιμοποιούσε το ΠΑΣΟΚ για να τους κρατά εγκλωβισμένους στο δίπολο Δεξιά-αντιδεξιά.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς πού ποντάρουν σήμερα οι παράγοντες του ΠΑΣΟΚ επαναφέροντας στο προσκήνιο το ίδιο μοτίβο. Υπάρχει περίπτωση να «τσιμπήσει» κάποιο από τα κόμματα της; Το ΚΚΕ; Ούτε κατά διάνοια. Ο ΣΥΡΙΖΑ; Αποκλείεται. Η ΔΗΜΑΡ; Δεν έχει κανένα λόγο να βάλει πλάτη για να βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ να εξαγνιστεί πολιτικά και ιδεολογικά και να ανακάμψει εκλογικά. Ενδεχομένως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να πιστεύει ότι μπορεί να δελεαστούν οι οπαδοί του που έχουν μετακινηθεί προς τ’ αριστερά και εκείνοι που το ψήφισαν το 2009 και παραμένουν ακόμη δίβουλοι στην περιοχή των αναποφάσιστων.
Βάση συνεργασίας ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και την Αριστερά δεν υπάρχει. Τότε που πράγματι υπήρχε [τη δεκαετία του ‘70] το ΠΑΣΟΚ φρόντισε να την υπονομεύσει για να μην αποκτήσει συνεταίρους στη διακυβέρνηση. Υπάρχει, όμως, ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. Τα δύο κόμματα ψήφισαν τις πολιτικές που εφαρμόζονται, δεσμεύτηκαν απέναντι στους δανειστές ότι δεν θα παρεκκλίνουν και στην παρούσα φάση είναι τα πιο συγγενή σχήματα στην πολιτική ζωή. Αμφότερα ανήκουν στον αστερισμό του νεοφιλελευθερισμού.