Γράφει ο Μιχάλης Μητσός
«Αυτό που εμείς οι δημοσιογράφοι γνωρίζαμε ανέκαθεν είναι ότι σε όλες τις περιόδους ριζοσπαστικών αλλαγών, σε όλους τους βίαιους μετασχηματισμούς σαν κι αυτόν που ζούμε, υπάρχουν συνήθως νεκροί. Δεκάδες νεκροί στο δρόμο. Και η ερώτηση που κάνουμε στον εαυτό μας δεν είναι πόσοι δημοσιογράφοι θα επιβιώσουν (θα είναι πολλοί), αλλά αν μεταξύ των θυμάτων θα .......
είναι και η ίδια η δημοσιογραφία, καθώς οι μετασχηματισμοί προκαλούν την απορρόφησή της από κάτι πολύ εκτενέστερο, και πολύ διαφορετικό, την επικοινωνία. Το πιο θλιβερό θα είναι αν, φοβούμενοι ότι θα μας σκοτώσουν, καταλήξουμε να ρίξουμε εμείς τη χαριστική βολή στη δημοσιογραφία».
Αυτό το μήνυμα έστειλε η Σολεδάδ Γκαγιέγο-Ντίαθ στους φοιτητές της μεταπτυχιακής Σχολής Δημοσιογραφίας της Ελ Παϊς, εγκαινιάζοντας προχθές την 26η χρονιά του θεσμού αυτού. Μεταξύ των ιδρυτικών στελεχών της ισπανικής εφημερίδας, ανταποκρίτρια μέχρι πριν από λίγους μήνες στο Μπουένος Αίρες, η 60χρονη δημοσιογράφος έχει κάνει τα πάντα στην καριέρα της: συντάκτρια, ρεπόρτερ, αρθρογράφος, αρχισυντάκτρια και διευθύντρια σύνταξης. Περισσότερο απ’όλα, όμως, της άρεσε πάντα να γράφει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αυτοκτονήσουμε, τόνισε. Ο πρώτος είναι να πιστέψουμε ότι η δημοσιογραφία είναι «δικιά μας», ανήκει δηλαδή σε μια καθορισμένη γενιά επαγγελματιών που την προστατεύει από τις αλλαγές και τις καινούργιες επιρροές. Το πρόβλημα δεν είναι αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει η δημοσιογραφία με τη μορφή χαρτιού ή ταμπλέτας, αλλά τι είναι η δημοσιογραφία σ’αυτή τη νέα εποχή, πώς την επηρεάζουν τα νέα εργαλεία και οι νέες διεργασίες, και κατά πόσον αυτά τα εργαλεία μπορούν να επηρεάσουν, ή και να διαλύσουν, τους βασικούς κανόνες του επαγγέλματος.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να μπερδέψουμε τη δημοσιογραφία με την επικοινωνία: η πρώτη έχει κανόνες, αρχές, και συγκεκριμένους στόχους. Για να αποφεύγει τις κακοτοπιές, καλό είναι ο επαγγελματίας δημοσιογράφος να μη νιώθει ότι έχει απέναντί του πελάτες ή καταναλωτές, αλλά αναγνώστες, ακροατές και τηλεθεατές. Καλό είναι επίσης να μη θεωρεί ότι μπορεί η ερασιτεχνική δημοσιογραφία να αντικαταστήσει την επαγγελματική. «Αν για να γίνουν γνωστά αυτά που συμβαίνουν στη Χομς αρκούν το Twitter, το Facebook και τα μπλογκς των κατοίκων», αναρωτήθηκε η Γκαγιέγο-Ντίαθ, «γιατί πήγε εκεί και γιατί πέθανε η Μαρί Κόλβιν;»
Για τους δημοσιογράφους, συνέχισε, υπάρχει ακόμη ένας τρόπος να αυτοπυροβοληθούν, ο χειρότερος απ’όλους: η βιασύνη. Τα νέα μέσα ενημέρωσης επιβραβεύουν την ταχύτητα, όμως δημοσιογραφία σημαίνει να ερευνάς τα γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος, και να το κάνεις με σεβασμό στους κανόνες. Δημοσίου ενδιαφέροντος δεν είναι αυτά που ενδιαφέρουν περισσότερο τον κόσμο, αλλά κάτι διαφορετικό. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο βρετανικός κώδικας δεοντολογίας, «είναι να ερευνάς και να αποκαλύπτεις αδικήματα, εγκλήματα ή αντικοινωνικές συμπεριφορές. Να προστατεύεις την ασφάλεια και τη δημόσια υγεία. Να αποτρέπεις την παραπλάνηση των πολιτών από τις πράξεις ή τις δηλώσεις ενός ατόμου ή μιας οργάνωσης».
Γι’αυτά όμως χρειάζεται εκπαίδευση. Φιλότιμο. Αποφασιστικότητα. Και χρόνος.
«Αυτό που εμείς οι δημοσιογράφοι γνωρίζαμε ανέκαθεν είναι ότι σε όλες τις περιόδους ριζοσπαστικών αλλαγών, σε όλους τους βίαιους μετασχηματισμούς σαν κι αυτόν που ζούμε, υπάρχουν συνήθως νεκροί. Δεκάδες νεκροί στο δρόμο. Και η ερώτηση που κάνουμε στον εαυτό μας δεν είναι πόσοι δημοσιογράφοι θα επιβιώσουν (θα είναι πολλοί), αλλά αν μεταξύ των θυμάτων θα .......
είναι και η ίδια η δημοσιογραφία, καθώς οι μετασχηματισμοί προκαλούν την απορρόφησή της από κάτι πολύ εκτενέστερο, και πολύ διαφορετικό, την επικοινωνία. Το πιο θλιβερό θα είναι αν, φοβούμενοι ότι θα μας σκοτώσουν, καταλήξουμε να ρίξουμε εμείς τη χαριστική βολή στη δημοσιογραφία».
Αυτό το μήνυμα έστειλε η Σολεδάδ Γκαγιέγο-Ντίαθ στους φοιτητές της μεταπτυχιακής Σχολής Δημοσιογραφίας της Ελ Παϊς, εγκαινιάζοντας προχθές την 26η χρονιά του θεσμού αυτού. Μεταξύ των ιδρυτικών στελεχών της ισπανικής εφημερίδας, ανταποκρίτρια μέχρι πριν από λίγους μήνες στο Μπουένος Αίρες, η 60χρονη δημοσιογράφος έχει κάνει τα πάντα στην καριέρα της: συντάκτρια, ρεπόρτερ, αρθρογράφος, αρχισυντάκτρια και διευθύντρια σύνταξης. Περισσότερο απ’όλα, όμως, της άρεσε πάντα να γράφει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αυτοκτονήσουμε, τόνισε. Ο πρώτος είναι να πιστέψουμε ότι η δημοσιογραφία είναι «δικιά μας», ανήκει δηλαδή σε μια καθορισμένη γενιά επαγγελματιών που την προστατεύει από τις αλλαγές και τις καινούργιες επιρροές. Το πρόβλημα δεν είναι αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει η δημοσιογραφία με τη μορφή χαρτιού ή ταμπλέτας, αλλά τι είναι η δημοσιογραφία σ’αυτή τη νέα εποχή, πώς την επηρεάζουν τα νέα εργαλεία και οι νέες διεργασίες, και κατά πόσον αυτά τα εργαλεία μπορούν να επηρεάσουν, ή και να διαλύσουν, τους βασικούς κανόνες του επαγγέλματος.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να μπερδέψουμε τη δημοσιογραφία με την επικοινωνία: η πρώτη έχει κανόνες, αρχές, και συγκεκριμένους στόχους. Για να αποφεύγει τις κακοτοπιές, καλό είναι ο επαγγελματίας δημοσιογράφος να μη νιώθει ότι έχει απέναντί του πελάτες ή καταναλωτές, αλλά αναγνώστες, ακροατές και τηλεθεατές. Καλό είναι επίσης να μη θεωρεί ότι μπορεί η ερασιτεχνική δημοσιογραφία να αντικαταστήσει την επαγγελματική. «Αν για να γίνουν γνωστά αυτά που συμβαίνουν στη Χομς αρκούν το Twitter, το Facebook και τα μπλογκς των κατοίκων», αναρωτήθηκε η Γκαγιέγο-Ντίαθ, «γιατί πήγε εκεί και γιατί πέθανε η Μαρί Κόλβιν;»
Για τους δημοσιογράφους, συνέχισε, υπάρχει ακόμη ένας τρόπος να αυτοπυροβοληθούν, ο χειρότερος απ’όλους: η βιασύνη. Τα νέα μέσα ενημέρωσης επιβραβεύουν την ταχύτητα, όμως δημοσιογραφία σημαίνει να ερευνάς τα γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος, και να το κάνεις με σεβασμό στους κανόνες. Δημοσίου ενδιαφέροντος δεν είναι αυτά που ενδιαφέρουν περισσότερο τον κόσμο, αλλά κάτι διαφορετικό. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο βρετανικός κώδικας δεοντολογίας, «είναι να ερευνάς και να αποκαλύπτεις αδικήματα, εγκλήματα ή αντικοινωνικές συμπεριφορές. Να προστατεύεις την ασφάλεια και τη δημόσια υγεία. Να αποτρέπεις την παραπλάνηση των πολιτών από τις πράξεις ή τις δηλώσεις ενός ατόμου ή μιας οργάνωσης».
Γι’αυτά όμως χρειάζεται εκπαίδευση. Φιλότιμο. Αποφασιστικότητα. Και χρόνος.