Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Δεν έχει σχέση αν το κίνημα των «αγανακτισμένων πολιτών», ξεκίνησε και στην Ελλάδα έπειτα από ένα σκωπτικό σχόλιο των Ισπανών συναδέλφων τους περί των Ελλήνων που κοιμούνται. Θα ήταν βέβαια πολύ καλύτερα να μη μας έβαζαν άλλοι το ξυπνητήρι, αλλά, ακόμα κι έτσι, έχει ενδιαφέρον να δούμε το ζήτημα, ή μάλλον περί τίνος μπορεί να πρόκειται.
Κατ΄ αρχάς, αγανακτισμένος σημαίνει κάποιος που έφτασε στο μη περαιτέρω. Που δεν αντέχει άλλο, αλλά και που είναι οργισμένος με κάτι. Ο αγανακτισμένος, είναι κάτι το διαφορετικό από τον διαμαρτυρόμενο. Και είναι κάτι το ακόμα πιο διαφορετικό από την έννοια του πολίτη.
Εδώ, αυτό που βιώνουμε μ’ αυτό το κίνημα, είναι ότι πρόκειται για αγανακτισμένους διαμαρτυρόμενους............
πολίτες. Κάτι που πριν δεν υπήρχε ως κάτι το αυτονόητο. Πριν υπήρχαν αγανακτισμένοι πολίτες, οι ίδιοι που υπάρχουν και σήμερα, αλλά για λόγους που δεν είναι της παρούσης να συζητήσουμε, είχαν αποφασίσει ενός άλλου είδους «διαμαρτυρία», που ήταν η αποχή από τα πολιτικά δρώμενα, ή καλύτερα, η αποχή από τα πολιτικά δρώμενα που χειραγωγούνταν από κομματικές δυνάμεις που στη συνείδηση του κόσμου θεωρούνται υπεύθυνες όχι μόνο για τη κρίση που βιώνουμε, μα και για τη παρακμή του πολιτικού συστήματος γενικά. Οι σημερινοί αγανακτισμένοι διαμαρτυρόμενοι πολίτες αποτελούν ένα μικρό μέρος του συνόλου των αγανακτισμένων πολιτών, που κατ’ ουσίαν δοκιμάζουν, πειραματίζονται με μια μορφή αντίδρασης (που δυνητικά και υπό προϋποθέσεις θα ήταν δυνατό να εξελιχθεί σε «αγώνα»), χωρίς κομματικά καπελώματα.Όμως, όλη αυτή η προσπάθεια τι σημαίνει; Ότι είναι εναντίον της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που εξ ορισμού περιέχει την ύπαρξη και δράση κομμάτων; Νομίζω πως όχι. Ακόμη κι αν είναι υπέρ μιας μορφής άμεσης δημοκρατίας, υπό τη μορφή δημοψηφισμάτων τουλάχιστον για τα σημαντικά ζητήματα (κάτι που κι εγώ είμαι υπέρ), και πάλι, τούτη η μορφή άμεσης λαϊκής συμμετοχής στη λήψη σημαντικών αποφάσεων, δεν καταργεί τα κόμματα. Επομένως, τούτο το κίνημα έχει τρεις εκδοχές : να εξελιχθεί το ίδιο σε πολιτική παράταξη και κόμμα, να εκφυλιστεί αφού εκτονωθεί δεόντως και τρίτον πράγματι να καπελωθεί κομματικά από κάποιο ή κάποια απ’ τα υπάρχοντα ή άλλα νέα κόμματα, από εκείνα που ήδη έχουν έρθει στον αφρό της πολιτικής θάλασσας.
Από την άλλη, όσο η εξουσία ανέχεται και δεν διαλύει κάποιο κίνημα (σαν αυτό που συζητάμε), και καμιά εξουσία δεν ανέχεται κάτι που πράγματι την απειλεί, εκτός αν πρόκειται για σαφή υποτίμηση μιας πράγματι σοβαρής (από άποψη συνεπειών) κατάστασης, το κίνημα των αγανακτισμένων πολιτών, ίσως να εκδηλώνεται όχι μόνο με την ανοχή του κυρίαρχου πολιτικού και κομματικού συστήματος, μα και με την συμπάθειά του αν όχι και τις ευχές του, υπολογίζοντας, τούτο το σύστημα, το πόσο ευεργετικό είναι το να υποστεί μια τέτοια αντίδραση σε σχέση με άλλου είδους και τύπου κοινωνικές εκρήξεις.
Το ενδιαφέρον συνεπώς, είναι το τι θα συμβεί και πώς θα συμβεί, αν ποτέ τούτη η πρωτοβουλία καταστεί μια οργανωμένη δύναμη. Δηλαδή, το δίπτυχο αγανάκτηση + διαμαρτυρία, ολοκληρωθεί και με το πολιτικό στοιχείο, δηλαδή, με τη προσθήκη και του «οργανωμένου πολίτη» στον «αγανακτισμένο + διαμαρτυρόμενο» άνθρωπο, δηλαδή του πολίτη που δεν είναι «πολίτης» απλά επειδή το Σύνταγμα του παρέχει πολιτικά δικαιώματα, μα διότι ταυτόχρονα «πολιτεύεται», δηλαδή, προβληματίζεται με τα κοινά, έχει άποψη για τα κοινά, μετέχει του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι με όποιο πρόσφορο και κοινωνικά αποδεκτό μέσο μπορεί. Επίσης, δεν αναφέρομαι σε κάτι σαν τη πλατεία Ταχρίρ ή ακόμα και σε ένα νέο Μάη του ’68 (με άλλες βέβαια κοινωνικές δυνάμεις και άλλα συνθήματα), όχι, δεν μιλώ για τόσο δυναμικές εξελίξεις που κατέληξαν σε απογοητεύσεις, μιλώ απλά το να αρχίσει τούτο το κίνημα να αποκτά μια σαφή οργάνωση, με κάποιου είδους ηγεσία, με σαφείς πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους, κι ακόμα παραπέρα, να ξεκαθαρίζει όχι μονάχα το ΤΙ μα και το ΠΩΣ σκέφτεται ότι θα υλοποιηθούν αυτοί οι στόχοι. Δηλαδή, το ίδιο το κίνημα να αυτοπροσδιορισθεί κοινωνικά και πολιτικά, διότι κίνημα, ακόμα και απλή διαμαρτυρία που δεν αυτοπροσδιορίζεται, είναι καταδικασμένο να καταστεί αργά ή γρήγορα λεία των ερμηνειών άλλων οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων. Αργά ή γρήγορα, το κίνημα των αγανακτισμένων πολιτών, πρέπει να δει τις προκλήσεις, διότι αν δεν τις δει αυτές θα έρθουν και θα το συναντήσουν.
Πρέπει π.χ., να δει «πού το πάει». Αν η απάντηση είναι «όσο πάει» (και νομίζω ότι την άκουσα ήδη), τότε, αυτό που θα συμβεί είναι ότι θα πρέπει να περιμένουμε κάποια στιγμή το τέλος αυτής της ωραίας και συμπαθητικής πρωτοβουλίας, που όμως, δεν θα είναι κάτι περισσότερο ούτε και κάτι λιγότερο απ’ αυτό ακριβώς που εδώ περιγράφω. Αν τώρα η απάντηση είναι ότι «οργανωνόμαστε και σύντομα θα παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο προτάσεων και δράσης», τότε, πράγματι, το θέμα αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον και θα προοιωνίσει ενδιαφέρουσες και ίσως σημαντικές εξελίξεις. Πάντως, το να αποφύγει την πολιτική αποκλείεται. Είτε θα την κατακτήσει επιχειρώντας να προσφέρει κάτι το πραγματικά νέο, είτε θα κατακτηθεί απ’ το παλιό. Μπορεί να κινηθεί και ενδιάμεσα. Ούτε νέο ούτε παλιό : αυτό θα ήταν το τραγελαφικό…
Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι αναγκαίο να αναδυθεί μια ηγεσία. Το αντίθετο, αν δηλαδή νομίζουν ότι μπορούν να προχωρήσουν αρκετά χωρίς ηγεσία ή χωρίς ηγεσία που να γίνει δημόσια γνωστή, αυτό είναι ουτοπικό.
Τέλος, πρέπει να σημειώσω το τι πραγματικά ανέδειξε τούτη η πρωτοβουλία των αγανακτισμένων πολιτών, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ απ’ τη κατάληξη που θα έχει. Ανέδειξε το πόσο ώριμες είναι οι συνθήκες για να ακολουθήσει ο κόσμος κάτι που ερμηνεύεται ως το τέλος του Παλαιοκομματισμού και του Παλαιού Πολιτικού Συστήματος στο σύνολό του. Αυτή η ωριμότητα των συνθηκών, αποτελεί ταυτόχρονα και την εύφλεκτη κοινωνική ύλη, που τόσο αστόχαστα ο κυβερνών Παλαιοκομματισμός παραβλέπει. Αν ο κόσμος εύκολα κατέβηκε στους δρόμους ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα ενός 18χρονου παιδιού, κανείς δεν εγγυάται ότι στην απελπισία του δεν θα κατέβει στους δρόμους και πάλι αλλά με πολύ πιο «άγριες» διαθέσεις όταν κάποιος άλλος τους πείσει το πόσο χωρίς ουσία είναι να περιμένουν τη σωτηρία απλά με το να στρέφουν διαρκώς και με υπομονή πότε το ένα τους μάγουλο και πότε το άλλο στα συνεχή και διαρκώς πιο επώδυνα χαστούκια που δέχονται από (τουλάχιστον) ανάλγητα (αν όχι και όνομα) χέρια.