Tου Νικου Κωνστανταρα
Το 2011 θα δείξει αν η Ελλάδα έχει οποιαδήποτε ελπίδα να ξεγλιστρήσει
από την παγίδα του υπερβολικού χρέους. Θα είναι δύσκολη χρονιά, με
πολλές αλλαγές στο πώς ζούμε σαν άτομα, σαν ομάδες και σαν κοινωνία. Θα
είμαστε κάτω από την αυστηρή επιτήρηση των ξένων πιστωτών μας, υπό την
απειλή να μην πάρουμε την επόμενη δόση του δανείου μας αν δεν
συμμορφωθούμε με τις απαιτήσεις του Μνημονίου. Ολα αυτά ήταν γνωστά και
από πέρυσι, αλλά, εκτός απ’ όσους έχασαν τη δουλειά τους, η αλήθεια
είναι ότι η δραματική ανατροπή της ζωής μας δεν φάνηκε άμεσα στη
συμπεριφορά μας: ούτε αλλάξαμε τις συνήθειές μας ούτε αντιδράσαμε όσο θα
περίμενε κανείς.
Οπως είπε φίλος που έχει ταβέρνα και κρεοπωλείο
στην ορεινή Κρήτη, «ο κόσμος διαμαρτύρεται και διασκεδάζει. Γκρινιάζουν,
αλλά δεν είδαμε να αλλάζουν συμπεριφορά». Συμβαίνει όχι επειδή δεν
μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε,
αλλά επειδή «παγώσαμε»: δεν ξέρουμε πώς να αντιδράσουμε. Ζούμε –και
διαμαρτυρόμαστε– με τον ίδιο τρόπο που ζούσαμε και διαμαρτυρόμασταν
πριν. Οι ίδιοι που......... συνήθιζαν να βγαίνουν στους δρόμους είναι πάλι στους
δρόμους, ενώ εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερα –η μεσαία τάξη–
αντιμετωπίζουν μόνοι τις επιπτώσεις της κρίσης. Μόνοι, αόρατοι.
Αυτό
είναι χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης: μια μεγάλη μοναξιά
απλώνεται σε όλη τη χώρα, με ανθρώπους οι οποίοι είχαν «βρει τον δρόμο
τους» στη ζωή –με το επάγγελμα, την επιχείρηση, το στεγαστικό δάνειό
τους– να μην μπορούν πια να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Αυτοί
δεν βγαίνουν στους δρόμους – επειδή αισθάνονται ντροπή ότι απέτυχαν,
αλλά, κυρίως, επειδή έχουν ακόμη πολλά να χάσουν. Ο καθένας χωριστά
προσπαθεί να σώσει την επιχείρηση ή το σπίτι του, παρόλο που έχει μείνει
πίσω στις πληρωμές του. Γι’ αυτό, αν η κυβέρνηση δεν δείξει μεγάλη
προσοχή στο θέμα των τραπεζών, ωθώντας τες να στηρίξουν τους
μικρομεσαίους, η κατάσταση θα γίνει εκρηκτική – ίσως μέσα στο 2011.
Το
μεγάλο διακύβευμα για την κυβέρνηση, και για τους πιστωτές μας, είναι
να μη φθάσουν ομάδες του πληθυσμού σε σημείο όπου δεν έχουν πια τίποτα
να χάσουν. Αυτό ισχύει και για τους χρόνια άνεργους και για τα κλειστά
επαγγέλματα, τα οποία συνέβαλαν μεν στη δημιουργία μιας στρεβλής και
αντιπαραγωγικής οικονομίας, αλλά αν οι σημερινοί επαγγελματίες
αναγκαστούν να πληρώσουν μόνοι τους τις αδικίες του παρελθόντος, τότε
όχι μόνο αδικούνται και αυτοί, αλλά θα δούμε πραγματική οργή στους
δρόμους – αυτών που έχασαν ό,τι είχαν, που οι χειρότεροι φόβοι τους
έγιναν πραγματικότητα. Ενας έστω μικρός πυρήνας πραγματικής οργής μπορεί
να μεταδώσει το μήνυμα και σε άλλες ομάδες, και να βρεθούμε στο χάος.
Πριν
από έναν χρόνο, ήταν τέτοιο το ξάφνιασμα για το μέγεθος του χρέους, και
τέτοια η συνολική αίσθηση ενοχής για το πόσο είχαμε ζήσει πέρα από τα
όριά μας, που λίγοι αμφισβήτησαν την ανάγκη μιας σκληρής «διόρθωσης». Η
ενοχή, όμως, δεν κράτησε πολύ, λόγω της έντονης αμφισβήτησης του
Μνημονίου από κυβερνητικές αστοχίες, αλλά κυρίως λόγω της στάσης της
Νέας Δημοκρατίας. Οταν τα δύο κυβερνητικά κόμματα δεν ήταν ενωμένα σε
αυτό το θέμα, ώστε να πείσουν τον κόσμο ότι είναι μονόδρομος η
αναμόρφωση της οικονομίας μας, τότε, όσα νομοσχέδια και αν στηρίξει η
Ν.Δ., η αμφισβήτηση του Μνημονίου επιτρέπει την απόρριψή του από ομάδες
που αλλιώς θα είχαν πειστεί ότι ήταν μονόδρομος. Ανάμεσά τους και αυτοί
που, αν και έχουν ακόμη χρήματα για να ξοδεύουν όπως πριν,
διαμαρτύρονται.
Ο κόσμος φαίνεται να περιμένει ένα νέο πρόσωπο,
μια νέα πολιτική δύναμη που θα τον εκφράζει, που δεν πηγάζει από το
σύστημα το οποίο έφερε την Ελλάδα σε αυτό το τραγικό σημείο. Η αναζήτηση
φάνηκε με τις δημοτικές εκλογές. Μέσα στο 2011 θα φανεί αν ο Γιώργος
Καμίνης και ο Γιάννης Μπουτάρης έχουν το ανάστημα να σηκώσουν το φορτίο
της ανανέωσης της πολιτικής σκηνής. Το ευτύχημα είναι ότι θα έχουμε την
ευκαιρία να τους δοκιμάσουμε. Και αυτό είναι από τα λίγα ελπιδοφόρα
στοιχεία της χρονιάς που αρχίζει. Ο,τι κι αν πετύχουν οι ίδιοι, άνοιξαν
νέο δρόμο.