Γράφει ο Κωστής Δαμαβολίτης
Και έτσι ξαφνικά ξυπνήσαμε ένα πρωί όλοι οι Έλληνες, γέροι και νέοι, για να ανακαλύψουμε, προς μεγάλη μας έκπληξη, ότι το πολιτικό δεντράκι που ποτίζαμε «άθελα» μας με συμφεροντολογικό κόπο και υστερόβουλο μόχθο, θέριεψε και ο καρπός που τελικά βγάζει είναι δηλητηριώδης.
Και όπως είμαι μαθημένος πρώτα εγώ και μετά οι υπόλοιποι, ψάχνω να βρω τις ευθύνες για αυτή τη χαοτική κατάσταση από την πόρτα της συνείδησης μου και έξω, γιατί είναι δεδομένο ότι φταίνε οι πολιτικοί που κυβερνούν τη χώρα και όχι εγώ ο πολίτης. Μα το πολιτικό σύστημα φίλοι μου αποτελείται μόνο από πολιτικούς ή από πολίτες και πολιτικούς;
Από το ‘74 « το αποφασίζομεν και διατάζομεν» της Χούντας πέρασε στα χέρια του λαού και αυτή την περιβόητη γενιά του πολυτεχνείου (που ποτέ δεν θα μάθουμε πόσους αριθμεί) ανάλαβε την εξουσία και την τύχη της πατρίδας μας. Και φτάνουμε αισίως στα τριάντα πέντε (35) χρόνια μεταπολίτευσης, που τελικά, αν ένας νοήμον άνθρωπος τα υπολογίσει, θα δει πως περάσαμε από τη Χούντα στη διαρχία των Παπανδρεϊκών και των Καραμανληκών. Και αν κάποιος στην αρχή της μεταπολίτευσης μιλούσε για μοναρχία θα ήταν βλάσφημος και νοσταλγός της παλιάς σκουριάς της χούντας και της βασιλείας. Τώρα όμως κάνοντας τον απολογισμό, μετά από τριάντα πέντε χρόνια, βλέπουμε τις δύο δυναστείες (με δύο μικρά διαλύματα στα ενδιάμεσα ένα του Σημίτη και ένα του Μητσοτάκη) να έχουν κάνει την....... διακυβέρνηση της χώρας οικογενειακή υπόθεσή. Η δημοκρατική μας συνείδηση όμως δεν θίγετε και κανείς δεν μιλάει.
Και αυτή η ισχυρή κλίκα της ταριχευμένης εξουσίας πώς δημιουργήθηκε; Κατά την ταπεινή μου γνώμη μόνο μέσα από την υστεροβουλία και το φανατισμό των ψηφοφόρων – πολιτών, που τόσα χρόνια η τύχη του αύριο βρίσκεται στο χέρι τους κάθε τέσσερα χρόνια. Μέσα από αυτά τα δυο ισχυρά πάθη γέννιουνται οι δύο μεγάλες ομάδες των ψηφοφόρων που δημιουργούν τη βάση της εξουσίας. Οι υστερόβουλοι πάνε στην κάλπη για να ικανοποιήσουν πρώτα το προσωπικό τους συμφέρον, και οι φανατικοί - βαρέως ιδεολόγοι – με κομματική πώρωση τόσο μεγάλη που θολώνει την κρίση. Αν λοιπόν το σημερνό πολιτικό οικοδόμημα είναι ένα τοίχος αίσχους, ο καθένας από εμάς έχει βάλει το λιθαράκι του, άλλος μεγάλο άλλος μικρό …
«Βρες μου όσους ψήφους μπορείς και θα κανονίσω να μπει η κόρη σου στο δημόσιο», αυτή η φράση είναι ένας από τους χαρακτηριστικούς μηχανισμούς αναρρίχησης στην εξουσία. Ο κατά τα άλλα ‘αθώος’ πολίτης παρέχει τους πολύτιμους ψήφους -γρανάζια- και πάντα αθώα βολεύει την κόρη του στη θερμοκοιτίδα αποκατάστασης που λέγεται δημόσιο και όλοι πέφτουμε για ‘ύπνο’ ευτυχισμένοι. Την επαύριο όμως ξεκινάει να πάει ο πατέρας στη οικοδομή και πληροφορείται ότι θα πάρει σύνταξη στο εβδομήντα… Κατεβαίνει τότε και διαδηλώνει στους δρόμους γιατί στα εβδομήντα δικαιολογημένα δεν μπορεί να εκτελεί τη βαριά εργασία της οικοδομής.
Τα λέει όμως σε ποιόν; Σε αυτόν που έβγαλε ο ίδιος στην εξουσία με ίδιον όφελος και αντάλλαξε το σημερνό χάος –και την συνταξιοδότησή του- με ένα διορισμό, με μία άδεια λαϊκής, με μια μετάθεση, με την ένταξη σε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα κ.τ.λ.
Παιδιά όποιος είναι αθώος να σηκώσει το χέρι …. Εγώ πάντως δεν τολμώ να σηκώσω ούτε το κεφάλι, γιατί υπήρξα ένας από τους παραπάνω ψηφοφόρους, που κινήθηκα είτε με συμφέρον, είτε με ωχαδερφισμό. Ωστόσο μέρος της ευθύνης έχει και η γενιά των πατεράδων μας, γιατί πορευόμενοι στη γραμμή που αναφέρθηκε παραπάνω, αντί να μας μεταδώσουν τον προβληματισμό για την επιλογή της αυριανής διοίκησης, μας μετέδωσαν κούφιο φανατισμό χωρίς κρίση και αξιολόγηση…
Και το ψευδοαντιβιοτικό, για την άρρωστη συνείδηση μας που ακούω σε κάθε συζήτηση, είναι «μα μήπως εκτός των δυο μεγάλων κομμάτων μπορούμε να εμπιστευτούμε και τίποτα άλλο;» Αυτό είναι που έχουν καταλάβει από χρόνια οι ‘έχοντες και κατέχοντες’ και έτσι στη συνείδησή τους η εξουσία είναι κάτι δεδομένο. Και όταν σε ένα πολιτικό πρόσωπο η εξουσία είναι δεδομένη, αρχίζει να ριζώνει στη σκέψη του η ιδέα της δικτατορικής παντοδυναμίας και όσο υπάρχουν κανάλια ΜΜΕ, τα τάνκς περιτεύουν.
Δυστυχώς, επειδή μας λείπει η ατομική τόλμη και κατά συνεκδοχή η κοινωνική, γινόμαστε μία εύπλαστη μάζα, που η αδυναμία της αξιοποιείται με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω.
Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν ένα πρωί μετά από εκλογές, ανοίγαμε τις κάλπες και αντί για τα καθιερωμένα 39% πρώτο κόμμα 35% δεύτερο και πολύ χαμηλότερα τα υπόλοιπα, βρίσκονταν στις κάλπες ποσοστά 10% 12% 8% 5% 14% για όλα τα κόμματα. Το σίγουρο είναι πως οι καθιερωμένες πολιτικές οικογένειες και οι αυλικοί τους θα έπαιρναν ένα πολύ ισχυρό κραδασμό στην τσιμεντένια σκέψη ότι η εξουσία δεν είναι ισόβιο προνόμιο . Ίσως αν έτριζαν λίγο οι ‘καρέκλες’ τους, να έμπαινε λίγο νερό στο κρασί και να καταλαβαίναμε όλοι ότι η ασυδοσία έχει όρια και οι δυναστείες έχουν τέλος.
Κωστής Δαμαβολίτης