Ο Μπόμπος με τον πατέρα του, είχαν πάει βόλτα στην πόλη. Ο Μπόμπος,
ήταν μικρός και ρωτούσε συνέχεια τον μπαμπά του για τα διάφορα που
έβλεπε.
- Μπαμπά, τί είναι αυτό;
- Νοσοκομείο είναι παιδί μου, του απαντούσε ο μπαμπάς του.
- Μπαμπά, τί είναι εκείνο;
- Σχολείο, είναι παιδί μου.
Κάποια στιγμή, πέρασαν και από ένα οίκο ανοχής.
- Μπαμπά τί είναι αυτό; ρωτάει ο μικρός.
- Αυτό, είναι το σπίτι που ευφραίνονται.
Την άλλη μέρα ο Μπόμπος το σκάει από το σπίτι του και πάει στον οίκο ανοχής. Μπαίνει μέσα και λέει:
- Ήρθα να ευφρανθώ!!
- Όχι, είσαι ...............
μικρός του απαντάει η υπάλληλος. - Μπαμπά, τί είναι αυτό;
- Νοσοκομείο είναι παιδί μου, του απαντούσε ο μπαμπάς του.
- Μπαμπά, τί είναι εκείνο;
- Σχολείο, είναι παιδί μου.
Κάποια στιγμή, πέρασαν και από ένα οίκο ανοχής.
- Μπαμπά τί είναι αυτό; ρωτάει ο μικρός.
- Αυτό, είναι το σπίτι που ευφραίνονται.
Την άλλη μέρα ο Μπόμπος το σκάει από το σπίτι του και πάει στον οίκο ανοχής. Μπαίνει μέσα και λέει:
- Ήρθα να ευφρανθώ!!
- Όχι, είσαι ...............
- Όχι δεν φεύγω, λέει ο Μπόμπος.
- Καλά, του λέει αυτή, θέλεις μια φέτα με μέλι;
- Θέλω, λέει αυτός και την τρώει.
- Άλλη θες;
- Θέλω!!
- Τρίτη θέλεις;;
- Θέλω, λέει ο Μπόμπος όμως δεν μπόρεσε να την φάει και γλύφει μόνο το μέλι.Στο μεταξύ ο πατέρας του είχε τρελαθεί να τον ψάχνει. Στο τέλος τον βρίσκει έξω από τον οίκο ανοχής.
- Μπόμπο!! Τι έκανες εκεί μέσα;;
Και ο Μπόμπος:
- Πατέρα, τις δύο τις κατάφερα! Την τρίτη... της πάτησα ένα γλύψιμο!!!