O κύκλος της υπερχρέωσης είναι αδυσώπητος, παραμένει βαρύς, ασήκωτος και μόνιμη πηγή δυσπιστίας και καχυποψίας, δεν αφήνει τη χώρα να ανασάνει, ό,τι κι αν κάνει.
Παίρνει και ξαναπαίρνει μέτρα η κυβέρνηση, αγγίζοντας ακόμη και τα ιερά και τα όσια της εργασίας, αλλά και πάλι δεν κερδίζει εμπιστοσύνη, δεν πετυχαίνει την επανάκαμψη στις αγορές, οι διαθέσεις των ξένων, των δανειστών και των αγορών παραμένουν αρνητικές, οι περισσότεροι συνεχίζουν να αμφισβητούν τη δυνατότητά μας να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας, καθώς θεωρούν ότι πιεζόμενοι από το βάρος των χρεών δεν θα καταφέρουμε να αναπτυχθούμε και να βγούμε από τον φθοροποιό φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης.
Πράγμα που επιτείνει τη σύγχυση στον ελληνικό λαό και δυσκολεύει αφάνταστα την πολιτική διαχείριση της κρίσης.
Με τέτοιες συνθήκες η κυβέρνηση βυθίζεται σε πολιτικό αδιέξοδο, εγκλωβίζεται σε μια προσπάθεια χωρίς προοπτική, αμφισβητείται εσωτερικά, αναγκάζεται να κινείται στο όριο, να ξοδεύει τα ............όποια αποθέματα δυνάμεων διαθέτει και στον βαθμό που δεν βρει λύση στο πρόβλημα διαχείρισης του χρέους κινδυνεύει να χάσει την εσωτερική μάχη και να τελειώσει πριν την ώρα της συγκρουόμενη με ένα πλήθος που προεξοφλεί, όπως και οι αγορές, το αδιέξοδο και το μάταιο της προσπάθειας.
Με άλλα λόγια, η επαναρρύθμιση των χρεών μας, η τακτοποίησή τους, η μετάθεση πληρωμής τους στον χρόνο, η επιμήκυνση των δανείων, όπως συνηθίσαμε να τη λέμε, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ελάφρυνση της ελληνικής προσπάθειας και εν τέλει την επιτυχία της.
Αλλά και αυτή δεν εξασφαλίζεται εύκολα, θέλει διαβουλεύσεις, απαιτεί κοινώς αποδεκτές συμφωνίες, οι οποίες δεν θα παραπέμπουν σε αναδιάρθρωση του χρέους και κραυγαλέες απώλειες για τους δανειστές και τις αγορές, που συνήθως σπεύδουν και προεξοφλούν τα χειρότερα, με το άκουσμα και μόνο τέτοιων διαδικασιών.
Αρα έχει εξαιρετική σημασία πώς θα οργανωθεί και πώς θα συμφωνηθεί στο παρόν περιβάλλον μια γενικευμένη συμφωνία επιμήκυνσης του ελληνικού χρέους, που δεν θα περιορίζεται μόνο στο δάνειο των 110 δισ. ευρώ της τρόικας αλλά θα καλύπτει το σύνολο των δανείων μας. Οσοι γνωρίζουν τη διάρθρωση του ελληνικού χρέους εκτιμούν ότι δεν είναι ανέφικτη μια τέτοια λύση. Από τα περίπου 350 δισ. ευρώ των ελληνικών χρεών τα 110 δισ. είναι της τρόικας, για τα οποία ήδη έχει τεθεί ζήτημα επιμήκυνσης. Την πρότεινε νωρίς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τη συζητεί η Ευρωπαϊκή Ενωση και μετά το ιρλανδικό δάνειο θεωρείται σχεδόν δεδομένη. Αλλα περίπου 100 δισ. ευρώ έχουν αναληφθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία ευκολότερα μπορεί να αποδεχθεί σχετική διαδικασία επιμήκυνσης και αναχρηματοδότησης. Αλλα 50 δισ. ευρώ είναι των ευρωπαϊκών τραπεζών, γερμανικών και γαλλικών κυρίως, οι οποίες ευκολότερα θα μπορούσαν να αποδεχθούν μια οργανωμένη επιμήκυνση και αναχρηματοδότηση των ελληνικών χρεών. Αν μάλιστα συμβεί κάτι τέτοιο και οι υπόλοιποι δανειστές μας θα έμπαιναν σε αντίστοιχη διαδικασία.
Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηρίξει κανείς ότι υπό ορισμένες πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις και στον βαθμό που η ελληνική οικονομία επιμείνει στο πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, μπορεί να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα μια λύση επιμήκυνσης όλου του ελληνικού χρέους, χωρίς αυτή να θεωρηθεί αναδιάρθρωση και πτώχευση. Απαιτεί βεβαίως συνεπή προσπάθεια, πολιτική σταθερότητα και κατάλληλες συμμαχίες, κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Παίρνει και ξαναπαίρνει μέτρα η κυβέρνηση, αγγίζοντας ακόμη και τα ιερά και τα όσια της εργασίας, αλλά και πάλι δεν κερδίζει εμπιστοσύνη, δεν πετυχαίνει την επανάκαμψη στις αγορές, οι διαθέσεις των ξένων, των δανειστών και των αγορών παραμένουν αρνητικές, οι περισσότεροι συνεχίζουν να αμφισβητούν τη δυνατότητά μας να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας, καθώς θεωρούν ότι πιεζόμενοι από το βάρος των χρεών δεν θα καταφέρουμε να αναπτυχθούμε και να βγούμε από τον φθοροποιό φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και της υπερχρέωσης.
Πράγμα που επιτείνει τη σύγχυση στον ελληνικό λαό και δυσκολεύει αφάνταστα την πολιτική διαχείριση της κρίσης.
Με τέτοιες συνθήκες η κυβέρνηση βυθίζεται σε πολιτικό αδιέξοδο, εγκλωβίζεται σε μια προσπάθεια χωρίς προοπτική, αμφισβητείται εσωτερικά, αναγκάζεται να κινείται στο όριο, να ξοδεύει τα ............όποια αποθέματα δυνάμεων διαθέτει και στον βαθμό που δεν βρει λύση στο πρόβλημα διαχείρισης του χρέους κινδυνεύει να χάσει την εσωτερική μάχη και να τελειώσει πριν την ώρα της συγκρουόμενη με ένα πλήθος που προεξοφλεί, όπως και οι αγορές, το αδιέξοδο και το μάταιο της προσπάθειας.
Με άλλα λόγια, η επαναρρύθμιση των χρεών μας, η τακτοποίησή τους, η μετάθεση πληρωμής τους στον χρόνο, η επιμήκυνση των δανείων, όπως συνηθίσαμε να τη λέμε, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ελάφρυνση της ελληνικής προσπάθειας και εν τέλει την επιτυχία της.
Αλλά και αυτή δεν εξασφαλίζεται εύκολα, θέλει διαβουλεύσεις, απαιτεί κοινώς αποδεκτές συμφωνίες, οι οποίες δεν θα παραπέμπουν σε αναδιάρθρωση του χρέους και κραυγαλέες απώλειες για τους δανειστές και τις αγορές, που συνήθως σπεύδουν και προεξοφλούν τα χειρότερα, με το άκουσμα και μόνο τέτοιων διαδικασιών.
Αρα έχει εξαιρετική σημασία πώς θα οργανωθεί και πώς θα συμφωνηθεί στο παρόν περιβάλλον μια γενικευμένη συμφωνία επιμήκυνσης του ελληνικού χρέους, που δεν θα περιορίζεται μόνο στο δάνειο των 110 δισ. ευρώ της τρόικας αλλά θα καλύπτει το σύνολο των δανείων μας. Οσοι γνωρίζουν τη διάρθρωση του ελληνικού χρέους εκτιμούν ότι δεν είναι ανέφικτη μια τέτοια λύση. Από τα περίπου 350 δισ. ευρώ των ελληνικών χρεών τα 110 δισ. είναι της τρόικας, για τα οποία ήδη έχει τεθεί ζήτημα επιμήκυνσης. Την πρότεινε νωρίς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τη συζητεί η Ευρωπαϊκή Ενωση και μετά το ιρλανδικό δάνειο θεωρείται σχεδόν δεδομένη. Αλλα περίπου 100 δισ. ευρώ έχουν αναληφθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία ευκολότερα μπορεί να αποδεχθεί σχετική διαδικασία επιμήκυνσης και αναχρηματοδότησης. Αλλα 50 δισ. ευρώ είναι των ευρωπαϊκών τραπεζών, γερμανικών και γαλλικών κυρίως, οι οποίες ευκολότερα θα μπορούσαν να αποδεχθούν μια οργανωμένη επιμήκυνση και αναχρηματοδότηση των ελληνικών χρεών. Αν μάλιστα συμβεί κάτι τέτοιο και οι υπόλοιποι δανειστές μας θα έμπαιναν σε αντίστοιχη διαδικασία.
Θα μπορούσε λοιπόν να υποστηρίξει κανείς ότι υπό ορισμένες πολιτικές και οικονομικές προϋποθέσεις και στον βαθμό που η ελληνική οικονομία επιμείνει στο πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, μπορεί να διαμορφωθεί μεσοπρόθεσμα μια λύση επιμήκυνσης όλου του ελληνικού χρέους, χωρίς αυτή να θεωρηθεί αναδιάρθρωση και πτώχευση. Απαιτεί βεβαίως συνεπή προσπάθεια, πολιτική σταθερότητα και κατάλληλες συμμαχίες, κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο.