Γράφει ο Νίκος Παρασκευόπουλος
Σε περίοδο οικονομικής κρίσης το ιστορικό σύνθημα-αίτημα «ψωμί - παιδεία - ελευθερία» αποκτά και πάλι νόημα και παλμό.
Είναι όμως, άραγε, αυτονόητη σήμερα η θέση της παιδείας στο τρίπτυχο αυτό, ως αξίας ισότιμης με τον άρτον τον επιούσιον και με την ελευθερία;
Οποιος νομίζει ότι η απάντηση είναι απλή, προσκρούει αρχικά σ' ένα μυστήριο. Αναμφίβολα οι Ελληνες πολίτες νοιάζονται και πασχίζουν για την εκπαίδευση των παιδιών τους στο πανεπιστήμιο, πληρώνοντας φροντιστήρια προετοιμασίας με το υστέρημά τους. Πώς εξηγείται όμως τότε το γεγονός ότι η παιδεία χωρίς ειδικές αντιρρήσεις ή διευρυμένες διαμαρτυρίες τοποθετείται στο επίκεντρο του κύκλου των οικονομικών περικοπών; Το ερώτημα έχει και κοινωνικοηθική διάσταση: υποτίθεται ότι μια γενιά σπατάλησε (με υπερδανεισμό και υπερκατανάλωση) και η επόμενη κάνει θυσίες (λιτότητα) για χάρη μιας μελλοντικής οικονομικής εξυγίανσης. Αν όμως η κρίση οδηγήσει σε υποχρηματοδότηση της παιδείας, τότε είναι ακριβώς το μέλλον που θυσιάζεται για να σωθεί το παρόν. Μήπως, λοιπόν, η συνταγή της εξυγίανσης προτείνει κάτι το ηθικοπολιτικά απαράδεκτο;
Το μυστήριο έχει βάθος και προϊστορία. Αφορά την κρατική αλλά και τη διεθνή πολιτική, ενώ επίσης διαπερνά και.........
τις κοινωνικές στάσεις. Ας επισημάνουμε παρακάτω κάποια καίρια σημεία. Η επίπτωση της οικονομικής κρίσης στην επιχορήγηση των πανεπιστημίων προδιαγράφεται σφοδρή. Ηδη η μείωση συντελείται και για το 2010 αναμένεται να φθάσει στο 22% των σχετικών κονδυλίων του τακτικού προϋπολογισμού για την ανώτατη εκπαίδευση και στο 50% των αντίστοιχων δημόσιων επενδύσεων. Οι περικοπές θα πλήξουν ένα πεδίο ήδη προβληματικό. Η υστέρηση της χώρας μας στη δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας είναι σαφής. Το ειδικό μισθολόγιο των πανεπιστημιακών, επίσης, έχει μείνει για αρκετά χρόνια καθηλωμένο, τη στιγμή που στους λοιπούς κλάδους οι αποδοχές αυξάνονται ομαλά ή απότομα (η περίπτωση των δικαστικών).
Η υποτίμηση της παιδείας στο πλαίσιο της κρατικής πολιτικής όντως έχει ξεκινήσει πολύ πριν από την οικονομική κρίση. Η «παιδεία» από καιρό δεν βρισκόταν δίπλα στο «ψωμί». Αντίθετα, ρητορείες και πρακτικές παρεμβάσεις μεθόδευαν την υπαγωγή της, ως κύκλου υπάλληλου και δευτερεύοντος, στις ανάγκες της απασχόλησης. Πέρα από τα ζητήματα της χρηματοδότησης, την ίδια ιεράρχηση μαρτυρούσε από τη δεκαετία του '90 ένας τύπος ανάπτυξης των θεσμών, των δομών και των ιδεολογημάτων στον χώρο της παιδείας. Θυμίζω παραδείγματα: την πρόταση υπαγωγής της εκπαίδευσης στο υπουργείο Εργασίας, ωσάν η παιδεία να περιορίζεται στην επαγγελματική κατάρτιση και στην εξυπηρέτηση της απασχόλησης· τον προγραμματισμό ίδρυσης πανεπιστημιακών τμημάτων στην περιφέρεια με βασικό κίνητρο την τόνωση των τοπικών οικονομιών· την ίδρυση, ιδίως στα τέλη της δεκαετίας του '90, πολλών, έως και περιττών, τμημάτων, ώστε «να μη σπουδάζουν τα παιδιά μας έξω και χάνεται πολύτιμο συνάλλαγμα»· την τάση αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου με κριτήρια εξαρτώμενα κατεξοχήν από τη στάση της αγοράς, ωσάν να μην είναι γνωστό ότι οι πλείστες ελληνικές επιχειρήσεις προτιμούν τη φθηνή από τη γερά θεμελιωμένη γνώση, και ότι κατά κανόνα η αγορά αδιαφορεί για βασική έρευνα, σωστή γλώσσα, ιστορία, δημοκρατική μόρφωση και άλλα συναφή.
Είναι φανερό εν τω μεταξύ ότι το φαινόμενο της πρόταξης της αγοραίας λογικής δεν εντοπίζεται μόνο εκτός της ατμόσφαιρας των πανεπιστημίων, σε επιχειρηματικούς κύκλους που σε τελική ανάλυση εκφράζουν τα συμφέροντά τους, σε πολιτικούς που προσαρμόζονται εύκολα ή σε κάποιους δημοσιογράφους που λαϊκίζουν. Αρκετοί πανεπιστημιακοί έχουν οι ίδιοι υποβαθμίσει τα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα σε δευτερεύουσα θέση, προτάσσοντας κερδοφόρες δραστηριότητες, ιδίως ως ελεύθεροι επαγγελματίες, και εκμεταλλευόμενοι τον τίτλο του καθηγητή. Οι ίδιες αντιφάσεις και η υπαγωγή της εκπαιδευτικής στην επιχειρηματική λογική συναντώνται στο -καθόλου συμπαγές- κοινωνικό σώμα. Απέναντι στο πανεπιστήμιο οι Ελληνες πολίτες μοιάζουν να χωρίζονται σε πανεπιστημιομάχους και σε πανεπιστημιολάτρες. Οι πρώτοι ασχολούνται διαρκώς με τα προβλήματα του ασύλου και ειρωνεύονται τα αιτήματα για χρηματοδότηση με κορόνες του τύπου «αυτοί μόνο χρήματα γνωρίζουν να ζητούν». Οι πανεπιστημιολάτρες, λιγότεροι πάντως, ανιχνεύονται κυρίως εντός του ακαδημαϊκού χώρου, ανάμεσα σε διδάσκοντες και φοιτητές. Κάποιοι επιμηκύνουν μια ασυγκράτητη εφηβεία, θεωρώντας ότι η προοδευτική σκέψη είναι (δικό τους) αποκλειστικό χάρισμα. Η αυτοδικαίωσή τους δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και -το χειρότερο- όρια. Αλλοι, πιο καλόπιστοι, αγκιστρώνονται σε ό,τι μοιάζει ελπιδοφόρο.
Οι γονείς, εξάλλου, ισχυρή κοινωνική κατηγορία, δεν είναι αμέτοχοι στην παραγωγή των αντιφάσεων. Οσο π.χ. ίσχυε ο θεσμός των φοιτητικών μεταγραφών με ρευστά κοινωνικά κριτήρια, οι αρμόδιες επιτροπές κρίσης κατακλύζονταν από αιτήματα για ρουσφέτια: πολύπλευρα αλλά με οικογενειακή πηγή, ευφάνταστα, πιεστικά.
Κάπως έτσι λοιπόν διαλευκαίνεται το μυστήριο: το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται «στα δικά μας παιδιά» και όχι στην παιδεία όλων. Εξηγείται τελικά το γεγονός ότι το κοινό μέλλον θυσιάζεται από ένα μίζερο παρόν.
Οι αναφορές παραπάνω γίνονται σε «κάποιους», σε «ορισμένους», σε κατηγορίες τιμητών ή οπαδών, αλλά όχι στο σύνολο των πολιτών. Υπάρχουν όντως και οι «άλλοι» με τους οποίους, ευτυχώς, μπορούμε να τελειώσουμε τη σύντομη ανάλυση. Γνωστό σε πολλούς εντός και εκτός της χώρας είναι ότι πτυχιούχοι των ελληνικών πανεπιστημίων που προχωρούν σε μεταπτυχιακές σπουδές ή σε εκπόνηση διδακτορικού έξω, και μάλιστα στα πιο καταξιωμένα πανεπιστήμια της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας ή των ΗΠΑ, διαπρέπουν και διακρίνονται. Είναι τόσοι ώστε να μην μπορεί να γίνει λόγος για σπάνιες εξαιρέσεις και για προπτυχιακές βάσεις σε δήθεν νησίδες μέσα σ' ένα ευρύτερο παρακμιακό περιβάλλον. Ακόμη λιγότερο θα έπειθαν οι αφελείς αναγωγές στο δαιμόνιο της φυλής. Η διάχυτη εμπειρία μάς υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε ότι οι σπουδές στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι διεθνώς ανταγωνιστικές και αξιόπιστες.
Αρκετοί λοιπόν στα αμφιθέατρα εργάζονται αφανώς και μας επιτρέπουν να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον.