Γράφει η Μαρία Σεφέρου
--Το ότι ζούμε σ’ ένα κράτος μπάχαλο όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
--Το ότι σ’ αυτό το κράτος μπάχαλο ουδείς γνωρίζει πόσοι δημόσιοι υπάλληλοι (αργόσχολοι οι περισσότεροι) υπάρχουν και το λυμαίνονται,
--Το ότι οι πιο πολλοί από δαύτους με το που θα διοριστούν, επαξίως ή αναξίως, δε σκέπτονται πώς θα αποδώσουν έργο αλλά πώς θα πολλαπλασιάσουν το μισθό τους με πονηρά "επιδόματα", πλαστές υπερωρίες, οδοιπορικά, γρηγορόσημα και μίζες,
--Το ότι το όνειρο κάθε δημόσιου υπάλληλου είναι να του βγει καμιά εθελούσια έξοδος στα 40 ώστε να συνεχίσει να κάαθεται και να το γλεντάει εις βάρος των κορόιδων,
--Το ότι οι περισσότεροι από δαύτους όταν φτάνει πολίτης για εξυπηρέτηση στο γραφείο τους παθαίνουν υστερία σα να τους παρουσιάστηκε ο διάβολος μεταμορφωμένος,
Όλα τούτα, και άλλα ανατριχιαστικά ων ουκ έστιν αριθμός ούτε τέλος, είναι γνωστές και εδραιωμένες παραδόσεις στο Ελλαδιστάν και, σα γνήσιοι ραγιάδες που είμαστε, έχουμε ...........
.όλοι εθιστεί στα πατροπαράδοτα αήθη κι έθιμα που έφεραν τη χώρα μας στο χείλος της καταστροφής.
Εκείνο όμως που ανακάλυψα μόλις προχτές είναι ότι στη χώρα του ημιανατέλλοντος και μηδέποτε ανατείλαντος (πράσινου) ήλιου, τούτο το κράτος-μπάχαλο δε γνωρίζει ούτε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει! Να μπω αμέσως στο μακάβριο θέμα. Στο διπλανό διαμέρισμα έμενε ένας μοναχικός άνθρωπος, παλιά δόξα του ελληνικού αθλητισμού, ο οποίος αναχώρησε για τις μονές της αιωνίου ανάπαυσης το Σεπτέμβριο του 2006, σε ηλικία 80 ετών. Τους τελευταίους έξι μήνες της ζωής του είχε την τύχη να τον ξαναβρεί μια παιδική του φίλη, που μόλις είχε χηρέψει, η οποία του συμπαραστάθηκε με στοργή τις τελευταίες δύσκολες μέρες της ζωής του και τον έθαψε με κάθε επισημότητα.
Ένας ανιψιός από άλλη πόλη, μοναδικός συγγενής που κληρονόμησε ολόκληρη την τεράστια ακίνητη περιουσία από το θείο, στον οποίο δεν έκανε ούτε τηλεφώνημα όταν ζούσε - συνήθης πρακτική στη χώρα των αρπακτικών και ημιάγριων - ήρθε νύχτα και έγδυσε το σπίτι του συχωρεμένου, και μετά μην τον είδατε.
Ο μακαρίτης καλός μου γείτονας είχε ένα αυτοκίνητο 1500 κυβικών, έτους πρώτης κυκλοφορίας στην Ελλάδα 1970. Το αυτοκίνητο αυτό θεωρήθηκε από τον ανιψιό ανύπαρκτης αξίας και βρίσκεται μέχρι σήμερα παρκαρισμένο εκεί που το είχε αφήσει ο εκλιπών, μπροστά στη διπλανή πολυκατοικία. Στα τρία χρόνια και κάτι μήνες από τότε οι κάτοικοι της περιοχής έχουμε ειδοποιήσει το Δήμο (σημειωτέον ότι ο ισόβιος Δήμαρχός μας ήταν φίλος του αποθανόντος), τη Δημοτική Αστυνομία, την Τροχαία, εκατοντάδες φορές, πρώτον διότι υπάρχει τρομερό πρόβλημα parking στη γειτονιά και δεύτερο διότι το ίδιο το σαράβαλο είναι εστία μολύνσεως. Όμως οι αρμόδιοι αγρόν ηγόρασαν! Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα… Όλοι δηλώνουν αναρμόδιοι.
Προσωπικά έχω δώσει επανειλημμένα σε περιπολικά το τηλέφωνο της φίλης του μακαρίτη η οποία επικοινωνεί με τον ανιψιό. Μάλιστα στην αρχή του είχα τηλεφωνήσει κι εγώ η ίδια να έρθει να το πάρει. Μέσα στην τριετία η Τροχαία φιλοτιμήθηκε να βάλει κάποιο ειδοποιητήριο στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου που έλεγε ότι αν το αυτοκίνητο δεν μετακινηθεί μέχρι την τάδε προθεσμία θα αποσυρθεί. Η προθεσμία εξέπνευσε πριν από κάνα δυο χρόνια και το στοιχειωμένο αυτοκίνητο βρίσκεται ακόμα εκεί…
Σε όλο αυτό το διάστημα αλληλογραφία του μακαρίτη από ιδιώτες και υπηρεσίες κατέφθανε στην πολυκατοικία και ήμουνα η μόνη που φρόντιζα να την επιστρέφω στον αποστολέα με την ένδειξη “απεβίωσε”. Εκείνοι όμως το βιολί τους. Συνέχισαν να στέλνουν ειδοποιητήρια. Τελευταία είχα αγανακτήσει, και όταν έλαβα ένα περιοδικό του συλλόγου στον οποίο ανήκε ο εκλιπών, το άνοιξα για να βρω κάποιο τηλέφωνο να τηλεφωνήσω να σταματήσουν τις αποστολές διότι ο μακαρίτης εκεί που είναι δε μπορεί να διαβάσει.
Τηλεφώνησα λοιπόν στο Γραφείο Τύπου του περιοδικού για να ενημερώσω και να ζητήσω να σβήσουν το συγκεκριμένο όνομα από τα αρχεία τους, αφού ο συχωρεμένος με είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα ξαναγύριζε.
--«Σας το έχω επιστρέψει πολλές φορές με την ένδειξη “απεβίωσε”, αλλά εσείς συνεχίζετε να το στέλνετε. Γιατί να ξοδεύετε χαρτί και ταχυδρομικά χωρίς λόγο;» , είπα.
«Δεν πειράζει για το χαρτί», μου λέει, «δεν είναι θέμα αυτό αλλά, αφού επιμένεις, τηλεφώνησε αύριο που θα είναι η κοπέλα να της το πεις γιατί εγώ δε μπορώ να μπω στο κομπιούτερ και να σβήσω το όνομα από τη λίστα.»
--«Εσείς δε μπορείτε να σημειώσετε το όνομα και να της το πείτε; Εγώ εξυπηρέτηση σας κάνω, κι εσείς μου αναθέτετε πρόσθετη δουλειά; Έχω κι άλλες δουλειές και μπορεί να το ξεχάσω. Σας παρακαλώ γράψτε το όνομα.»
--«Όχι δε γράφω τίποτα, να ξανατηλεφωνήσετε αύριο», απάντησε αγενέστατα ο τεμπέλαρος.
Είχα φουντώσει από την αγανάκτηση και σκέφτηκα να μην ξανασχοληθώ με το θέμα. Έτσι την επομένη δεν τηλεφώνησα. Όμως τη μεθεπόμενη ευαισθητοποιήθηκα και πάλι - είμαι αδιόρθωτη - και τηλεφώνησα, για ν’ αντιμετωπίσω ένα είδος ιεράς εξέτασης. Ποια είμαι, τι συγγένεια είχα με το μακαρίτη, πώς ξέρω ότι πέθανε, ποιο είναι το τηλέφωνό μου, αριθμός ταυτότητας, διεύθυνση και δε συμμαζεύεται. Στο Καφριστάν, πάει κανείς να κάνει το καλό και ταλαιπωρείται αφάνταστα, ενώ συχνά βρίσκει και το μπελά του.
Ας έλθω τώρα στο χειρότερο. Προπαραμονή Χριστουγέννων ήρθε στο όνομα του συχωρεμένου ένα ακόμη ειδοποιητήριο για να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας του 2010. Δεν θυμάμαι συγκεκριμένα να είχα εξοργιστεί έτσι στο παρελθόν, αλλά εικάζω ότι το ίδιο ειδοποιητήριο θα είχε έρθει και πέρυσι το Δεκέμβριο, και πρόπερσι, και αντιπρόπερσι, και κατά πάσα πιθανότητα το επέστρεψα, όπως και άλλα ειδοποιητήρια για φόρους, με την ένδειξη “απεβίωσε”. Προφανώς, όμως, ουδείς στην εφορία ασχολείται με επιστροφές αλληλογραφίας και πάνε κατ’ ευθείαν στον κάλαθο των αχρήστων.
Αναρωτιέμαι λοιπόν και διαρρηγνύω τα ιμάτιά μου: Όταν κάποιος δεν πληρώνει τέλη κυκλοφορίας μια χρονιά, δεν πληρώνει δεύτερη χρονιά, δεν πληρώνει τρίτη, τότε δεν έχει κάποιες συνέπειες; Όταν κυκλοφορεί κάποιος χωρίς σήμα τελών κυκλοφορίας και τον πιάσει η Τροχαία, δεν πληρώνει πρόστιμο; Εδώ τι μέτρα πήραν και τι έκαναν για ένα αυτοκίνητο που στην εφορία εμφανίζεται να μην έχει πληρώσει τέλη κυκλοφορίας για τρία χρόνια; Τίποτα προφανώς! Απλά συνεχίζουν να στέλνουν ειδοποιητήρια.
Η απορία μου είχε φτάσει στο κατακόρυφο και έκανα κάτι που δεν το έχω κάνει ποτέ. «Συγχώρα με, μακαρίτη», είπα μέσα μου, «αλλά θα το κάνω το κρίμα, μπας και απαλλαγείς κι εσύ από το κυνηγητό της εφορίας κι εγώ από την ταλαιπωρία να ενημερώνω δεξιά αριστερά ότι έχεις πεθάνει.» Βασικά ήθελα να δω αν τα τέλη κυκλοφορίας ήταν αθροιστικά, συμπεριλαμβάνοντας και τις προηγούμενες χρονιές που δεν είχαν πληρωθεί. Δεν ήταν όμως! Ήταν μόνο τα τέλη του 2010: Τέλη κυκλοφορίας 202.00€, και περιβαλλοντικά τέλη 150€. Σύνολο 352 ευρώ. Holy Cow! Αναφώνησα. Κανείς στο εφοριακό μπάχαλο δε γνωρίζει ότι για τρείς συνεχείς χρονιές τα τέλη κυκλοφορίας δεν είχαν πληρωθεί; Ή μήπως συμβαίνει τίποτα χειρότερο;
Τι έτι χρείαν έχομε μαρτύρων ότι το φοροεισπρακτικό σύστημα είναι σε πλήρη διάλυση; Τι έτι χρείαν έχομε μαρτύρων ότι στο Ελλαδιστάν κανείς δεν ξέρει ποιος ζει, ποιος πεθαίνει; Και ποιος εγγυάται ότι μέσα σε τούτο το μπάχαλο οι συντάξεις πολλών αποθαμένων ίσως συνεχίζουν για χρόνια να κατατίθενται στον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό, αφού μόνο κατά σύμπτωση γνωρίζουν οι αρμόδιοι ποιοι έχουν πεθάνει;
Τέλος, τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων ότι τούτη η χώρα με τον υπέεεροχο λαό της έχει μόνο παρελθόν αλλά δεν έχει μέλλον;
Μαρία Σεφέρου